Ο Γιάννης Λούλης γράφει για την παρακμή των κομματικών μικρόκοσμων στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα.
Είναι προφανές πως οι σύγχρονες καπιταλιστικές δημοκρατίες περνούν κρίση. Αυτό είναι το έναυσμα για τον επικοινωνιολόγο, πολιτικό αναλυτής και συγγραφέα, Γιάννη Λούλη, ο οποίος στηλιτεύει την παρακμή των «πολιτικών μικρόκοσμων».
Χαρακτηριστικά, ο ίδιος σε σχετικό άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» επισημαίνει πως υπάρχει ένδεια σημαντικών προσωπικοτήτων στον χώρο της πολιτικής μιας και, σύμφωνα με τον Γιάννη Λούλη, «οι ικανοί και επιτυχημένοι επαγγελματικά, με ανήσυχα μυαλά, βάθος και εύρος σκέψης, το τελευταίο στο οποίο προσβλέπουν είναι η εμπλοκή τους στο χώρο της πολιτικής».
Μάλιστα, ο Γιάννης Λούλης αναφέρεται και στο παράδειγμα της τέως Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, που εθεωρείτο ως η «αποθέωση της ήρεμης σοφίας» αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, αποδείχθηκε ως «η πιο υπερτιμημένη ηγεσία των καιρών μας», σύμφωνα με Γερμανό σχολιαστή, εφόσον το Βερολίνο εξαρτάται ενεργειακά σε μεγάλο βαθμό από τη Μόσχα.
Ολόκληρο το άρθρο του Γιάννη Λούλη
«Αν κοιτάξουμε ευρύτερα τον χώρο της πολιτικής, κυρίως σε σχέση με τις δημοκρατίες, τι θα παρατηρήσουμε στην εποχή μας; Τα πράγματα είναι απλά: Περισσότερο ή λιγότερο, οι δημοκρατίες περνούν μια κρίση. Μερικές φορές, είναι πιο βουβή. Σε άλλες περιπτώσεις, είναι πιο κραυγαλέα και έντονη. Πάντως, συνολικά, συνειδητοποιούμε πως ειδικά οι πιο έντονες κρίσεις, δύσκολα μπορούν να αναστραφούν. Αυτές οι τελευταίες, συνήθως, πηγάζουν από την καρδιά του χώρου της πολιτικής: Μια καρδιά, η οποία οδηγεί στον μικρόκοσμο του χώρου αυτού! Εδώ, λοιπόν, επωάζονται οι τοξικότητες. Εδώ πολλαπλασιάζονται. Εδώ ριζώνουν. Και από δω, δεν ξεριζώνονται εύκολα.
Γιατί όμως κάνουμε λόγο για κάποιο «μικρόκοσμο»; Και γιατί η ύπαρξη του μικρόκοσμου αυτού, θα πρέπει να μας ανησυχεί; Στις καπιταλιστικές δημοκρατίες, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται και ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται μια νέα πραγματικότητα σε σχέση με το πολιτικό προσωπικό. Αυτό, άλλωστε, θα έπρεπε να είναι η ποιοτική σπονδυλική στήλη του όποιου πολιτικού συστήματος. Ποια είναι όμως η ωμή πραγματικότητα στο σημείο αυτό; Δύο είναι τα επίπεδά της: Το πρώτο που είναι το πιο ορατό επίπεδο, αφορά την τραγική απουσία στοιβαρών και πραγματικά ικανών ηγετών. Τέτοια ένδεια είχε χρόνια να εμφανισθεί! Παράλληλα, το ευρύτερο πολιτικό προσωπικό των δημοκρατιών στις μέρες μας, αποτελείται από ένα άθροισμα ασήμαντων προσωπικοτήτων. Καθώς, οι ικανοί και επιτυχημένοι επαγγελματικά, με ανήσυχα μυαλά, βάθος και εύρος σκέψης, το τελευταίο στο οποίο προσβλέπουν, είναι η εμπλοκή τους στο χώρο της πολιτικής! Έναν χώρο, που διαθέτει ως δεδομένο ένα έντονα παθολογικό πολιτικό κλίμα. Το οποίο, με τη σειρά του, αντί να διευρύνει τη σκέψη, τη συρρικνώνει, και συχνά την πνίγει. Με καταστροφικά αποτελέσματα.
Σε αυτό το σημείο, και πριν πάμε σε ένα επόμενο επίπεδο, ας σταθούμε σε ένα μύθο που για χρόνια καλλιεργήθηκε συστηματικά. Αφορά τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ, που παρέμεινε πρωθυπουργός για 16 ολόκληρα χρόνια. Ενώ, όλο το σχετικό διάστημα, διαβαίνοντας μέσα σε διάφορες κρίσεις, φάνταζε ως η αποθέωση της ήρεμης σοφίας. Επρόκειτο, τελικά όμως περί απόλυτου μύθου, που από καιρό είχε αποκαλύψει ο κορυφαίος Γερμανός σχολιαστής (Financial Times και Spectator) Wolfgang Munchay. Αποκορύφωμα μοιραίου στρατηγικού λάθους της Μέρκελ ήταν η υπερ-εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο. Εδώ είχαμε μια τραγική μονομανία της Μέρκελ και την αυταπάτη της ότι θα ήλεγχε «τις διαδρομές του Πούτιν». O Munchay σε καταλυτικό άρθρο του στις 3-7-2021 θύμιζε πως από καιρό είχε περιγράψει τη Μέρκελ «ως την πιο υπερτιμημένη ηγεσία των καιρών μας». Και τελικά, δικαιώθηκε πλήρως.
Η Μέρκελ, ατάραχη και υποτίθεται «ψύχραιμη», ζούσε σε έναν φαντασιακό κόσμο, ενός κομματικού συστήματος που έμοιαζε αποχαυνωμένο στις βεβαιότητές του. Η ίδια, υπερεμπιστευόταν τον Πούτιν. Αυταπατάτο πως είχε μια «ειδική σχέση» μαζί του. Ο συνασπισμός των παραδοσιακών γερμανικών κομμάτων (CDU, SPD), με μετριότατο πολιτικό προσωπικό, την ακολουθούσε τυφλά. Παράλληλα, η Μέρκελ είχε γύρω της μετριότατους κόλακες και τον αντίστοιχο μικρόκοσμο. Τοποθέτησε, την απόλυτη μετριότητα της Βον Ντερ Λέγιεν ως ηγέτιδα της ΕΕ. Ποια ήταν λοιπόν η κληρονομιά των 16 χρόνων της; Ήταν μια «χαμένη κληρονομιά», γράφει ο Munchay.
Αν, πάντως, η Μέρκελ είναι η υποτιθέμενη ηγετική ευρωπαϊκή μορφή σχεδόν μιας εικοσαετίας με την ασημαντότητά της, τι συγκρίσεις μπορεί να γίνουν με τις μεγάλες πολιτικές μορφές που μετά τον πόλεμο, αναστήλωσαν τη δημοκρατική Δυτική Ευρώπη από τα ερείπιά της, πολιτικοί όπως οι Τσώρτσιλ και Άτλυ (ενός πρότυπου κράτους πρόνοιας) στην Αγγλία, ο Αντενάουερ στη Γερμανία και ο Ντε Γκωλ στη Γαλλία; Για να ακολουθήσουν οι Κολ, Μιττεράν και Ουΐλσον, πριν, βεβαίως, πέσει το πέπλο μετριότητας που σκέπασε τα πάντα.
Είναι λοιπόν παράδοξο που ικανοί, δημιουργικοί και φιλόδοξοι ηγέτες (με την καλύτερη έννοια του όρου) αναζητούν άλλες διαδρομές από τον μίζερο χώρο της πολιτικής; Από την άλλη πλευρά, δεν είναι φυσικό οι λιγότεροι ικανοί και δημιουργικοί να κλείνονται στα τείχη του μαραζωμένου μικρόκοσμου της πολιτικής; Και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που επέλεξαν το στόχο αυτό, δεν είναι φυσικό να ανέχονται μόνο τους ομοίους τους, και παράλληλα να κλείνουν τις όποιες διόδους στους ικανούς και ταλαντούχους; Έτσι, διαμορφώνεται, λοιπόν ένας φαύλος κύκλος μετρίων. Που απωθούν τους ικανούς. Βεβαίως στις ηγεσίες των κομμάτων, μπορούν να αναρριχηθούν πολιτικοί χαρισματικοί επικοινωνιακά. Όμως επί της ουσίας, και αυτοί θα είναι στην πράξη μέτριοι και κούφιοι! Τέτοια παραδείγματα εμφανίζονται, όχι σπάνια, σε δημοκρατίες και με μακρά παράδοση,καθώς στην εποχή μας, η ρηχότητα, για κάποιο διάστημα επιβιώνει μέσα από μια γυαλιστερή επιφάνεια. Μέχρι να αποκαλυφθεί η απόλυτη ρηχότητά της. Στην εποχή μας, άλλωστε, είναι σύνηθες κούφιοι, λαϊκιστές και ρηχοί να επιπλέουν. Έστω και για λίγο.
Έτσι λ.χ. στη Βρετανία, είχαμε πρόσφατα το σύμπτωμα δύο υπερφιλόδοξων πολιτικών, του Κάμερον και του Τζόνσον, νέων σε ηλικία, και αποφοίτων σχολών των κοινωνικών ελίτ και των αντίστοιχων πανεπιστημίων. Ούτε ήταν τυχαίο πως η εμπλοκή τους στην πολιτική, στηρίζονταν όχι σε ένα συγκροτημένο και ώριμο χαρακτήρα, αλλά σε μια επιφανειακότητα, που ελκύει τυχοδιωκτικές ροπές! Έτσι, οι δυο αυτοί γνώριμοι, λειτούργησαν καταστροφικά για τη χώρα τους, αλλά και για τον εαυτό τους. Ο Κάμερον, που δεν εργάσθηκε ποτέ στον ιδιωτικό τομέα, αναρριχήθηκε από το Συντηρητικό Κόμμα στην Πρωθυπουργία νεότατος, και με αχαλίνωτη επιπολαιότητα, δρομολόγησε το δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη της Βρετανίας της ΕΕ. Τούτο το έχασε πανηγυρικά και αυτοκαταστροφικά για τη χώρα του! Στο αντίθετο στρατόπεδο, υπέρ του Brexit έσπευσε να τοποθετηθεί ο Τζόνσον, και κατέληξε σε μια καταστροφική πρωθυπουργία και στον εξαναγκασμό, από το κόμμα του, σε παραίτηση.
Μια γενικότερη διαπίστωση λοιπόν, που αφορά την εποχή μας, είναι πως οι κοινωνίες, ειδικά οι πιο δυναμικές, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τους κομματικούς μικρόκοσμους, έχοντας προφανώς διαφορετικές προτεραιότητες. Από την άλλη πλευρά, ο χώρος της πολιτικής, επί της ουσίας, κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Με τον οποίο συχνά συνομιλεί. Ακούμε τους πολιτικούς να μιλούν και κυρίως να επικοινωνούν με τους εαυτούς τους!
Διαιωνίζοντας έτσι την κρίση της πολιτικής. Γλώσσα και ρητορική, αν και επιδιώκει να είναι εξωγενής, καταφέρνει να διολισθαίνει στο να είναι ενδογενής. Άρα μιλά στον καθρέπτη της! Και λιγότερο στο κοινό της.
Θα κάνω μόνο μια αναφορά στη χώρα μας, καθώς παρόμοια φαινόμενα παρουσιάζονται παντού. Κάθε κόμμα διαθέτει το μικρόκοσμό του, όπου χαράζονται οι επικοινωνιακές στρατηγικές του. Η πραγματικότητα είναι πως όσο ένα κόμμα χτίζει την επικοινωνία του μέσα από αμιγώς κομματικές συσκέψεις, τόσο η επικοινωνία του συρρικνώνει το εύρος της επιρροής του στην κοινωνία! Από αυτό, πάσχει σοβαρά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ κατασκεύασε το διαβόητο «επιτελικό κράτος». Τούτο αρχικά έμοιαζε να ξεφεύγει κάπως από τον κομματικό μικρόκοσμο. Αλλά δεν κράτησε για πολύ, καθώς το «επιτελικό κράτος», που ήταν η πηγή των υποκλοπών Ανδρουλάκη, έχασε την αίγλη του. Απαξιώθηκε συνολικά και δικαίως.
Μπορούμε λοιπόν, μετά όσα προηγήθηκαν, να καταλήξουμε σε κάτι πιο χειροπιαστό σε σχέση με τα θλιβερά φαινόμενα των περισσότερων κομματικών μικρόκοσμων; Προφανώς όλα ξεκινούν από μια ευρύτερη κρίση του χώρου της πολιτικής στις δημοκρατίες της εποχής μας. Έτσι μια από τις πιο τοξικές εστίες του προβλήματος που βιώνουν οι περισσότερες δημοκρατίες στην εποχή μας εντοπίζεται στους μικρόκοσμους των κομμάτων. Αυτοί οι μικρόκοσμοι, αντί να γιατρεύουν, αποτελούν την κεντρική εστία της παθογένειας του κομματικού συστήματος και των περισσότερων πολιτικών ηγετών. Εδώ σωρεύονται οι τοξικότητες. Στροβιλίζονται, και επεκτείνονται. Η τραγωδία είναι πως οι μικρόκοσμοι έχουν πλέον βαθιές ρίζες στο πολιτικό σύστημα και παλεύουν με νύχια και με δόντια για να κατοχυρώσουν τον μίζερο κόσμο από όπου ξεπήδησαν και κυριαρχούν. Ενώ όσοι φαντάζονται πως οι μικρόκοσμοι μπορούν εύκολα να παραμερισθούν, και ακόμη περισσότερο να ξεριζωθούν, έχουν χαθεί σε εξωπραγματικές φαντασιώσεις. Οι μικρόκοσμοι, παραμένουν δίπλα μας!».
(Ο Γιάννης Λούλης είναι επικοινωνιολόγος, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας πολλών βιβλίων)
Πηγή : https://www.ieidiseis.gr