Η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ συναντήθηκαν στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 με στόχο ένα εισιτήριο για το Μουντιάλ του Μεξικού και κατέληξαν να… πολεμούν μεταξύ τους. Κανονικά. Με όπλα! Το πρώτο ματς έγινε στην πρωτεύουσα της Ονδούρας, Τεγκουσιγκάλπα, στις 8 Ιουνίου του 1969, η Ονδούρα νικά 1–0 με γκολ, στο τελευταίο λεπτό του αγώνα, του Χοσέ Καρντόνα. Στο Σαν Σαλβαδόρ, την πρωτεύουσα του Ελ Σαλβαδόρ, το κλίμα είναι πένθιμο. Τη στιγμή που ο Καρντόνα πετυχαίνει το γκολ, η δεκαοχτάχρονη Αμέλια Μπολάνιος, η οποία παρακολουθεί στην τηλεόραση τον αγώνα μαζί με την οικογένειά της, πετάγεται και τρέχει στο γραφείο του πατέρα της. Ανοίγει ένα συρτάρι, βγάζει ένα πιστόλι που φυλούσε ο πατέρας της και αυτοπυροβολείται στην καρδιά. «Η νεαρή κοπέλα δεν άντεξε την ταπείνωση που υπέστη η πατρίδα της», θα γράψει η εφημερίδα El Nacional. Στην κηδεία της Μπολάνιος, που μεταδίδεται ζωντανά στην τηλεόραση, το πλήθος που τη συνοδεύει στο κοιμητήριο είναι τεράστιο. Στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής προχωράει τιμητικός λόχος του στρατού με λάβαρο. Το φέρετρο, καλυμμένο με τη σημαία του Ελ Σαλβαδόρ, ακολουθούν ο πρόεδρος και οι υπουργοί της κυβέρνησης. Πίσω από τους πολιτικούς πορεύεται σύσσωμη η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία έχει επιστρέψει το πρωί της ίδιας μέρας από την Τεγκουσιγκάλπα.
Η ρεβάνς στις 15 Ιουνίου στην πρωτεύουσα του Ελ Σαλβαδόρ, Σαν Σαλβαδόρ, οι γηπεδούχοι νικούν 3–0. Ακολούθησε τρίτο ματς μπαράζ στην Πόλη του Μεξικού στις 26 Ιουνίου. Το Ελ Σαλβαδόρ νικά με 3–2 στην παράταση. Την ίδια ημέρα, το Ελ Σαλβαδόρ διέκοψε όλους τους διπλωματικούς δεσμούς με την Ονδούρα, δηλώνοντας ότι «η κυβέρνηση της Ονδούρας δεν έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για την τιμωρία αυτών των εγκλημάτων που συνιστούν γενοκτονία, ούτε έχει δώσει εγγυήσεις για αποζημίωση ή αποζημίωση για τις ζημιές που προκλήθηκαν στους πολίτες του Ελ Σαλβαδόρ». Στις 14 Ιουλίου του 1969 ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ επιτέθηκε στην Ονδούρα. Τελικά, ύστερα από τέσσερις ημέρες εχθροπραξιών, επετεύχθη, στις 18 Ιουλίου, συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός με τη διαμεσολάβηση του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS). Τέθηκε σε ισχύ στις 20 Ιουλίου και τα στρατεύματα του Ελ Σαλβαδόρ ολοκλήρωσαν την αποχώρησή τους από τα εδάφη της Ονδούρας στις αρχές Αυγούστου.
Στο εξαιρετικό βιβλίο «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», ο Εδουάρδο Γκαλεάνο με τίτλο: «Τα δάκρυα δεν βγαίνουν από το μαντίλι» θα γράψει για την σύγκρουση (εντός και εκτός γηπέδου) Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ: «Tο ποδόσφαιρο, παρομοίωση του πολέμου, μπορεί να εξελιχθεί μερικές φορές σε πραγματικό πόλεμο… Στην εποχή μας ο ποδοσφαιρικός φανατισμός έχει καταλάβει το χώρο που στο παρελθόν ήταν αποκλειστικότητα της θρησκευτικής θέρμης, της πατριωτικής φλόγας και του πολιτικού πάθους. Όπως συμβαίνει με τη θρησκεία, την πατρίδα και την πολιτική, πλήθος αγριοτήτων διαπράττονται στο όνομα του ποδοσφαίρου και πλήθος εντάσεων εκδηλώνονται μέσω αυτού. Αρκετοί πιστεύουν ότι οι δαιμονισμένοι της μπάλας βγάζουν αφρούς από το στόμα, και, ομολογουμένως, η περιγραφή αυτή ανταποκρίνεται στην εικόνα πολλών τρελαμένων οπαδών. Αλλά ακόμα και οι πιο εξοργισμένοι εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν ότι στην πλειονότητα των περιστατικών η βία που εκδηλώνεται στο ποδόσφαιρο δεν είναι συστατικό στοιχείο του ποδοσφαίρου, όπως ακριβώς και τα δάκρυα δεν βγαίνουν από το μαντίλι. Το 1969 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ, δυο μικρών και πάμφτωχων χωρών της Κεντρικής Αμερικής, που για διάστημα μεγαλύτερο του ενός αιώνα συσσώρευαν αμοιβαία εχθρότητα. Ο καθένας από τους δύο είχε χρησιμέψει πάντα ως μαγική εξήγηση των δεινών του άλλου. Δεν είχαν δουλειά οι Ονδουρένιοι; Τους την έπαιρναν οι Σαλβαδορένιοι. Πεινούσαν οι Σαλβαδορένιοι; Ήταν γιατί τους κακομεταχειρίζονταν οι Ονδουρένιοι. Ο καθένας από τους δύο λαούς πίστευε ότι ο εχθρός είναι ο γείτονας και οι ηγέτες της μιας και της άλλης χώρας έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να διαιωνίσουν αυτή την κατάσταση. Ο πόλεμος αυτός ονομάστηκε “πόλεμος του ποδοσφαίρου”, γιατί οι σπίθες που άναψαν τη φωτιά ξεπήδησαν από τα γήπεδα του Σαν Σαλβαδόρ και της Τεγκουσικάλπα. Οι συγκρούσεις άρχισαν τη διάρκεια των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’70. Έγιναν φασαρίες, υπήρξαν μερικοί νεκροί και αρκετοί τραυματίες. Την ίδια εβδομάδα οι δυο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις. Η Ονδούρα απέλασε εκατό χιλιάδες Σαλβαδορένιους εργάτες γης, οι οποίοι εργάζονταν από παλιά στις φυτείες της χώρας, και τα θωρακισμένα του Ελ Σαλβαδόρ πέρασαν τα σύνορα. Ο πόλεμος διήρκεσε μια εβδομάδα και σκότωσε τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους. Οι δύο κυβερνήσεις, στρατιωτικές δικτατορίες, κατασκευασμένες στην αμερικανική σχολή, τροφοδοτούσαν τη φωτιά του αμοιβαίου μίσους. Στην Τεγκουσικάλπα, το σύνθημα ήταν “Ονδουρένιε, πάρε ένα χοντρόξυλο και σκότωσε έναν Σαλβαδορένιο”.
Στο Σαν Σαλβαδόρ το αντίστοιχο σύνθημα ήταν: “Πρέπει να δώσουμε ένα μάθημα σ’ αυτούς τους βάρβαρους”. Οι γαιοκτήμονες και οι πολέμαρχοι δεν έχυσαν ούτε μια σταγόνα αίμα, ενώ οι λαοί, ξυπόλυτοι, πιστές εικόνες της δυστυχίας τους, αλληλοεξοντώνονταν με πατριωτικό ενθουσιασμό».
Πηγή :https://www.epohi.gr