Oκαθένας μπορεί να διαλέξει. Άλλοι το θεωρούν σατανική σύμπτωση και άλλοι ως απόδειξη της στενής σχέσης, που έχει το ποδόσφαιρο με την πολιτική. Σε κάθε περίπτωση οι επιδόσεις της εθνικής ομάδας της Γερμανίας, ειδικά στα Μουντιάλ συμβαδίζουν ή αντικατοπτρίζουν την συνολική κατάσταση στη χώρα. Ο πρόωρος αποκλεισμός της από τη φετινή διοργάνωση στο Κατάρ έδειξε μια ομάδα που θυμίζει λίγο την κυβέρνησή της, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση που πηγάζει από το παρελθόν και την αμηχανία της απέναντι σε ένα κόσμο που αλλάζει.
Η Γερμανία έχει επικριθεί για την υπεροψία της, τις εγωϊστικές της επιλογές αλλά ειδικά από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία αδυνατεί να δικαιολογήσει τις επιλογές της που μοιάζει να μην τις πιστέυει και η ίδια. Δεν είναι σε θέση να παίξει το ρόλο της «ατμομηχανής της Ευρώπης», που θα την οδηγήσει σε μια αυτόνομη και αποτελεσματική πορεία. Η ομάδα του Χάνζι Φλικ, όπως εκείνη του Ολαφ Σολτς μοιάζει να διαθέτει κάποια ταλέντα με μέλλον, όπως ο 19χρονος Τζαμάλ Μουσιάλα, αλλά μοιάζει ασύνδετη, αναποτελεσματική, συχνά αυτοκαταστροφική και χωρίς αυτό το περιβόητο «Teamgeist» το ομαδικό πνεύμα, που την έκανε να ξεχωρίζει στο παρελθόν.
Όταν έχεις τρια «μπλοκ» στην κυβέρνηση τα πράγματα δεν είναι απλά και το ισχυρότερο, του σοσιαλδημοκρατικού SPD στο κυβερνητικό σχήμα, όπως εκείνο της Μπάγερν Μονάχου που αποτέλεσε τη ραχοκοκκαλιά του ποδοσφαιρικού σχήματος στο Κατάρ δεν διανύουν και τις καλύτερες μέρες τους. Και η γερμανική κοινωνία μοιάζει αμήχανη και ανασφαλής απέναντι στην κρίση που όλοι προβλέπουν για τον χειμώνα, όπως οι αμυντικοί της ομάδας απέναντι στους θρασείς επιθετικούς της Ιαπωνίας.
Τώρα αναζητείται ένας νέος προσανατολισμός ενόψει των προκλήσεων του μέλλοντος. Και οι ηγετικές ικανότητες τόσο του Φλικ όσο και του Σολτς δεν πείθουν τους πάντες. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που η πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται στα αποτελέσματα του ποδοσφαιρικού συνόλου. Ειδικά σε εκείνα που έφεραν ευφορία και άλλαξαν το κλίμα στη χώρα.
Ο θρίαμβος του 2014
Το Μουντιάλ του 2014 μοιάζει σήμερα πολύ μακρινό. Τότε η «Νατσιονάλ-Μάνσαφτ» είχε θριαμβεύσει μέσα στη Βραζιλία, αφού πρώτα είχε διασύρει την οικοδέσποινα Βραζιλία. Η Γερμανία του ποδοσφαίρου ήταν το αφεντικό παγκοσμίως και η Γερμανία της πολιτικής καθόριζε τις τύχες των υπολοίπων Ευρωπαίων εν μέσω μνημονίων.
Η Μέρκελ ήταν στο απόγειο της δόξας της και λίγο αργότερα ο Μπαράκ Ομπάμα θα την έχριζε ως διάδοχό της στη θέση του πλανητάρχη. Η αυτοπεποίθηση των παικτών του Γιόακιμ Λεβ μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στα Γιούρογκρουπ. Το κλίμα στη χώρα ήταν ανάλογο.
Ο μέσος Γερμανός πίστευε ότι μπορεί να διδάξει στους υπολοίπους κατοίκους του πλανήτη και «μπαλίτσα», αλλά και την αξία που έχουν αρετές όπως η «εγκράτεια και η αποταμίευση».
Το καλοκαιρινό όνειρο του 2006
Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα του Μουντιάλ του 2006, που είχε φιλοξενηθεί στην ίδια τη Γερμανία. Η τότε νεανική ομάδα δεν φιλοδοξούσε να κατακτήσει το τρόπαιο, αλλά να βάλει υποθήκη για το μέλλον. Όπως ακριβώς και η Μέρκελ που είχε εκλεγεί ένα χρόνο νωρίτερα και την χαρήκαμε με τα πολύχρωμα σακκάκια της στα γήπεδα να απολαμβάνει τους αγώνες και να χαμογελά ενθουσιασμένη, όπως ποτέ δεν την είδαμε σε σύνοδο κορυφής. Το 2006 ήταν όμως και το Παγκόσμιο Κύπελλο της απενοχοποίησης του «κακού Γερμανού».
Σε όλες τις πόλεις της χώρας οι πολίτες δεν ντράπηκαν να βγουν στους δρόμους, τυλιγμένοι με σημαίες, ένα προνόμιο που μέχρι τότε είχαν μόνο οι εθνικιστές νοσταλγοί του παρελθόντος. Τα αγγλόφωνα ΜΜΕ έγραψαν για τον «καλό Γερμανό» που παρουσίασε στον πλανήτη μια χώρα ανοικτή στον κόσμο, φιλόξενη και χαμογελαστή. Οι παίκτες χαίρονταν το παιχνίδι, οι πολιτικοί γελούσαν στις εξέδρες και οι πολίτες τραγουδούσαν σε παρέες στις πλατείες.
Το Μουντιάλ της επανένωσης (1990)
Το συναίσθημα δεν ήταν το ίδιο το 1990. Η Γερμανία κατέκτησε το Μουντιάλ μέσα στην Ιταλία, λίγους μήνες μετά την πτώση του Τείχους και λίγες εβδομάδες πριν την επίσημη ενοποίησή της. Αυτοί που παραληρούσαν στους δρόμους ήταν άνθρωποι από τον δεξιό χώρο και πέρα. Το νικητήριο πέναλτι του Μπρέμε απέναντι στην Αργεντινή, έφερε το τρόπαιο και ξύπνησε φόβους για την επιστροφή μιας αλαζονικής και ισχυρότερης από όσο θα έπρεπε χώρας. Ακόμα και προοδευτικοί Γερμανοί έδειχναν να τρομάζουν από αυτό το κλίμα εθνικής ευφορίας.
Οι διαβεβαιώσεις του «άγαρμπου» καγκελάριου Κολ, που θριάμβευσε αργότερα στις εκλογές, ακριβώς λόγω του γενικότερου κλίματος, ότι η νέα ενωμένη πατρίδα δεν θα στραφεί εναντίον κανενός άλλου στην Ευρώπη δεν τους καθησύχασαν όλους και σήμερα, 32 χρόνια μετά αντιμετωπίζονται ως αυτό που ήταν. Προφορικές, περιστασιακές και τελικά μη δεσμευτικές.
Το Μουντιάλ των δύο Γερμανιών (1974)
Δεκαέξι χρόνια νωρίτερα υπήρχαν ακόμα και οι δύο Γερμανίες. Η μοίρα το έφερε μάλιστα να συναντηθούν επί δυτικογερμανικού εδάφους, με την Ανατολική Γερμανία να πετυχαίνει μια ιστορική νίκη, με 1-0 που λειτούργησε ως ηλεκτροσόκ για τους «αλαζόνες» Δυτικούς. Ο διστακτικός προπονητής Χέλμουτ Σεν εκπροσωπούσε το συντηρητικό πνεύμα της εποχής αμέσως μετά τη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση.
Οι παίκτες της Μπάγερν ήταν και πάλι που ανέλαβαν δράση. Ο «γαλαζοαίματος» Μπέκενμπαουερ, ο Μαοϊκός Μπράιτνερ, ο μεγαλοαστός Ούλι Χένες και ο «εκτελεστής» Γκερντ Μίλερ ήταν κάτι σαν εκφραστές ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Αυτοί έβγαζαν πλέον την 11αδα και τις τακτικές. Κατάφεραν να κερδίσουν τους εκπροσώπους του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου» Ολλανδούς του Γιόχαν Κρόιφ, εκμεταλλευόμενοι και τη δύναμη της έδρας μέσα στο Μόναχο.
Ηταν ένα δείγμα ψυχρού ρεαλισμού, στοχοπροσήλωσης και αποτελεσματικότητας, που για πολλούς θα γίνονταν έννοιες ταυτόσημες με την γερμανική νοοτροπία.
Το θαύμα της Βέρνης (1954)
Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι, κινηματογραφική ταινία έχει γίνει μόνο η πρώτη κατάκτηση Μουντιάλ από την ομάδα με τον στο στήθος. Το 1954 στη Βέρνη της Ελβετίας συντελέστηκε ένα «θαύμα» με τους Γερμανούς να κερδίζουν ανέλπιστα με 3-2 τους Ούγγρους του Φέρεντς Πούσκας, που μέχρι τότε έμοιαζαν ανίκητοι. Eίχαν ηττηθεί από τους ίδιους εύκολα με 8-3 στη φάση των ομίλων και κανείς δεν τους υπολόγιζε.
Βρέθηκαν να χάνουν με 0-2 στο 8’ λεπτό, αλλά επέστρεψαν. Η νίκη αυτή θεωρήθηκε ως μια απόδειξη της δύναμης της θέλησης, της αυτοθυσίας και της πειθαρχίας, αλλά και εύνοια της τύχης, αφού η βροχή που είχε μετατρέψει το γήπεδο σε βάλτο ευνόησε τους σκληροτράχηλους παίκτες του Ζεπ Χέρμπεργκερ, απέναντι στους τεχνίτες Μαγυάρους.
Ηταν όμως και η επιβεβαίωση μιας γερμανικής πατέντας από τον Αντι Ντάσλερ, που αποφάσισε να βάλει βιδωτές πλαστικές «τάπες» στα χοντροκομμένα τότε ποδοσφαιρικά παπούτσια. Εννιά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου η ντροπιασμένη από το ναζισμό και ηττημένη Γερμανία, μπόρεσε μετά από την αναπάντεχη αυτή νίκη να ανακαλύψει ένα καινούριο εαυτό της, να κοιτάξει πάλι τη νέα ειρηνική Ευρώπη με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Θα ακολουθούσαν τα χρόνια του «οικονομικού θαύματος», υπό την καγκελαρία του Κόνραντ Αντενάουερ.
‘Πολλοί πιστεύουν ότι ακριβώς αυτή η νίκη ένωσε πάλι τους Γερμανούς τους έδωσε την ευκαιρία να ταυτιστούν με μια πατρίδα, που κουβαλούσε την ενοχή για τα εκατομμύρια νεκρών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Oι καταγγελίες των Ούγγρων για ένα από τα πρώτα κρούσματα ντόπινγκ δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ και δεν απασχόλησαν ποτέ τα πλήθη που υποδέχτηκαν το τρένο των «ηρώων» μέσα σε πατριωτικό πανδαιμόνιο. Η Γερμανία είχε γίνει πάλι χώρα. «Κανονική» θα την βάφτιζαν αργότερα.
Πηγή : https://www.avgi.gr