Με την πρόσφατη ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας ξαναβυθιστήκαμε σε ατέρμονες παρεξηγήσεις: Η γνώμη που θα πρέπει να ακούμε είναι άραγε αυτή των λίγων ειδικών, ή των πολλών απλών ανθρώπων; Αυτό που ονομάζεται λαϊκισμός, έχει οποιαδήποτε σχέση με τη φωνή του λαού;
του Νίκου Παρασκευόπουλου
Όπως προέκυψε η προεδρική παρέμβαση δεν λείανε, αλλά ανατροφοδότησε και μάλλον ενίσχυσε τις παρεξηγήσεις.
Ήταν αναμενόμενο και προβλέψιμο.
Πρώτο, η ομιλία συγχρονίστηκε και αναπόφευκτα συνδυάστηκε με την απελευθέρωση Λιγνάδη, δηλαδή με μια επίκαιρη δικαστική έκβαση που φάνηκε να διχάζει κάθετα την ελληνική κοινωνία. Υποστήριξε τη μια από τις δυο εριζόμενες εκδοχές. Είναι όμως ευνόητο ότι στη σύνθεση της δημοκρατικής λειτουργίας και στην κοινωνική συνοχή συμβάλλουν οι απόψεις που οδηγούν σε συγκερασμούς και σε συγκλίσεις. Όχι εκείνες που σε μια φάση δικαιώνουν τους μεν ή τους δε. Οι προηγούμενοι Πρόεδροι της Ελληνικής Δημοκρατίας (μάλλον με μια εξαίρεση) ήταν πολύ προσεκτικοί στο θέμα αυτό και ενωτικοί.
Δεύτερο, η ομιλία ήταν επετειακή. Θα όφειλε να αναφέρεται σε μια ετήσια διαδρομή, κι όχι επιλεκτικά σε μια υπόθεση αφήνοντας άλλες στην άκρη. Άραγε γιατί δεν ενόχλησε η κριτική στο Βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που κατέρριψε το μύθο της σκευωρίας για τη Novartis; Ήταν μάλιστα ακόμη πιο επικίνδυνη, αφού ασκήθηκε από φορείς εξουσίας. Ή, γιατί δεν ενόχλησαν οι ωμές παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού και αρμόδιων Υπουργών, όταν με εκκρεμή τη δικαστική διερεύνηση προεξοφλούσαν την ανυπαρξία ποινικής ευθύνης πολιτικών; Επιπλέον, δεν πλήττουν διεθνώς την Ελληνική Δικαιοσύνη και δεν ήταν άξιες μνείας οι σκέψεις της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση του Φαρμακονησιού;
Το ενωτικό και εξηγητικό πνεύμα έλλειψε και από την αναφορά στα θεσμικά αντίβαρα και στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Δεδομένο είναι όντως ότι οι δικαστικές κρίσεις στηρίζονται στους νόμους και στις συγκεκριμένες αποδείξεις, όχι στο ασαφές και διαμεσολαβημένο από ισχυρούς της επικοινωνίας «κοινό αίσθημα». Χωρίς όμως δυο γραμμές ανάλυσης, οι αναφορές υπεραπλουστεύουν. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα. Όταν όμως δεν διευκρινίζεται εντωμεταξύ ότι τη λαϊκή συμμετοχή την πραγματώνουν τεκμηριωμένα και συνεκδοχικά πχ η δεσμευτική νομοθεσία, ο θεσμός των ορκωτών δικαστών και οι αποδεικτικές συμβολές κοινών πολιτών με αποδείξεις (μαρτυρίες κλπ), τότε η αντιδιαστολή με την κοινή γνώμη μοιάζει με αποξένωση.
Φυσικό είναι επίσης οι θέσεις των ειδικών από τη μια και των «απλών» από την άλλη πολιτών να μη συμπίπτουν. Αυτό που ενοχλεί και φθείρει (την κοινωνία, την πολιτική, την επιστήμη) είναι να εκφράζονται οι εκατέρωθεν θέσεις με υπεροψία και αδιαλλαξία, αντί να είναι ανοιχτές στο διάλογο και στη νέα γνώση.
Τέλος, η αποδοκιμασία του λαΪκισμού συχνά είναι τόσο δικαιολογημένη όσο και η αντίθετη (αλλά…σπανίζουσα) του αντιλαϊκισμού. Εξίσου συχνά όμως μεταπίπτει σε υπεροπτικό και μισαλλόδοξο λόγο, ιδίως σε εποχές όπου το περί λαϊκισμού ιδεολόγημα τρέπεται σε βασικό εργαλείο πολιτικής χειραγώγησης. Οι πολιτικοί επιστήμονες όμως (νάτοι πάλι οι ειδικοί!) έχουν χύσει ποταμούς μελάνης για το θέμα, ας μην κουράσω άλλο εδώ.
* Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.
Πηγή : https://www.news247.gr