H υπόθεση Siemens, που θεωρήθηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της σύγχρονης πολιτικής ζωής της χώρας τελικά κατέληξε σε μαζικές αθωώσεις εν έτει 2022. Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ.
Θεωρήθηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της μεταπολίτευσης. Όχι μόνο γιατί η ζημιά που προκλήθηκε στο Δημόσιο φέρεται να έφτανε σχεδόν τα 70 εκατομμύρια ευρώ (τρία δισεκατομμύρια δραχμές τότε) -πόσο εξωφρενικό για την εποχή εκείνη- αλλά και γιατί η εμπλοκή του γερμανικού κολοσσού Siemens καθώς και στελεχών των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων της εποχής Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ ήρθε μέσα από έγγραφα αλλά και καταθέσεις.
Ωστόσο, η ελληνική δικαιοσύνη ύστερα από σχεδόν 15 χρόνια διερεύνησης αυτού του πολύκροτου σκανδάλου, δεν μπόρεσε να ελέγξει μεγάλο μέρος αυτού, ενώ για ό,τι τελικά διερεύνησε δεν είδε κανένα “μαύρο ταμείο” και καμιά μίζα από τη γερμανική εταιρία προς τα στελέχη του ελληνικού Δημοσίου και τα πολιτικά κόμματα.
Το ζήτημα από τη μία είναι το ότι αρκετές από τις επιμέρους πράξεις του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος που είχαν αποδοθεί στους 22 κατηγορούμενους παραγράφησαν γιατί έχει περάσει εικοσαετία από την τέλεση τους.
Εν ολίγοις οι δικαστικές αρχές δεν μπόρεσαν να κάνουν τη δουλειά τους μέσα στα όρια που ορίζει ο νόμος. Αν και πρόκειται για μια ογκωδέστατη δικογραφία, που απαιτούσε μεταφράσεις κειμένων και δικαστικές συνδρομές σε χώρες του εξωτερικού -διαδικασίες που έπαιρναν τουλάχιστον μήνες- σίγουρα θα μπορούσε να βρεθεί ο τρόπος εκείνος που θα εξασφάλισε την ποινική τιμωρία των ενόχων. Μάλιστα η εξέλιξη αυτή οδήγησε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάνου, Ισιδώρο Ντογιάκο, να διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για να εντοπιστούν ποινικές ευθύνες όσων συνέβαλαν στις καθυστερήσεις.
Το σκάνδαλο που δεν… υπάρχει
Από την άλλη, το ζήτημα είναι ότι για τις πράξεις που φέρονται να τελέστηκαν μετά το 2002 οι κατηγορούμενοι στο σύνολό τους αθωώθηκαν είτε ομόφωνα είτε κατά πλειοψηφία από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Αυτό ουσιαστικά ερμηνεύεται ως το ότι η ελληνική δικαιοσύνη δεν κατέληξε ούτε στην ύπαρξη σκανδάλου αλλά ούτε καν σε μία επιλήψιμη ποινική ενέργεια.
Σε μία υπόθεση που στοίχειωσε την ελληνική κοινωνία για μία δεκαπενταετία και αμαύρωσε την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, οι δικαστές δεν θέλησαν να αναπτύξουν ένα πλήρες σκεπτικό ώστε να εξηγήσουν έστω και περιληπτικά ποιοι ήταν οι λόγοι που τους οδήγησαν στην πλήρη αθώωση.
Έμειναν σε μία λιτή φράση δια στόματος του προέδρου του δικαστηρίου, μία μόνο πρόταση, σύμφωνα με την οποία διατήρησαν αμφιβολίες για το κατά πόσο επαυξήθηκε η προσωπική περιουσία των κατηγορουμένων στελεχών του ελληνικού Δημοσίου.
Επαγωγικά θα λέγαμε ότι, κατέληξαν στο ότι δεν μπορούν να είναι σίγουροι αν όντως οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι δωροδοκήθηκαν και άρα αν τα στελέχη της Siemens αντίστοιχα τους δωροδόκησαν.
Μέσα σε περίπου ένα χρόνο, όσο κράτησε και η συγκεκριμένη ακροαματική διαδικασία, αποδομήθηκε ένα μέρος του κατηγορητηρίου που στηρίχθηκε πάνω σε μία δουλειά τουλάχιστον 10 ετών στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης από εφέτες ανακριτές, σε μία δικογραφία η οποία χρειάστηκαν περίπου τρία δωμάτια για να μπορέσουν να αποθηκευθούν τα έγγραφα της. Μαζί αποδομήθηκε και η πρωτόδικη ετυμηγορία του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, με την οποία καταδικάστηκαν 22 κατηγορούμενοι για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.
Η τελευταία πράξη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναμένεται να λάβει χώρα την Πέμπτη, οπότε και θα εκδοθεί η απόφαση για τη δήμευση ή μη περιουσιακών στοιχείων των κατηγορουμένων, ασχέτως αν έχει επέλθει παραγραφή ή όχι.
Παράγοντες της δίκης σημειώνουν στο NEWS247 πάντως ότι δεν αποκλείεται η κρίση του Πενταμελούς Εφετείου επί των δημεύσεων να αποτελέσει ενδεικτική ερμηνεία για την άποψη των δικαστών, αναφορικά με πράξεις που δεν “άγγιξαν” εξαιτίας της παραγραφής.
Το βέβαιο είναι πως η πρόσφατη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας επί της ενοχής ή μη, κατέδειξε τους δύο μεγάλους «χαμένους»:
- -τον πρώην υπουργό Μεταφορών του ΠΑΣΟΚ Τ. Μαντέλη, η υπόθεση του οποίου είχε διαχωριστεί από την κύρια δικογραφία γιατί υπήρχε κίνδυνος παραγραφής. Ο Τάσος Μαντέλης είναι τελικά ο μόνος αξιωματούχος που καταδικάστηκε -του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 5 ετών εξαγοράσιμη- για ξέπλυμα βρώμικος χρήματος, καθώς είχαν βρεθεί χρήματα σε λογαριασμό συγγενών του.
- -τον Χρ. Καραβέλα, πρώην οικονομικό διευθυντή της Siemens Ελλάς, ο οποίος παραμένει άφαντος από το 2009 και καταζητείται. Είναι ο μόνος που εξαφανίστηκε από προσώπου γης, με αποτέλεσμα να μην εκπροσωπείται στη δίκη και να μην ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 15 ετών.
Ποιά είναι όμως, η περιβόητη σύμβαση 8002/1997 για τη ψηφιακοποίηση του ΟΤΕ;
Όλα ξεκίνησαν όταν οι αλλαγές στη γερμανική νομοθεσία κατέστησαν παράνομα τα “δώρα” των εταιριών προς τα διάφορα στελέχη δημοσίων οργανισμών, που είχαν αποφασιστική αρμοδιότητα ως προς την επιλογή των επιχειρήσεων με τα οποία θα συνεργάζονταν με την υπογραφή συμβάσεων.
Ωστόσο, δεν ήταν λίγες οι εταιρίες -ανάμεσά τους και η Siemens- που δεν άλλαξαν την πολιτική τους, αλλά δημιούργησαν ειδικές ομάδες που θα προχωρούσαν σε παράνομες πληρωμές. “Σκοπός της ομάδας αυτής ήταν η προώθηση των εργασιών της εταιρείας, των πωλήσεων των προϊόντων και των παρεχομένων υπηρεσιών της ανά τον κόσμο, με οποιοδήποτε τρόμο τρόπο, από τους οποίους όχι μόνο δεν αποκλειόταν, αλλά κατά κύριο λόγο εντάσσονταν σε αυτούς – τούτο άλλωστε υπηρετούσε ως σκοπό η ομάδα αυτή – παράνομες πληρωμές, δηλαδή δωροδοκίες κρατικών αξιωματούχων, υπηρεσιακών παραγόντων υπουργείων και Δημοσίων υπηρεσιών και υπαλλήλων δημοσίων υπηρεσιών και υπαλλήλων των αντισυμβαλλόμενων με την εταιρεία εταιρειών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε ολόκληρο το φάσμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της ανά την υφήλιο.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η ομάδα επιδίωκε να εγκαθιδρύσει για την εταιρεία και στη συνέχεια διαρκώς να προάγει και να διευρύνει την προνομιακή και δεσπόζουσα θέση της στον εταιρικό ανταγωνισμό σχετικά με τις κρατικές προμήθειες”, αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Έτσι, όταν κάποια στιγμή πραγματοποιήθηκε έλεγχος, η γερμανική Δικαιοσύνη απέδωσε ποινικές ευθύνες στα στελέχη του κολοσσού. Εν τελεί, τα κατηγορούμενα στελέχη δέχθηκαν να δηλώσουν ένοχοι της κατηγορίας της απάτης σε βάρος της ίδιας της Siemens και να καταδικαστούν σε “μαλακές” ποινές (φυλάκιση περίπου 2 ετών και στην καταβολή εξαψήφιων χρηματικών προστίμων), εφόσον συμφωνούσαν να παραδεχθούν όλο το μηχανισμό των “μαύρων ταμείων” που είχε στηθεί παγκοσμίως.
Τότε ήταν που ο Ράινχαρτ Σίκατσεκ ως διαχειριστής των «μαύρων ταμείων» της γερμανικής εταιρείας, αναφέρθηκε σε μίζες ύψους 1,3 δισ. ευρώ, που διακινήθηκαν στον πλανήτη, κάνοντας ειδική αναφορά στη χώρα μας.
Η κατάθεση αυτή διαβιβάστηκε στις ελληνικές αρχές, οι οποίες κλήθηκαν κάτω από το βλέμμα όλου του κόσμου να ερευνήσουν αν πράγματι δόθηκαν χρήματα σε κρατικούς αξιωματούχους και σε ποιούς. Στο επίκεντρο δε, βρέθηκε η σύμβαση 8002/1997, με την οποία θα μετατρεπόταν σε ψηφιακό όλο το σύστημα του ΟΤΕ.
Η έρευνα φυσικά δεν έμεινε μόνο στις δηλώσεις Σίκατσεκ, ο οποίος ουδέποτε διευκρίνησε πώς και που ακριβώς κατατίθονταν τα χρήματα. Μιλώντας στην εξεταστική επιτροπή στο Μόναχο αρνήθηκε να αποκαλύψει ονόματα, αλλά παρέπεμψε στον πρώην πρόεδρο της Siemens Hellas Μιχάλη Χριστοφοράκο, για περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο τελευταίος βέβαια ποτέ δεν μίλησε. Κλήθηκε προς απολογία ως κατηγορούμενος από τον ειδικό ανακριτή Ν. Ζαγοριανό, και αμέσως αφού πήρε προθεσμία για να προετοιμαστεί, εξαφανίστηκε. Εντοπίστηκε στη Γερμανία καιρό μετά, από την οποία οι ελληνικές αρχές δεν μπόρεσαν να τον εκδώσουν. Η Γερμανία αρνήθηκε κάτι τέτοιο, καθώς κρίθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο πως υπήρχε δεδικασμένο, αφού ο Μιχ. Χριστοφοράκος καταδικάστηκε σε ολιγόμηνη ποινή φυλάκισης και σε χρηματικό πρόστιμο ύψους 350.000 ευρώ.
Οι καταθέσεις για χρηματισμό
Εκτός από τα έγγραφα, αλλά και τα διάφορα ποσά που αναγράφονταν σε μονογραφημένα post-it, καταλυτικό ρόλο για να παραπεμφθούν συνολικά 64 κατηγορουμενοι ενώπιον του πρωτοβάθμιο δικαστηρίου, ήταν και οι καταθέσεις/απολογίες που ουσιαστικά παραθέχονταν τη διακίνηση παράνομου χρήματος. Στοιχεία που προφανώς απορρίφθηκαν από την πρόσφατη ετυμηγορία, που αθώωσε άπαντες τους εμπλεκόμενους.
Πλην του Ρ. Σίκατσεκ που, όπως ήδη αναφέρθηκε, ξεκάθαρα μίλησε για μίζες μέσα από τα “μαύρα ταμεία” σε ελληνικούς αξιωματούχος και κρατικούς υπαλλήλους, ο Θ. Τσουκάτος -άλλοτε κραταιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που είχε το ρόλο ταμία- ήταν αυτός που ταρακούνησε το πολιτικό σύστημα με τα λεγόμενα του.
Συγκεκριμένα, αφού βρέθηκε κατηγορούμενος για την υπόθεση εξαιτίας του 1 εκατομμυρίου γερμανικών μάρκων που εντοπίστηκαν σε άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι το 1999 έλαβε από τα «μαύρα ταμεία» της Siemens το ποσό, το οποίο αποτελούσε χορηγία προς το κόμμα. Μάλιστα, εξήγησε ότι αυτή ήταν πάγια τακτική, με το ΠΑΣΟΚ να διαψεύδει κατηγορηματικά.
Όπως δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, το 1 εκατομμύριο γερμανικά μάρκα “υπήρξε χρηματοδότηση από την Siemens στο ΠΑΣΟΚ, στα ταμεία του οποίου δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι κατέληξε το ποσό αυτό”. Ο Θ. Τσουκάτος πρωτόδικα απαλλάχθηκε λόγω παραγραφής.
Τέλος, και η κατάθεση του πρώην προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου του ΟΤΕ Παναγή Βουρλούμη στη Βουλή κατέδειξε την ύπαρξη σκανδάλου, αφού ο μάρτυρας αποκάλυψε ότι υπήρξαν δωροδοκίες στελεχών του ΟΤΕ.
Είχε πει χαρακτηριστικά ότι το 2006 πληροφορήθηκε για τους χρηματισμούς και ταξίδεψε μέχρι την Γερμανία, προκειμένου να μάθει περισσότερα. «Προέκυψε ότι ένας εκ των κατηγορουμένων είχε πει ότι χρηματίζονται πολλά στελέχη του ΟΤΕ. Νομίζω ο Σίκατσεκ. Πήγαμε με δικηγόρο του ΟΤΕ στη Γερμανία και ζητήσαμε με εξώδικο να μας αποκαλύψει τα ονόματα η Siemens. Τέλη του 2006. Οι Γερμανοί δεν μας απαντούσαν, καταλήξαμε ότι εκτός από την αποκάλυψη των ονομάτων, είχαμε πιθανότητες να κερδίσουμε δικαστικά στη Γερμανία καθώς εκεί ζημιά θεωρείται το πόσο που έχει δοθεί. Τώρα αρχίζουν να δικάζονται αυτά που είχαμε καταθέσει τότε στη Γερμανία από ότι έχω μάθει» ανέφερε στην κατάθεση του.
Το «μαύρο» πολιτικό χρήμα
Φυσικά, η υπόθεση της Siemens είχε έντονη οσμή πολιτικού σκανδάλου, κι αυτό γιατί φερόταν μέρος των “μαύρων ταμείων” να καταλήγει σε πολιτικά πρόσωπα.
“Στα πλαίσια της λεγόμενης πρόσθετης «συμφωνίας 2%» και του συστήματος των εικονικών εταιρειών τριών επιπέδων και τις εκδόσεις εικονικών τιμολογίων από τα τέλη του 2002 και ιδίως κατά τα έτη 2003 και 2004, διακινήθηκαν επιπλέον χρήματα που αντιστοιχούσαν στο ποσό του 2% επί του όγκου των πωλήσεων συγκεκριμένων προϊόντων της Siemens ΑΕ προς τον ΟΤΕ, κατόπιν αιτήματος του Χριστοφοράκου και με συμφωνία αυτού και των στελεχών της μητρικής Siemens, με σκοπό να διαχειρίζεται ο ίδιος προσωπικά το εν λόγω κονδύλι” επεσήμανε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εξηγησε ότι:
“Από τα ποσά αυτά ο Χριστοφοράκος διέθεσε ένα μέρος αυτών για δωροδοκίες στελεχών του ΟΤΕ, μεταξύ των οποίων και την κατηγορούμενη υπάλληλοι του ΟΤΕ, αλλά και σε άλλα πρόσωπα, υπαλλήλους του ΟΤΕ και μη, των οποίων τα στοιχεία είτε δεν εξακριβώθηκαν, είτε αφορούν άλλες συμβάσεις της Siemens στην Ελλάδα, Ενώ ένα μέρος αυτών αποδεικνύεται ότι διετίθετο συστηματικά από τον Χριστοφοράκο για την παράνομη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, ιδίως δε, των κομμάτων εξουσίας”.
Ειδικότερα, είχε κριθεί πρωτοδίκως πως ο Μιχ. Χριστοφοράκος είχε “τον πλήρη έλεγχο των χρηματικών ποσών που διακινήθηκαν για δωροδοκίες στη χώρα μας”.
Όπως αναφέρεται στην καθαρογραμμένη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, ο ίδιος έχει παραδεχτεί ότι διαχειριζόταν από τη Siemens τα χρηματικά ποσά του ποσοστού του 2% και ότι στο πλαίσιο αυτό παρέλαβε μετρητά τα χρηματικά ποσά αλλά ισχυρίζεται και περαιτέρω ότι ουδέποτε έδωσε μέρος των ποσών αυτών για δωροδοκίες υπαλλήλων του ΟΤΕ, αλλά ότι “πλήρωσε με αυτά χορηγίες στα πολιτικά κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας μέσω των στελεχών Κωνσταντίνου Γείτονα και -του επίσης ήδη αποβιώσαντος – Ιωάννη Βαρθολομαίου.
Με τις πληρωμές αυτές ισχυρίστηκε ότι απέβλεπε – μέσω του επηρεασμού που θα ασκούσαν αυτή στους αρμόδιους δημόσιους υπαλλήλους που ήταν μέλη των κομμάτων τους – στην επίσπευση της παραλαβής του έργου C4I των ολυμπιακών αγώνων του 2004, αλλά κυρίως στην καλλιέργεια πολιτικού τοπίου για τη Siemens”.
Η θέση του Μιχ. Χριστοφοράκου δε, ιδίως την περίοδο που συζητείται η υπογραφή της σύμβασης 8002/1997 τον έφερνε συχνά να έχει επαφές με σημαίνοντα πρόσωπα της πολιτικής ζωής. Η τότε γραμματέας του, Αικατερίνη Τσακάλου, προσκόμισε στο πρωτόδικο δικαστήριο τα επαγγελματικά της ημερολόγια για τα έτη 1997 και 1998, όπου καταγράφονταν αναλυτικά τα ραντεβού του με πρόσωπα όπως τους Κ. Σημίτη, Ακή Τσοχατζόπουλο, Τ. Μαντέλη, Ντ. Μπακογιάννη και Γ. Αλογοσκούφη, αλλά και τα δώρα που στέλνονταν προς διάφορους πολιτικούς.
Πηγή : https://www.news247.gr