Γράφει ο Βασίλης Σκουρής
«Κάθε εποχή θέλει την ιστορία της» επισημαίνει, στο iEidiseis o Αντώνης Λιάκος, για τον αναθεωρητισμό που επιχειρείται και προσθέτει: «Επομένως χρειάζεται μια ανώδυνη ιστορία της Ελλάδας»- Τι λέει για την υπόθεση Λιγνάδη ο εκ των κορυφαίων ιστορικών.
«Κάθε εποχή θέλει και την ιστορία της. Επομένως χρειάζεται μια ανώδυνη ιστορία της Ελλάδας», επισημαίνει ο Αντώνης Λιάκος, με συνέντευξή του στο iEidiseis, με αφορμή την 48η επέτειο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, στις 24 Ιουλίου 1974.
Ένα εκκρεμές. Το ζήτημα είναι να διατηρηθεί η δυναμική που διασφαλίζει ό,τι έχει κατακτηθεί, αλλά και πάλι κινδυνεύει να διαβρωθεί χωρίς να ανατραπεί, και αυτό από χίλιες δυο μεριές». Επισημαίνει δε με νόημα: «Πιστεύω ότι εγγύηση μπορεί να είναι η δημοκρατική παράδοση σε εγρήγορση. Και υπάρχει στην ελληνική κοινωνία μια παρόμοια παράδοση. Αυτή θέλει να εκμηδενίσει η δεξιά ηγεμονία, αυτήν πρέπει να διασφαλίσουμε εμείς»
Ο όρος «μεταπολίτευση» χαρακτηρίζει τη σημερινή περίοδο που διανύουμε; Και γιατί κ. Λιάκο;
Δεν ζούμε πια στη Μεταπολίτευση, αλλά στο κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, που είναι η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, η οποία αποδείχτηκε η μεγαλύτερη ειρηνική περίοδος στην ιστορία της χώρας, το ένα τέταρτο της ιστορίας της. Και κυρίως άντεξε στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Δημιουργήθηκε μια ισχυρή παράδοση κοινοβουλευτισμού, και είναι καιρός να αποδώσουμε φόρο τιμής σε εκείνους που τη θεμελίωσαν τα πρώτα χρόνια. Στον Κ. Καραμανλή, στον Ανδρέα Παπανδρέου, στον Χ. Φλωράκη και τον Λ. Κύρκο. Παρά τις διαφορετικές τους πολιτικές πορείες προσαρμόστηκαν γρήγορα στα δεδομένα της νέας εποχής. Είχαν αίσθηση του δημόσιου χώρου και του δημόσιου ρόλου τους παρά τις σφοδρές κατά καιρούς αντιπαραθέσεις τους. Τονίζω την έννοια του δημόσιου χώρου, του δημόσιου συμφέροντος, του κοινού οφέλους γιατί εκεί αναπνέει η δημοκρατία. Διαφορετικά γίνεται αντιπροσώπευση ιδιωτικών συμφερόντων.
Ακριβώς αυτό στο οποίο μόλις αναφέρθηκα: ο στραγγαλισμός του δημόσιου χώρου. Εκείνα που χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή είναι δυο τάσεις. Πρώτο, μια πορεία αλληλο-επικαλυπτόμενων κρίσεων: Οικονομική κρίση, μεταναστευτική και δημογραφική, κρίση περιβάλλοντος που έχει αρχίσει, πανδημία, πολεμική κρίση, ενεργειακή κρίση. Η εξέλιξη συμβαίνει με όρους, όχι ανάπτυξης ή σταθεροποίησης, αλλά με όρους κρίσης. Δεύτερο, κυβερνητικό σχέδιο αναδιοργάνωσης του αστισμού στην Ελλάδα. Είναι απλό και το έχουν πει πολλές φορές. Επενδύσεις. Ξένες επενδύσεις. Δεν πρόκειται για μια διαδικασία η οποία κινητοποιεί την κοινωνία για επενδύσεις, αλλά για επενδύσεις των μεγάλων παικτών του διεθνούς συστήματος. Οι μεγάλες διεθνείς πλατφόρμες. Η Ελλάδα επιλέγεται να γίνει χώρος που η γεωγραφική της θέση θα καθοριστεί από τον οικονομικό αστερισμό που θα ενταχθεί. Από την άποψη αυτή τι πρέπει να προσφέρει; Φτηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό, προσαρμοσμένο σε ζήτηση χαμηλών προσόντων. Ο δημόσιος χώρος της, τόσο ο χωροταξικός, όσο και ο χώρος των δημόσιων υπηρεσιών και ο πολιτισμικός της χώρος, προσφέρονται προσαρμοσμένοι να την καταστήσουν ελκυστική. Βάλτε τα δυο μαζί, δηλαδή την πορεία μέσω κρίσεων και το πρόγραμμα της κυβέρνησης, και θα καταλάβετε το μαγνητικό πεδίο που συνιστά η νέα περίοδος. Δείτε τα σαν δυο πόλους αυτού του πεδίου, οι οποίοι είναι διαμετρικά αντίθετοι. Ένα παράδειγμα: Η κυβερνητική πολιτική είναι η ιδιωτικοποίηση της υγείας. Η πανδημία, και η κάθε νέα πανδημία θα απαιτεί ισχυρό δημόσιο σύστημα. Η άμυνα της κοινωνίας απέναντι στις κρίσεις απαιτεί δημόσιο χώρο, η αναδιοργάνωση στις γραμμές των μεγάλων διεθνών παικτών, απαιτεί τον περιορισμό έως εκμηδενισμό της δημόσιας διάστασης, την έννοιας του δημοσίου. Συνήθως σκεφτόμαστε το δημόσιο ως γραφειοκρατία. Σκεφτείτε τη λέξη, πρώτο συστατικό ο Δήμος, συστατικό επίσης και της Δημοκρατίας. Επομένως ας σκεφτούμε τον πυρήνα των τωρινών εξελίξεων ως την διελκυστίνδα πάνω στη δημόσια διάσταση της δημοκρατίας.
Έχει ξεκινήσει στη χώρα μια προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας. Τι εκτιμάτε ότι επιχειρείται να αλλάξει για την περίοδο της μεταπολίτευσης;
Κάθε εποχή θέλει και την ιστορία της. Επομένως χρειάζεται μια ανώδυνη ιστορία της Ελλάδας, πάντα σε τροχιά επιτυχίας παρά τις αναποδιές που προκαλεί ο λαϊκισμός. Το στοιχείο που πρέπει να αποδυναμωθεί στο μέλλον, και δεν θα πρέπει να βρίσκει αντίκρισμα στην ιστορία, είναι ακριβώς αυτό που δίνει βάθος και νόημα στην δημοκρατία, δηλαδή ο Δήμος. Αν η Μεταπολίτευση ήταν ένας συμβιβασμός ανάμεσα –να το πω περιφραστικά – στους πατρικίους και στους πληβείους, ο συμβιβασμός πρέπει να ανατραπεί και οι πατρίκιοι να απελευθερωθούν ώστε αδέσμευτοι και χωρίς να λογοδοτούν να ολοκληρώσουν επί τέλους τις μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζουν με πρόσχημα πως τις χρειάζεται ο τόπος. Αυτή άλλωστε ήταν η κριτική που ασκήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Πώς ο λαϊκισμός –μια εκφοβιστική κατασκευή- εμπόδισε τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως αφορούσαν μια και μόνο κατεύθυνση.
Τελικά, κατά τη γνώμη σας, το ισοζύγιο της μεταπολίτευσης ποιο είναι;
Στην ιστορία ελάχιστα πράγματα μπορεί κανείς να πει πως είναι κατεκτημένα χωρίς τον κίνδυνο να ανατραπούν. Δείτε τις πολιτικές περιπέτειες των ΗΠΑ. Από τον Κλίντον στον Μπους, από αυτόν στον Ομπάμα, μια μετά …στον Τραμπ, και βέβαια οι εκπλήξεις συνεχίζονται. Ένα εκκρεμές. Το ζήτημα είναι να διατηρηθεί η δυναμική που διασφαλίζει ό,τι έχει κατακτηθεί, αλλά και πάλι κινδυνεύει να διαβρωθεί χωρίς να ανατραπεί, και αυτό από χίλιες δυο μεριές. Πιστεύω ότι εγγύηση μπορεί να είναι η δημοκρατική παράδοση σε εγρήγορση. Και υπάρχει στην ελληνική κοινωνία μια παρόμοια παράδοση. Αυτή θέλει να εκμηδενίσει η δεξιά ηγεμονία, αυτήν πρέπει να διασφαλίσουμε εμείς.
Η δημοκρατία είναι ένα σύστημα ανταγωνιστικό. Είναι μια κοινή κοίτη η οποία υποδέχεται και υποβαστάζει διαφορετικά ρεύματα. Οι Κινέζοι κατάργησαν τη δημοκρατία λέγοντας έχουμε ανταγωνιστική οικονομία, χρειαζόμαστε συνεργατική πολιτική. Οι μεγάλες συναινέσεις βαλτώνουν τη δημοκρατία και βγάζουν δυνάμεις που διαρρηγνύουν τα θεσμικά της πλαίσια. Παράδειγμα είναι η ακροδεξιά στην Ευρώπη που ξεπήδησε ως αντιπαράθεση σε ένα παρόμοιο συναινετικό πλαίσιο κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς. Αυτοί που συνεχώς μιλούν για τα δύο άκρα, στην πραγματικότητα εργάζονται για την αποκοπή ενός μέρους του πολιτικού σώματος από τη δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι εμείς και αυτοί. Αυτή η αντίθεση είναι παραγωγική εφόσον το πλαίσιο κλυδωνίζεται μεν αλλά δεν διαρρηγνύεται. Επομένως στην ιστορική προοπτική οι αντιπαραθέσεις διαμεσολαβούνται. Αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο η ιστορία από το 1974 και δώθε.
Ας έλθουμε λοιπόν στην Αριστερά. Η μήπως θα την ονομάζατε Κεντροαριστερά;
Οι όροι μας μπερδεύουν κάπως, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται ως προίκα στους νεοπροσύλητους στον Μητσοτάκη. Κρίνοντας από κάποια απόσταση, αυτός ο ευρύς αλλά και πολύμορφος χώρος ήλθε δυο φορές στην εξουσία. Το 1981 και το 2015. Την πρώτη φορά, γιατί εδώ που τα λέμε τότε ήταν πρώτη φορά που η Ελλάδα κυβερνήθηκε από μια αντισυμβατική και αριστερή δύναμη, άφησε ένα βαθύ μεταρρυθμιστικό έργο. Πατούσε όμως σε δυο βάρκες. Αναπεπταμένες προσδοκίες και κινητοποιήσεις, αλλά οικονομία σε αποδρομή γιατί είχε λήξει ο προηγούμενος κύκλος χωρίς να ανοίξει καινούργιος. Η δεύτερη φορά Αριστερά, μια άλλη, διαφορετική Αριστερά, κυβέρνησε σε πολύ σκληρές συνθήκες και ασφυκτικό έλεγχο από την Τρόικα. Κυβέρνησε με τιμιότητα και χωρίς σκάνδαλα, σε σύγκριση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που την έφεραν στην εξουσία. Τώρα έχει αλλάξει, έχει διευρυνθεί, έχουν ανανεωθεί τα ηγετικά της κλιμάκια. Χρειάζεται όπως ένα νέο όραμα στις συγκεκριμένες συνθήκες των αλλεπάλληλων κρίσεων. Η ΝΔ λέει χρειαζόμαστε επενδύσεις, θα κάνουμε τα πάντα, θα δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης, θα έρθει νέος πλούτος. Η Αριστερά τι αντιπαραθέτει σε αυτό το όραμα; Προγράμματα γράφονται και ξαναγράφονται, αλλά ούτε η φιλοσοφία του νέου οράματος είναι σαφής, ούτε το σχήμα του. Η ΝΔ μιλά για ιδιωτικοποιήσεις και η Αριστερά για το Δημόσιο. Αλλά δεν έχει εμβαθύνει σε αυτό, δεν του έχει δώσει χαρακτήρα δυναμικό. Ο Σύριζα νικά στα σημεία, και ο Τσίπρας στη Βουλή και τα στελέχη όταν είναι καλά προετοιμασμένα, αλλά αυτά είναι νίκες εντυπώσεων. Δεν έχει διατυπωθεί ακόμη μια διαφορετική προοπτική. Το μέγα διακύβευμα στην πολιτική είναι η κυριαρχία στο φαντασιακό των ανθρώπων, η υπόσχεση του μέλλοντος.
Ένα τελευταίο σημείο θα ήθελα να σχολιάσετε. Έχετε χαρακτηρίσει την υπόθεση Λιγνάδη ως πολιτισμικό πόλεμο. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε περισσότερο;
Οι πολιτισμικοί πόλεμοι (culturalwars) είναι ολοένα και πιο συχνοί γιατί η κουλτούρα, πέραν του βάρους της στη διαμόρφωση των προσωπικοτήτων και των συμπεριφορών μας, είναι το πεδίο που απορροφά κοινωνικές, έμφυλες, φυλετικές, εθνικές και άλλες εντάσεις. Η υπόθεση Λιγνάδη εξελίσσεται σε ένα παρόμοιο πολιτισμικό πόλεμο. Ο ίδιος προβλήθηκε ως ο πολιορκητικός κριός για να ανατρέψει την λεγόμενη αριστερή ηγεμονία στην κουλτούρα με ένα μείγμα καλογυαλισμένης αλλά ρηχής αρχαιολατρίας και αντικομουνισμού. Τα έλεγε αυτά στις δηλώσεις του. Προβαλλόταν με ένα φωτοστέφανο Μεσσιανισμού, και γι αυτό δεν ήθελε καν διαγωνισμό για τη θέση του διευθυντή ενός δημόσιου οργανισμού αλλά ενθρόνιση. Οι αποκαλύψεις δεν θα μετατρέπονταν σε δημόσιο σκάνδαλο, αν απλώς είχε επιλεγεί από μια ανοιχτή προκήρυξη. Ηταν η υπερεπένδυση της ΝΔ και των διανοουμένων και των ΜΜΕ της στο πρόσωπό του, που κατέρρευσε με πάταγο και έδειξε πόσο σαθρά είναι τα υλικά της δεξιάς ηγεμονίας.
Οι βιασμοί των αδύναμων και ευάλωτων, η ταπείνωσή τους, η σιωπή τους ως τον καιρό του #MeToo είναι πολιτισμικά ζητήματα πρώτης γραμμής. Η υπόθεση αυτή φέρνει αντιμέτωπες δύο απόψεις. Πρέπει η δικαιοσύνη να κρίνεται; Μήπως η λαϊκή ανάμειξη νοθεύει την ορθοκρισία και οδηγεί στην αδικία; Από την άλλη πλευρά βρίσκεται το ζήτημα της απονομής της δικαιοσύνης με ταξικά κριτήρια, την οποία ας μην υποκρινόμαστε πώς την ανακαλύπτουμε τώρα. Τα έχει ανακαλύψει πριν από μας η παγκόσμια ιστορία και λογοτεχνία. Οι άδικες κρίσεις για τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη και τους χιλιάδες εκτελεσμένους και εκτελεσμένες δεν προήλθαν ούτε από λαϊκά δικαστήρια, ούτε από τη λαϊκή ανάμειξη. Κάθε άλλο! Η υπόθεση Λιγνάδη είναι ένας καταλύτης. Είναι ένας πολιτισμικός πόλεμος που συνεχίζει την κινητοποίηση μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τη Χρυσή Αυγή, τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου από την ομοφοβία, συνεχίζει και ανανεώνει αντιπαραθέσεις που δημιουργούν οι νέες ταυτότητες, μας δείχνει ότι ο πολιτισμός δεν είναι βιτρίνα, αλλά αφορά την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, την αναγνώριση αυτού που είναι και αυτού που κάνουν. Η υπόθεση Λιγνάδη είναι μια συνάρθρωση πάρα πολλών πραγμάτων, προσώπων, στάσεων και ιδεών και πολιτικής. Και έτσι είναι οι πολιτισμικοί πόλεμοι, δημιουργούν ταυτότητες. Ταυτότητες ανθεκτικές. Κάνουν όμως και καθαρό το πρόσωπο και τις διαστάσεις του αντιπάλου. Μόνο τυχαίες δεν είναι οι συμπαρατάξεις από την μία και από την άλλη πλευρά, δείτε τα ονόματα και τις τροχιές τους.
Πηγή : https://www.ieidiseis.gr