Την περασμένη εβδομάδα, η Ελλάδα αποχαιρέτησε τρεις σπουδαίους ηθοποιούς: Τον Κώστα Καζάκο, την Ειρήνη Παπά και τη Μάρθα Καραγιάννη. Αν και η σχεδόν ταυτόχρονη αναχώρησή τους αντιμετωπίστηκε με ένα συνολικό τρόπο, ως το «τέλος της εποχής» του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, η αλήθεια είναι ότι οι τρεις δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, σε καλλιτεχνικό επίπεδο τουλάχιστον.
Μπορεί στην εποχή εκείνη να συμμετείχαν εξίσου η Ζωή Λάσκαρη, η Μαίρη Χρονοπούλου και άλλες μεγάλες σταρ της εποχής, όμως η Μάρθα Καραγιάννη έκανε με αριστουργηματικό τρόπο αυτό που κανείς άλλος δεν κατάφερε: Έπαιζε τον εαυτό της.
Ο κόσμος συνέρρεε τη δεκαετία του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στις αίθουσες, σχηματίζοντας ατελείωτες ουρές για να δει τα περίφημα μιούζικαλ του Δαλιανίδη, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη δική του όχι και τόσο λαμπερή πραγματικότητα.
Σε μια Ελλάδα που δεν πρόλαβε να συνέλθει από τον Β’ ΠΠ και τον Εμφύλιο και έπεσε στην πολιτική αστάθεια και τη Δικτατορία, το όνειρο ήταν αναγκαίο. Και μέρος αυτού του ονείρου ανέλαβαν να κάνουν θέαμα ο Φίνος και ο Δαλιανίδης.
Η Μάρθα Καραγιάννη, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του ίδιου του Φίνου, ο οποίος τη θεωρούσε «φθαρμένη» από τη συμμετοχή της σε όχι και τόσο καλές ταινίες νωρίτερα, ήταν επιλογή του Δαλιανίδη· μια πολύ επιτυχημένη επιλογή.
Πόντος – Κερατσίνι – Φίνος Φιλμς
Με καταγωγή από τον Πόντο και από τους δύο της γονείς (η μητέρα της, Δόμνα, είχε γεννηθεί στο Μπακού και ο πατέρας της, Χαρίλαος, στο Αικατερινεντάρ), η ίδια η Μάρθα γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στο Κερατσίνι.
Οι πρόσφυγες γονείς της είχαν γνωριστεί σε ένα ποντιακό χοροδιδασκαλείο το 1932. Κατεύφευγαν εκεί για να βρουν διέξοδο από τη φτώχεια και την απελπισία της καθημερινότητας. Η Μάρθα ήρθε στη ζωή το 1939 και από μικρή ακολουθησε τον ίδιο δρόμο: Χορός και θέατρο ήταν οι μεγάλες της αγάπες και η μοναδική της διέξοδος από παιδί.
«Μεγάλωσα στο Κερατσίνι σε στενά δρομάκια και σε αλάνα στο πίσω μέρος του νεκροταφείου της Αναστάσεως. Στα δεκαέξι μου μετακομίσαμε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Κυψέλη, γιατί έπρεπε να παίξω στην πρώτη μου ταινία «Η άγνωστος». Στην Κυψέλη τελείωσα και το σχολείο μου», έχει πει, εξηγώντας ότι η πιο έντονη ανάμνηση από την παιδική της ηλικία ήταν: «Η ταλαιπωρία μου στα λεωφορεία. Κουραζόμουν πολύ, γιατί από την ηλικία των οκτώ χρόνων έπρεπε να πηγαίνω στη σχολή χορού που ήταν στο κέντρο της Αθήνας αλλάζοντας τρεις συγκοινωνίες. Έτρωγα όλη μου τη μέρα μέσα σ’ αυτά. Ήταν ο εφιάλτης μου».
Την καταγωγή της και τον τρόπο που μεγάλωσε όχι μόνο δεν τα απέρριψε μεγαλώνοντας, αλλά μιλούσε με τρυφερότητα γι αυτά. Και με κάποιον τρόπο, τα μετέφερε στην οθόνη, όπου σε αντίθεση με τις άλλες σταρ της εποχής δεν έπαιξε ποτέ ούτε την αριστοκράτισσα, ούτε τη μορφωμένη, ούτε την παραγνωρισμένη πριγκίπισσα που περίμενε τη σωτηρία από τον πρίγκιπά της.
Η Μάρθα καθιερώθηκε ως το λαϊκό κορίτσι, φωνακλού και ατσούμπαλη συχνά, κυνηγούσε τους άντρες αντί να την κυνηγούν εκείνοι, ενώ ακόμη και την ομορφιά της έδειχνε πάντα να την περιφέρει ασυναίσθητα, χωρίς να ξέρει πραγματικά πόσο ωραία ήταν.
Αυτό, εν μέρει ήταν απόφαση του Δαλιανίδη, ο οποίος αποφάσισε πολύ νωρίς να τη βγάλει από το ρόλο της μελαχρινής ανταγωνίστριας της Λάσκαρη και να την επιβάλλει σε κάτι πολύ διαφορετικό και φυσικά πολύ πιο ελληνικό.
Η Λάσκαρη δεν είχε τίποτε επάνω της με το οποίο θα μπορούσε να ταυτιστεί η μέση Ελληνίδα της δεκαετίας του ’60. Η Καραγιάννη, από την άλλη, είχε σχεδόν τα πάντα.
Αρχικά, η Μάρθα αντέδρασε και κράτησε μούτρα στον Δαλιανίδη, πιστεύοντας ότι εκείνος προωθεί την Λάσκαρη και θάβει την ίδια. Η διαμάχη έληξε όταν εκείνος της είπε την περίφημη ατάκα «βρε ζώον, σου δίνω ψωμί για τα 100 σου», ενώ της έδινε όλο και μεγαλύτερους ρόλους, επιτρέποντάς της να λάμψει στο πανί.
Ακόμη και η προσωπική ζωή της Μάρθας ανταποκρινόταν σε αυτήν την εικόνα: Το 1960 παντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή Μίμη Στεφανάκο. Στο γάμο τους έγινε πανζουρλισμός, καθώς δύο πολύ δημοφιλείς κόσμοι ενώνονταν μέσω των λαϊκών ειδώλων: Το σινεμά και η μπάλα.
Με τον Μίμη Στεφανάκο ήταν το απόλυτο ζευγάρι της εποχής
«Τότε είχα μείνει έγκυος. Δυστυχώς έχασα το παιδί και αυτή ήταν η αιτία που χωρίσαμε. Μετά πάγωσε η σχέση και ο γάμος μας», είχε εξομολογηθεί η ίδια.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1973, γνώρισε τον επίσης ποδοσφαιριστή Βασίλη Κωνσταντίνου και έζησαν μαζί 12 χρόνια χωρίς να παντρευτούν, ενώ τόσο η σχέση όσο και ο χωρισμός τους έγιναν πρωτοσέλιδα.
«Με το Βασίλη αγαπηθήκαμε πολύ, γι αυτό και παραμείναμε φίλοι», είχε πει για τη σχέση της με τον Κωνσταντίνου.
Η ίδια δεν ενδιαφερόταν πολύ για όσα γράφονταν, όπως δεν ενδιαφερόταν να φτιάξει για τον εαυτό της μια εικόνα που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Έδινε με άνεση συνεντεύξεις και απαντούσε στα πάντα.
Δεν «πειράχτηκε» μεγαλώνοντας, δεν σταμάτησε να βγαίνει, να ταξιδεύει και να παίζει κάποιους guest ρόλους στην τηλεόραση.
«Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέπτη και δεν τρομάζω», είχε πει σε συνέντευξή της, «πιστεύω ότι μεγαλώνω ωραία».
Δεν απέφευγε να φωτογραφηθεί σε μεγάλη ηλικία και μάλιστα ζητούσε να μην χρησιμοποιούν τα περιοδικά τις παλιές της φωτογραφίες. Το παρελθόν ήταν γι αυτήν ένας μακρινός τόπος που «κρατάμε μέσα μας ως ανάμνηση». Αλλά δεν ζούσε σε αυτό.
Η γενική εντύπωση που άφησε πίσω της η Μάρθα Καραγιάννη, είναι η «χαρά της ζωής». Τίποτε δεν φαινόταν να την πτοεί, όπως ακριβώς και τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, οι οποίοι ρουφούσαν τη ζωή μέσα σε προχειροστημένα σκηνικά, ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα της φτώχειας και το όνειρο της διαφυγής, χόρευαν στα σοκάκια της Πλάκας σα να ήταν στο Μπρόντγουεϊ και έπλεκαν τις περιπέτειές και τα ειδύλλιά τους στις παραλίες της Αττικής σα να ήταν στις Κάννες.
Στην πραγματικότητα δεν είναι πολύ αταίριαστη η έκφραση «τέλος εποχής» όταν πεθαίνουν αυτοί οι άνθρωποι.
Για την ακρίβεια είναι το τέλος δύο εποχών: Την αληθινής στην οποία έγιναν σταρ και εκείνης την οποία ενσάρκωσαν στο εκράν: Του ονείρου.
Πηγή : https://www.cnn.gr