Νίκος Γραικούσης

 

του Νίκου Γραικούση / Πολιτική Επιτροπή

Το ‘’κρυφό σχολειό’’ και το φτωχό σχολειό.

Ο 18ος αιώνας και πιο πολύ το τελευταίο μισό του μπορεί να αποκαλεστεί και ο χρυσός αιώνας της Ελληνικής Διαφώτισης.
Πίσω από την άνοδο των Ελληνικών  γραμμάτων και τεχνών, βρίσκεται η οικονομική άνθηση των Ελλήνων της εποχής, οι οποίοι ως έμποροι, ως καραβοκύρηδες και ως  ναυτικοί, γυρνούν τον κόσμο, στήνουν για ακόμα μια φορά παροικίες, πλουτίζουν, μαθαίνουν και φροντίζουν με ποικίλους τρόπους να μεταδοθούν οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και στη γενέτειρα περιοχή τους.

Η Βαλκανική χερσόνησος και τα παράλια της Μικράς Ασίας γεμίζουν Ελληνικά σχολεία.
Τα Ιωάννινα, η Άρτα, η Δημητσάνα, η Ανδρίτσαινα, η Σμύρνη, το Αϊβαλί, η Χίος, η Πόλη, τα Αμπελάκια, οι Μηλιές , η Τραπεζούντα, η Αργυρούπολη, η  Σάμος, η Μοσχόπολη, η Πρίγκηπος, η Κοζάνη, το Ιάσιο, το Βελιγράδι, το Βουκουρέστι και πολλές άλλες περιοχές φιλοξενούν Ελληνικά σχολεία στα οποία φοιτούν όχι μόνο Έλληνες αλλά και σπουδαστές άλλων εθνικοτήτων της Αυτοκρατορίας όπως Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι, Βλάχοι κλπ.

Τα σχολεία αυτά ήταν ιδιωτικά, διότι δημόσια εκπαίδευση δεν υπήρχε και ούτε ενδιέφερε κάτι τέτοιο τις Οθωμανικές Αρχές.
Ο καθένας από μόνος του ή μια κοινότητα σε συλλογικό επίπεδο είχαν την ελευθερία και το δικαίωμα να δημιουργήσουν το σχολείο της αρεσκείας τους.
Τουλάχιστον τριάντα Ελληνικά σχολεία διεσπαρμένα σε ολόκληρη την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, διεκδικούσαν τον τίτλο της παροχής μιας ανώτατης εκπαίδευσης και κανένας δεν μπορούσε να κάνει σοβαρή καριέρα, ακόμα και σε αυτόν της Οθωμανικής Διοίκησης, αν δεν έφερε το προσόν της φοίτησης σε ένα τέτοιο σχολείο.
Η παρουσία σχολείων και η εκπαιδευτική διαδικασία ούτε απαγορευόταν ούτε ενοχλούσε τους Οθωμανούς, ασχέτως αν οι ίδιοι δεν συμμετείχαν ούτε ως κράτος ούτε ως άτομα σε αυτήν.
Άλλωστε οι πέντε σχολές των Ιωαννίνων ήταν τα πιο επιβλητικά κτίρια στο κέντρο της πόλης με τεράστιες επιγραφές που δήλωναν την παρουσία τους.

Αυτά γίνονταν στις μεγάλες πόλεις ή στις μεγάλες κωμοπόλεις.
Τι γινόταν στα χιλιάδες μικρά χωριά και κυρίως στα ορεινά αν κάποιος φτωχός ήθελε να μάθει στα παιδιά του λίγα κολλυβογράμματα;
Η μόνη λύση, αν υπήρχε και αυτή, ήταν να μαζευτούν όσοι χωρικοί μπορούσαν, να μαζέψουν τα δίδακτρα για κανένα φτωχοδάσκαλο που θα δεχόταν να κάνει τη δουλειά.
Η πιο σίγουρη και οικονομική  λύση ήταν ο παπάς του χωριού που έτσι κι αλλιώς ζούσε από τις προσφορές των ίδιων των κατοίκων, ο οποίος διέθετε και δωρεάν “σχολική στέγαση” στην εκκλησία για να διδάξει στα νέα παιδιά μέχρι εκεί που μπορούσε και έφτανε και ο ίδιος.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα του είναι αποκαλυπτικός όταν περιγράφει την παραπάνω διαδικασία.
Και πιο λογικό θα ήταν αυτό το “φτωχό σχολειό” να εξυπηρετεί πολλά γειτονικά χωριά, έτσι ώστε τα “μαθήματα” να γίνονταν σε κάποιο παρεκκλήσι στην ύπαιθρο που θα βόλευε την μετακίνηση των μαθητών από όλα τα μέρη.
Και φυσικά τα μαθήματα δεν θα γίνονταν τις ώρες που οι αγροτικές δουλειές απαιτούσαν την παρουσία και των φτωχόπαιδων στα χωράφια αλλά αργά το απόγευμα όταν ο ήλιος έδυε.
Το σκοτάδι θα ήταν λοιπόν αναπόφευκτο τουλάχιστον κατά την επιστροφή από το σχολειό.

Το “φεγγαράκι μου λαμπρό” λοιπόν δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Τώρα γιατί το μονοπάτι που οδηγεί στο σημερινό αξιοθέατο της σπηλιάς του “κρυφού σχολειού” ξεκινά από το χώρο της μεγάλης σχολής και βιβλιοθήκης της Δημητσάνας και γιατί περνά δίπλα από το άλλο μεγάλο σχολείο της μονής Φιλοσόφου, είναι  μάλλον ερώτημα για ψυχολόγους παρά για ιστορικούς.