Νίκος Γραικούσης *
Ομιλία για την 4η Ημερίδα Επικούρειας Φιλοσοφίας του Κήπου της Θεσσαλονίκης
Αν και οικονομικής φύσεως η παρούσα ομιλία, δεν μπορεί ενόψει της σημερινής ημερίδας, παρά να συνδέεται με την Επικούρεια φιλοσοφία.
Μια φιλοσοφία η οποία ορίζει ως σκοπό της ζωής την ευδαιμονία. Τον ευδαίμονα βίο.
Σύμφωνα λοιπόν με τη φιλοσοφία αυτή, η επιθυμία και ο φόβος είναι οι μόνες δυνάμεις που μας αποσπούν από τη δυνατότητα απόλαυσης μιας ήρεμης, ηδονικής, ευδαιμονικής ζωής.
Η αφοβία, η εξάλειψη δηλαδή κάθε είδους ανθρώπινου φόβου, εκτός από προϋπόθεση ευδαιμονίας είναι και προϋπόθεση ελευθερίας.
Τους φόβους του ανθρώπου, ο Επίκουρος τους προσδιόρισε και τους συνόψισε στους εξής τέσσερεις!
Στον φόβο του θεού, στον φόβο του θανάτου, στον φόβο του πόνου και στον φόβο της έλλειψης των αναγκαίων για τη ζωή. Πέμπτον μη ψάχνεται.
Θα αφήσουμε στην άκρη τους τρεις πρώτους φόβους και θα ασχοληθούμε σήμερα με τον τέταρτο.
Γύρω από τον φόβο, της πιθανής έλλειψης των αναγκαίων για μια αξιοπρεπή ζωή, κινείται σχεδόν ολόκληρη η καθημερινότητα μας.
Εργαζόμαστε σκληρά, αποταμιεύουμε ή τουλάχιστον προσπαθούμε, μορφώνουμε τα παιδιά μας για τον ίδιο λόγο και γενικά μοχθούμε κάθε ώρα και στιγμή όχι μόνο για να έχουμε τα αναγκαία του σήμερα αλλά και για να δημιουργήσουμε την αίσθηση της ασφάλειας ότι θα τα έχουμε και στο μέλλον.
Η επικούρεια φιλοσοφία προτάσσει ένα πρότυπο ζωής τέτοιο ώστε να έχουμε το μέγιστο δυνατό όφελος με τη ελάσσονα δυνατή προσπάθεια.
Ο αλγόριθμος των επιθυμιών, σύμφωνα με τον οποίον, ο επικούρειος άνθρωπος οφείλει να ικανοποιεί τις φυσικές και αναγκαίες του επιθυμίες, που δεν είναι άλλες από αυτές που τον διατηρούν στη ζωή και ταυτόχρονα να διαχειρίζεται με έξυπνο τρόπο τις φυσικές μεν αλλά μη αναγκαίες επιθυμίες, οι οποίες δεν είναι άλλες από αυτές που ομορφαίνουν τη ζωή. Και φυσικά με τις μη φυσικές και μη αναγκαίες επιθυμίες ο επικούρειος δεν ασχολείται καθόλου.
Αλλά, η παραπάνω γενική Αρχή δεν παύει να είναι μια …γενική Αρχή. Μπορεί να λειτουργεί ως πυξίδα, αλλά στο δια ταύτα, δηλαδή τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε αύριο το πρωί, τα πράγματα αποκτούν μια εμφανή δυσκολία.
Στην εποχή του Επίκουρου η ζωή σίγουρα ήταν πιο απλή. Σε μια καθαρά αγροτική οικονομία ίσως να αρκούσε το να έχεις ένα κτηματάκι και να ξέρεις και μια τέχνη.
Σήμερα όμως στις σύνθετες , παγκοσμιοποιημένες, μεταβιομηχανικές και ψηφιακές κοινωνίες και οικονομίες τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα.
Για να εξασφαλίσει σήμερα κάποιος τα αναγκαία μιας αξιοπρεπούς ζωής, θα πρέπει ενδεχομένως να συνδράμουν παράγοντες έξω από τις δυνάμεις του. Καμιά φορά και έξω από τις δυνατότητες του.
Η αίσθηση όμως της οικονομικής ασφάλειας για το παρόν και το μέλλον, αποτελεί βασική προϋπόθεση όχι μόνο ευζωίας αλλά και ευδαιμονίας. Διότι δημιουργεί όπως μας λέει ο Επίκουρος, μια καταστηματική ηδονή.
Ο Επίκουρος έλυσε ένα μέρος του προβλήματος με τη φιλία. Αν έχεις φίλους τότε έχεις και την απαραίτητη ασφάλεια όπως και η δική σου φιλία με τους άλλους εγγυάται την ασφάλεια των άλλων.
Σε μια παρέα 10 φίλων είναι απίθανο να πτωχεύσουν και οι δέκα. Αν πτωχεύσει ένας τότε εύκολα οι υπόλοιποι εννιά μπορούν να βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος του ενός.
Η φιλία ακόμα και σήμερα παρέχει κάθε είδους ασφάλεια, αλλά όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε δεν αρκεί.
Σήμερα η οικονομική ασφάλεια, η ευθύνη για μια αξιοπρεπή ζωή περνά σε πολύ μεγάλο βαθμό μέσα από τις λειτουργίες της Πολιτείας.
Στο σημείο ΑΥΤΟ, θα πρέπει να αναζητήσουμε το είδος της σχέσης του σημερινού επικούρειου με την πολιτική.
Ο επικούρειος άνθρωπος οφείλει να υποστηρίζει πολιτικές που εξασφαλίζουν όχι μόνο τη δική του ευημερία αλλά και των υπολοίπων. Γνωρίζει πολύ καλά ότι κανένας δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένος και με ασφάλεια σε ένα παλάτι το οποίο βρίσκεται στο κέντρο μιας φαβέλας.
Δυστυχώς ή ευτυχώς είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς για πολιτική οικονομία χωρίς να πολιτικολογήσει. Άλλωστε για το λόγο αυτό η πολιτική οικονομία ονομάζεται …πολιτική οικονομία.
Γιατί ρυθμίζει τις παραγωγικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, με σκοπό να μοιράσει τον πλούτο που οι ίδιοι παράγουν.
Θα αφήσουμε έξω από τη συζήτηση το οικονομικό μοντέλο που διαμοιράζει τον πλούτο με τυχαίο τρόπο. Το μοντέλο που λέει κάντε ότι θέλετε και ο πλούτος θα μοιραστεί έτσι κι αλλιώς.
Σε αυτό το μοντέλο ο άξιος και ο τυχερός μπαίνουν στην ίδια κατηγορία χωρίς να ενδιαφέρει πόσοι θα είναι οι τυχεροί και πόσοι οι άτυχοι. Και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αυτού του μοντέλου για ολόκληρη την κοινωνία και το μέλλον του πλανήτη.
Και γιατί το κάνουμε αυτό;
Γιατί το Επικούρειο σύστημα σκέψης αναγνωρίζει ως κινητήριες δυνάμεις της ζωής την τύχη, την αναγκαιότητα και το νου. Τη βούληση του ανθρώπου δηλαδή. Όχι μόνο την τύχη και καθόλου φυσικά τη μοίρα.
Για να αντιμετωπίσουμε την υπαρκτή πιθανότητα της κακής τύχης του να βρεθούμε χωρίς τα αναγκαία για τη ζωή, αφού έχουμε προηγουμένως αναγνωρίσει την αναγκαιότητα που δημιουργεί το πεπερασμένο των φυσικών πόρων από τους οποίους παράγεται ο πλούτος, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το νου μας, το μυαλό μας για να λύσουμε το πρόβλημα της ορθής και συνετής παραγωγής, διανομής και αναδιανομής του.
Αφήνοντας λοιπόν απέξω τον οικονομικό δαρβινισμό, ως κάτι που δεν συνάδει με τον επικούρειο τρόπο σκέψης, θα μπούμε αναγκαστικά στα χωράφια ενός οικονομικού μοντέλου στο οποίο ο ανθρώπινος νους παρεμβαίνει για να το ρυθμίσει σύμφωνα με το αποτέλεσμα που θέλει να του προσδώσει.
Η διαδικασία αυτή είναι συνάμα και πολιτισμική διαδικασία, γιατί πολιτισμός δεν είναι τίποτα άλλο από τη διαμόρφωση των συνθηκών για τον έλεγχο του απρόβλεπτου είτε της φύσης είτε της τύχης.
Αφού μιλάμε λοιπόν για ρύθμιση, τίθενται τα ερωτήματα:
Ποιο το είδος και ποια η ένταση των ρυθμίσεων αυτών;
Και το κυριότερο, ποιος ακριβώς είναι ο υπεύθυνος για κάτι τέτοιο;
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια στάση για να περιγράψουμε τάχιστα το πεδίο μέσα στο οποίο καλούμαστε να δραστηριοποιηθούμε. Τη γεωγραφία δηλαδή του κοινωνικοοικονομικοπολιτικού χώρου.
Η συνύπαρξη ατόμων δημιουργεί μια κοινωνία.
Η οργανωμένη μορφή και έκφραση μιας κοινωνίας λέγεται Πολιτεία.
Ο μηχανισμός επιβολής της εξουσίας της Πολιτείας, λέγεται κράτος.
Το υποκείμενο μιας κοινωνίας είναι το άτομο και της πολιτείας ο πολίτης.
Το κράτος είναι στενότερη έννοια της Πολιτείας ασχέτως αν ως σύλληψη έχει πιο ολοκληρωμένη μορφή.
Αλλά το συνολικό φαινόμενο της έννομα οργανωμένης συμβίωσης των ανθρώπων, περιέχεται αποκλειστικά και μόνο στον όρο ‘’Πολιτεία’’.
Στη λειτουργία της Πολιτείας συμμετέχουν όλες οι οργανωμένες συλλογικότητες που δεν έχουν αναγκαστικά σχέση με το κράτος, οι οποίες συνυπάρχουν και συμπλέκονται με την ιστορική τους μνήμη μέσα από θεσμούς, ήθη, έθιμα και κάθε είδους συμπεριφορές και ιδεολογίες.
Η οργάνωση άλλωστε της εξουσίας από την αρχή της αποδοχής της δημοκρατικής Αρχής, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη λειτουργία της κοινωνίας ως Πολιτεία.
Και γιατί τα λέμε όλα τα παραπάνω;
Για να καταλάβουμε πόσο επικίνδυνο είναι να βγάλουμε από τη μέση την έννοια της Πολιτείας και να αφήσουμε μόνο την κοινωνία από τη μια πλευρά και το κράτος από την άλλη.
Άσε δε που η επικινδυνότητα αυτή μεγαλώνει αν αποδεχτούμε τη ‘’Θατσερική’’ ρήση ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες αλλά μόνο άτομα!
Άτομα και κράτος.
Αντίληψη που στεγανοποιεί εντελώς την έννοια του κράτους απέναντι σε οτιδήποτε άλλο.
Σε αυτήν την περίπτωση, άτομα και πολίτες περιορίζονται στο ρόλο των υπηκόων, στο ρόλο δηλαδή εκείνων που υπόκεινται στην κρατική βούληση, ασχέτως αν ψηφίζουν μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια.
Υπόκεινται σε ένα κράτος με όλο και πιο θολή πηγή εξουσίας, η νομιμοποίηση της οποίας νομοτελειακά θα είναι δημοκρατικά φθίνουσα.
Η λειτουργία του καθενός ως πολίτη και όχι ως μεμονωμένου ατόμου, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για τη δημιουργία ενός ικανά ρυθμισμένου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτειακού μοντέλου.
Έτσι λοιπόν σαν πολίτης μπορεί να οριστεί η δρώσα σε συλλογικό επίπεδο προσωπικότητα για την επίτευξη ενός σκοπού που θεωρείται ότι εξυπηρετεί την κοινωνία εν συνόλω.
Σε αντίθεση με τον ιδιώτη ο οποίος δρα ως μεμονωμένη προσωπικότητα με γνώμονα το στενό και πρόσκαιρο ατομικό του συμφέρον.
Ο πολίτης γνωρίζει πολύ καλά ότι το ατομικό του συμφέρον συνδέεται στενά και εξαρτάται από το συλλογικό.
Ο επικούρειος πολίτης, ως πολίτης και αυτός, αποδεχόμενος τη παραπάνω λογική, δρα μέσα από οργανωμένες συλλογικότητες, συμμετέχει δηλαδή στα ‘’κοινά’’.
Συμμετέχει σε συλλογικές μορφές δράσεις για την επίτευξη σκοπών που συνάδουν με το επικούρειο πρότυπο ζωής.
Ασχολείται με την σύγχρονη μορφή της πολιτικής, σε αντιπαράθεση με την αρχαία επικούρεια παράδοση της μη ενασχόλησης με αυτήν, γιατί πολιτική σήμερα δεν είναι μόνο η προσπάθεια για την κατάληψη αιρετών θέσεων εξουσίας στον πολιτειακό-κρατικό μηχανισμό, αλλά και η προσπάθεια για τη διαμόρφωση των κοινωνικών συνθηκών οι οποίες θα οδηγήσουν στη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων για τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Πολιτικό είναι το οτιδήποτε συμβαίνει έξω από την πόρτα του σπιτιού μας.
Αφού λοιπόν αναγνωρίσουμε την επιρροή του πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος σε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όπως αυτό της εξασφάλισης των αναγκαίων για τη ζωή, θεωρούμε ότι κανείς δεν πρέπει να το αφήνει ή στην τύχη ή σε άλλους.
Παράλληλα με τις ατομικές προσπάθειες για τη βελτίωση της ζωής μας, δρούμε για να υπάρχουν και οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να μην βρεθεί ποτέ κανείς σε δύσκολη οικονομική θέση, σε θέση ανέχειας.
Το σημερινό οικονομικό μοντέλο με τον τρόπο που διανέμει τον πλούτο δεν ενδιαφέρεται να εξαλείψει τις αιτίες της φτώχειας, τις αιτίες της ανέχειας και της ανισότητας που παράγει. Έρχεται εκ των υστέρων επικουρικά, πατερναλιστικά, γραφειοκρατικά και τις περισσότερες φορές αναποτελεσματικά με πολιτικές αναδιανομής να κλείσει τις τρύπες που το ίδιο ανοίγει.
Το κοινωνικό κράτος και το κράτος πρόνοιας, που εκτελεί την παραπάνω πολιτική και η οποία βασίζεται στην αναδιανομή του εισοδήματος (με συμπεριφορά τις περισσότερες φορές ως φιλόπτωχου ταμείου), δεν πρέπει να είναι επιλογή. Ή τουλάχιστον αποκλειστική επιλογή.
Η πολιτική του ‘’Όταν βρεθείς σε ανάγκη και αφού αποδείξεις πρώτα ότι την έχεις, θα λάβεις ότι προβλέπεται αν προβλέπεται ’’ είναι πολιτική που συντηρεί την ανασφάλεια και τον φόβο που προκύπτει από αυτή.
Μόνο η αλλαγή του τρόπου διανομής του πλούτου και του εισοδήματος πρωτογενώς με την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων είναι ο τρόπος που μετατρέπει το κοινωνικό κράτος σε Κράτος της Κοινωνίας.
Το Κράτος της Κοινωνίας λοιπόν οφείλει να είναι το μελλοντικό οραματικό κοινωνικοοικονομικό μας σχέδιο, όσων φυσικά οραματίζονται μια κοινωνία η οποία θα θέλει να μοιράζει τον παραγόμενο πλούτο σε ολόκληρο το φάσμα της, ανάλογα με τις ανάγκες και την προσπάθεια του καθενός.
Ο τρόπος με τον οποίο θα θέλουμε να ζήσουμε θα πρέπει να μας οδηγεί στο οικονομικό μοντέλο και όχι το αντίστροφο.
Στο σημείο αυτό όμως οφείλουμε μια σημαντική διευκρίνιση. Η παραπάνω ανάλυση δεν έχει καμία σχέση και απέχει παρασάγγας από κάθε είδους ταξική ανάλυση. Για τον απλούστατο λόγο ότι στη δική μας περίπτωση, την επικούρεια, η παραγωγή και η διανομή των αναγκαίων αγαθών δεν είναι αυτοσκοπός. Η ζωή δεν τελειώνει εκεί. Είναι ένα μέσο για τον καθαυτό σκοπό που δεν είναι άλλος από μια ευτυχισμένη, ευδαιμονική, ηδονική ζωή.
Μια ζωή με απονία του σώματος και αταραξία του νου.
Το επικούρειο οικονομικό μοντέλο, αν μπορούμε να πούμε μια τέτοια έκφραση, είναι πολύ πιο ευρύ σε περιεχόμενο, αξίες και προϋποθέσεις από οποιοδήποτε οικονομικό μοντέλο έχει εφαρμοστεί μέχρι τώρα.
Κάθε φιλοσοφία, κάθε θεωρεία πρέπει να υπάρχει για να κάνει καλύτερη την ζωή μας, την καθημερινότητα μας, αλλιώς δεν έχει νόημα να υπάρχει όπως λένε οι επικούρειοι.
Στο παραπάνω πλαίσιο λοιπόν, θα επιχειρήσουμε να έρθουμε σε σύγκρουση με δύο έννοιες εφαρμοσμένης πολιτικής, που κυριαρχούν στη σημερινή οικονομική σκέψη.
Κάτι τέτοιο το θεωρούμε αναγκαίο, διότι αν δεν παρουσιαστούν όλες τις εναλλακτικές λύσεις για όλα τα προβλήματα πως θα καταλήξουμε στις καλύτερες αποφάσεις;
Η κυριαρχούσα άποψη για την οικονομία ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, πέρα από αυτό που ζούμε σήμερα, η λεγόμενη ΤΙΝΑ, Θατσερικής έμπνευσης και αυτή, κανονικά θα έπρεπε να προσβάλει τη νοημοσύνη μας και όχι να είναι κυρίαρχη.
Οι έννοιες λοιπόν με τις οποίες θα αντιπαρατεθούμε είναι αυτή της ανάπτυξης και του δείκτη ΑΕΠ που τη συνοδεύει και η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ανάπτυξη λοιπόν:
Για να προχωρήσουμε στο θέμα της αναπτυξιακής διαδικασίας απαιτείται να βάλουμε δύο θεμέλιους λίθους, πάνω στους οποίους θα πρέπει να στηρίζεται κάθε είδους ανάπτυξη.
Πρώτον: Την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους (ανάπτυξη για όλους δηλαδή) αλλά και την ισότητα, την ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και στον άνθρωπο, ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση.
Δεύτερον: Την κατάργηση της δυνατότητας κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο, από την άνιση κατανομή του πλούτου που φέρνει η ανάπτυξη.
Σήμερα η έννοια της ανάπτυξης περιορίζεται στην αύξηση της αξίας των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγουμε.
Είναι ένα νούμερο, ένας αριθμός, ένα νομισματικό ποσό που δηλώνει την αξία των αγαθών που παράγονται μέσα σε μια χρονική περίοδο, το λεγόμενο ΑΕΠ.
Πλούτο όμως, με αυτήν την έννοια παράγει η και η κατασκευή μια βόμβας που θα σκοτώσει ανθρώπους, πλούτο παράγει και ο εκδότης ενός χρηματοοικονομικού προϊόντος που συνήθως είναι ‘’φούσκα’’ από τη γέννηση του και θα καταστρέψει νοικοκυριά και επιχειρήσεις!
‘’Το ΑΕΠ μετρά τα πάντα, εκτός από όσα κάνουν την ζωή να αξίζει’’, μία φράση του Robert Kennedy, πέρα για πέρα αληθινή.
Ο δείκτης αυτός αποτυγχάνει να συμπεριλάβει μια σειρά από παραμέτρους που έχουν καταφανέστατη σημασία στην ποιότητας ζωής, στην ευημερία των πολιτών και στην προστασία του πλανήτη.
Αδυνατεί να συμπεριλάβει μεγέθη όπως την άμισθη εργασία των νοικοκυρών και των μητέρων, την εθελοντική εργασία, την αγοραστική δύναμη του μισθού, τις επενδύσεις κεφαλαίου, τις νοσοκομειακές κλίνες και τους γιατρούς ανά μονάδα πληθυσμού, τον αριθμό των εκπαιδευτικών, των σχολείων και την ποιότητα του αναλυτικού προγράμματος των σχολικών σπουδών, το χρόνο διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων, τον χρόνο εργασίας, τον ελεύθερο χρόνο, την κοινωνική δραστηριότητα, την πρόληψη των πυρκαγιών, την εξασφάλιση εργασιακής ασφάλειας, την παραβατική συμπεριφορά, τη ρύπανση του περιβάλλοντος κλπ.
Η αύξηση του ΑΕΠ λοιπόν έχει μηδενική κοινωνική σημασία.
Αν 100 άνθρωποι έβγαλαν 100 ευρώ περισσότερα και ο ένας πήρε τα 90 και οι υπόλοιποι 99 μοιράστηκαν τα 10, τι ακριβώς μετρά το ΑΕΠ;
Διαιρέστε το φετινό ΑΕΠ των 200δις με τα 10 εκ των Ελλήνων. Αναλογεί 20.000 ευρώ στον καθένα. Δηλαδή μια τετραμελή οικογένεια θα έπρεπε να εισπράττει μέση ετήσια αξία 80.000 ευρώ!!!
Συγκρίνετε το με την πραγματικότητα.
Αν καταργούνταν όλες οι φοροαπαλλαγές στην Ελλάδα, ύψους 12,88δις ευρώ σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2023, από τις οποίες δεν χρειάζεται να σας πω ποιοι λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος, και το ποσό αυτό επέστρεφε στην κοινωνία με τη μορφή ενός βασικού, καθολικού, ατομικού, τακτικού και άνευ όρων εισοδήματος (έννοια που αξίζει να ψάξετε στο διαδίκτυο και τη βιβλιογραφία για το τι σημαίνει και το πόσες κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις απελευθερώνει), τότε κάθε Έλληνας και Ελληνίδα από τη γέννηση του μέχρι τη συνταξιοδότηση του θα είχε μηνιαίο εισόδημα 133,83 ευρώ.
Δηλαδή μια τετραμελή οικογένεια θα είχε σε κάθε περίπτωση 535,32 ευρώ MONIMO μηνιαίο εισόδημα, από τη γέννηση του καθενός και της καθεμιάς και εφόρου ενεργούς εργασιακής ζωής. Το ταμείο ανεργίας και το 90% του κράτους πρόνοιας μαζί με τις γραφειοκρατίες τους θα ήταν αχρείαστα. Και τα έσοδα από την οικονομία της μη ύπαρξης τους θα μπορούσαν να κάνουν το βασικό εισόδημα ακόμα μεγαλύτερο.
Είναι οι εναλλακτικές που λέγαμε παραπάνω.
Αλλά η αλλαγή του επικρατούντος δείκτη (του ΑΕΠ) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ένας δείκτης ποιότητας ζωής (υπάρχουν και αυτοί οι δείκτες που ενσωματώνουν ή ενσωματώνονται στο ΑΕΠ), αν και λογική αλλαγή, προσκρούει στο τρέχον status-quo.
Σαν πολιτικό σύνθημα η ιδέα είναι εύληπτη. Ο καθένας μπορεί να υιοθετήσει ένα αίτημα για βελτίωση της ποιότητας της ζωής. Ωστόσο μια τροποποίηση του ΑΕΠ ως ρυθμιστικού παράγοντα της οικονομικής και πολιτικής ζωής, απαιτεί ισχυρή ρήξη με το ισχύον καθεστώς.
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας αλλαγής θα είναι τεράστιες. Η στόχευση καταρχήν θα παραμείνει η ίδια:
Αύξηση του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι επενδύσεις και γενικά οι δραστηριότητες που θα πραγματοποιούνταν θα έπρεπε προκειμένου να βελτιώνουν το νέο δείκτη, παράλληλα να βελτιώνουν και την ποιότητα ζωής.
Μια τέτοια αντίληψη θα έθετε άμεσα φραγμό και σε κάθε κακή πρακτική σε σχέση με το περιβάλλον.
Θα δημιουργούνταν ένα νέο είδος ανάπτυξης, η οποία θα μοιραζόταν μεταξύ της οικονομικής μεγέθυνσης και της βελτίωσης της ποιότητας ζωής.
Η υιοθέτηση μιας τέτοιας πολιτικής οδηγεί στην κοινωνικοποίηση των κερδών και η άμεση απόρριψη της σε πολιτικό επίπεδο θα σήμαινε πολιτική αυτοχειρία.
Για το λόγο αυτό ας μην περιμένουμε ποτέ μια τέτοια αλλαγή να έρθει από πάνω προς τα κάτω.
Το πεδίο στο οποίο αυτή μπορεί να ευδοκιμήσει είναι μέσω δυναμικών και πολυεπίπεδων κοινωνικών κινημάτων και προσπαθειών.
Βιώσιμη ανάπτυξη:
Η ανάπτυξη που βασίζεται στη μεγέθυνση δεν είναι συμβατή με την προστασία του πλανήτη. Τα οικολογικά κινήματα και όχι μόνο, με ισχυρότερο το κίνημα της απομεγέθυνσης, αντιτίθενται σθεναρά στην πράσινη ή όπως συχνότερα αποκαλείται βιώσιμη ανάπτυξη, διότι η βιώσιμη ανάπτυξη λέει πως μπορούμε να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε τον τρόπο της ζωής μας και να αυξάνουμε τον πλούτο μας και να είμαστε ταυτόχρονα ικανοί να αναδημιουργούμε τους φυσικούς πόρους που καταναλώνουμε.
Να είμαστε τόσο αποδοτικοί στην κατανάλωση ενέργειας και στη χρήση των πρώτων υλών ώστε ο αντίκτυπος του πολιτισμού στο περιβάλλον να περιοριστεί ή να εκμηδενιστεί.
Οι θιασώτες της βιώσιμης ανάπτυξης εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους σε νέες ανύπαρκτες ακόμα τεχνολογίες και στη μετάβαση σε νέες πηγές ενέργειας τις οποίες θεωρούν εκ προοιμίου καθαρές και ανεξάντλητες, πριν καν αυτές επιτευχθούν. Θεωρούν ότι η μελλοντική τεχνολογία θα λύσει τα σημερινά προβλήματα και παραγνωρίζουν την καταστροφή που συντελείται στο τώρα.
Συνεπώς ο όρος ‘’βιώσιμη ανάπτυξη’’ είναι σχήμα οξύμωρο. Είναι μια αντίφαση. Και μια τέτοιου είδους ανάπτυξη, που είναι ουσιαστικά υλική, δεν μπορεί παρά να ΜΗΝ είναι βιώσιμη.
Η λύση οφείλει να προσανατολίζεται σε όρους ποιότητας και όχι ποσότητας. Να απεγκλωβιστεί από το πλαίσιο και τη λογικής της οικονομικής μεγέθυνσης και να προσεγγίσει τη λογική της λιτής αφθονίας για όλους.
Οι απαιτούμενες αλλαγές για όλα τα παραπάνω δεν βρίσκονται μόνο στο επίπεδο των θεσμών.
Το πρόβλημα είναι τόσο βαθύ που δεν αρκεί μια πολιτική, κοινωνική ή οικονομική αλλαγή.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια βαθιά αλλαγή παραδείγματος.
Μια βαθιά αλλαγή του ίδιου του ανθρώπινου όντος. Το ανθρωπολογικό δεν είναι ανεξάρτητο από το πολιτικό, το κοινωνικό ή το οικονομικό.
Δεν υπάρχει αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών δίχως αλλαγή της κουλτούρας και του τύπου ανθρώπου που τη δημιουργεί.
Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη συνεισφορά του Επικουρισμού στη σημερινή εποχή.
Ο Επικούρειος Άνθρωπος, είναι ο ανθρωπολογικός τύπος που απαιτούν οι νέες συνθήκες.
Η επικούρεια φιλοσοφία, το επικούρειο πρότυπο ζωής και σκέψης διαθέτει το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ο ανθρωπολογικός τύπος που θα οδηγήσει στην αλλαγή.
Ένας ανθρωποχαρακτήρας ενεργού πολίτη, με αυτεξούσιο χαρακτήρα, συνειδητοποιημένο, εξοπλισμένο με πραγματική δυνατότητα δράσης, ικανό να ζήσει με λιγότερα αλλά καλύτερα, γνώστη των πραγματικών του συμφερόντων.
Η συνεισφορά του σύγχρονου Επικουρισμού είναι ανεκτίμητη.
Παρουσιάζεται μια δεύτερη ευκαιρία στην ανθρωπότητα.
Μια ευκαιρία ενός δεύτερου διαφωτισμού.
Αν ο πρώτος μας οδήγησε στη δημοκρατία, ο δεύτερος θα πρέπει να επανιδρύσει τη δημοκρατία.
Να την επανιδρύσει με θεσμούς και αξίες ώστε τα συμφέροντα όλων όχι μόνο να ακούγονται αλλά και να εξυπηρετούνται.
Τι θα γίνει τελικά; Μα φυσικά θα γίνει …αυτό το οποίο μας αξίζει.
*Οικονομολόγος , Μέλος Πολιτικής Επιτροπής ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ