Στην συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής της ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, 19/1/2020, μετά από εισήγηση των κκ Θ. Κωτσίδη και Σ. Προμπονά και τις παρατηρήσεις μελών της Π.Ε. αποφασίστηκε το παρακάτω κείμενο, το οποίο αποτελεί πρόταση του κόμματος για την Εξωτερική Πολιτική. Ταυτόχρονα ανοίγει τον προ-συνεδριακό διάλογο για τα αντίστοιχα θέματα.

  «Γεωπολιτική Στρατηγική, Εξωτερική Πολιτική»

 Συμπεράσματα – Σκέψεις

Παρακολουθούμε με αυξημένη ανησυχία τις εξελίξεις στην περιοχή των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου.

Κυρίως όμως παρακολουθούμε την εξέλιξη του σχεδίου των ΗΠΑ, που φαίνεται να αλλάζουν δομικά τον τρόπο των συμμαχιών τους. Κυρίαρχο στοιχείο της αλλαγής αυτής αποτελεί η μετεξέλιξη των συμμαχιών τους από στρατιωτικές σε απολύτως οικονομικές (έμμεσα ή άμεσα). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποχώρηση (απαγκίστρωση) στρατευμάτων που διάφορα μέρη του πλανήτη, όπου δηλαδή έχει ήδη εγκαθιδρυθεί πολιτική, οικονομική και κοινωνική αποδοχή τους. Ταυτόχρονα εμφανίζεται δυϊσμός εξουσίας, (άλλα λέει ο Λευκός Οίκος και  άλλα οι πάγιοι μηχανισμοί).

Δεύτερο σημείο αλλαγής φαίνεται η διαφορετική αντιμετώπιση περιφερειακών δυνάμεων όπως οι Σαουδική Αραβία, Η.Α.Ε. Τουρκία, Πακιστάν, Αίγυπτος, Κολομβία, Βραζιλία κ.ά. Στις περισσότερες περιπτώσεις αφήνουν ελεγχόμενες εστίες διενέξεων να τις επιλύσουν οι τοπικές δυνάμεις. Αυτό εμπλέκει τις καταστάσεις, διότι πολλές χώρες εκτιμούν ότι οι ΗΠΑ αποχωρούν και συνεπώς μπορούν να καλύψουν το κενό (Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Βραζιλία). Η λανθασμένη αυτή εκτίμησή τους δημιουργεί εμπλοκές και δυναμικές που δύσκολα θα βρεθούν σε ύφεση, αφού οι επίδοξοι κυβερνήτες ζητούν συνεχώς περισσότερα.

Η λανθασμένη πολιτική των ΗΠΑ, έφερε αλλαγή στο status της Συρίας με χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες. Κυρίως όμως έδωσε χώρο στην χώρα με το ασθενέστερο πολιτικό και οικονομικό status να θεωρεί ότι μπορεί να κυριαρχήσει και στρατιωτικά.  Ταυτόχρονα

Επόμενο πεδίο της Τουρκίας θα είναι οποιαδήποτε χώρα που αναζητά «απεγνωσμένα» συμμάχους. Εκτιμούμε ότι η συγκεκριμένη χώρα αποτελεί όχι μόνο αναθεωρητική δύναμη (όπως χαλαρά αναφέρουν και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες), αλλά χώρα που υιοθετεί εξτρεμιστικές λογικές, αναβιώνει αντιδημοκρατικές και επικίνδυνες λογικές διαχείρισης κοινωνικών αντιδράσεων, τρομοκρατεί ευθέως τους γείτονές της (Ελλάδα, Κουρδιστάν, Συρία, Αρμενία, ΙΡΑΚ) και το κυριότερο η πολιτική της ουσιαστικά ενδυναμώνει την δράση τρομοκρατικών και εξτρεμιστικών οργανώσεων.

Κύριο σημείο της ανάλυσής μας είναι η διαπίστωση ότι η πολιτική της Τουρκίας, που εκφράζεται με νέο-οθωμανική αυτοκρατορική λογική από τον πρόεδρό της, ουσιαστικά πηγάζει από τα τεράστια συμφέροντα της οικονομικής ελίτ που τον οδηγεί και τον χρηματοδοτεί.

Σε αυτή την περίοδο έντασης, η πολιτική ηγεσία της χώρας οφείλει να συσπειρώσει την κοινωνία και τις πολιτικές δυνάμεις.

Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη στρουθοκαμηλίζει ότι δεν συμβαίνει κάτι ανησυχητικό και προσπαθεί να πείσει ότι τα γεγονότα είναι έκτακτα και υπό έλεγχο. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πείσει ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη και οι συνεργασίες της περιορισμένες. Γεγονός που υποδηλώνει είτε λανθασμένη εκτίμηση είτε υποκρυπτόμενη πολιτική.

Η αποτυχημένη συνάντηση με τον κ. Trump, καθώς επίσης και τα παρακάλια για την αυτονόητη (υπό κανονικές συνθήκες) συμμετοχή της Ελλάδας σε πολυεθνική συνδιάσκεψη για την ειρήνη με χώρα που η ίδια συνορεύει, έχουν ξεγυμνώσει τα επιχειρήματα περί πολυδιάστατης και ενεργής εξωτερικής πολιτικής, τόσο της παρούσας κυβέρνησης όσο και της προηγούμενης.

Η πανθομολογούμενη απομόνωση της χώρας, οφείλεται στην επί σειρά ετών:

  • ανικανότητα κατανόησης των θεμάτων,
  • έλλειψη σχεδίου δράσης,
  • ανυπαρξία μεθοδικότητας,
  • σύνδεση των εθνικών θεμάτων με τους εκλογικούς συσχετισμούς.

Από το 1995 έως σήμερα, η χώρα έχει de facto απολέσει την δυνατότητα υπεράσπισης της Εθνικής κυριαρχίας, πολλώ δε μάλλον την Εθνική κυριαρχία αυτή καθ’ αυτήν.

Η συνεχιζόμενη αποδοχή της υποτέλειας και η ασύδοτη ενδοτικότητα, προς ΗΠΑ και Γερμανία (για διαφορετικούς λόγους με εκάστη) έχει και ένα όριο.

Κατανοούμε πλήρως την πολυπλοκότητα των θεμάτων και παραμένουμε προσηλωμένοι στην ειρηνική διευθέτηση όλων των θεμάτων.

 Προτείνουμε

Η Ελλάδα οφείλει να ασκεί ενεργό και πολυδιάστατη, δηλαδή πολύ-επίπεδη, Εξωτερική Πολιτική. Το σύνολο της διπλωματίας της χώρας απαιτείται να εμπλακεί ουσιαστικά και βάσει σχεδίου να δημιουργεί υποδομές αποδοχής των εθνικών μας γραμμών.

Οφείλει να διερευνήσει και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα με χώρες και εκτός Ε.Ε. (πχ Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ, Αίγυπτος, Μεγάλη Βρετανία) αλλά και με χώρες που μας προτείνουν στρατηγικής συνεργασίας βάθους όπως το Ισραήλ.

Η Ελλάδα δεν έχει μεγάλη δυνατότητα να ασκήσει πολιτικές ισχύος (Στρατιωτικής, Οικονομικής ή Τεχνολογικής), έχει όμως Ιστορική, Πολιτισμική, Γεωγραφική και Εμπορική ισχύ.

Η πολιτική της ήταν/είναι αποτέλεσμα μιας διαρκώς αναζητούμενης πολιτικής Ειρήνης στην περιοχή, γεγονός που την καθιστά σταθεροποιητικό παράγοντα μεν, αφού έτσι αποκτά συμμάχους που τα συμφέροντά τους καλύπτονται από τέτοιες πολιτικές, αλλά δημιουργεί και αδιέξοδα.

Είναι ουτοπικό να εκτιμούμε ότι η Εθνική Κυριαρχία, αποκτάται μέσω της ισχύος (παρά το γεγονός ότι συντηρητικοί κύκλοι, κατά καιρούς, προσπάθησαν να το εμφυσήσουν στους πολίτες).

Η αντίληψη περί «Διεθνούς Δικαιοσύνης» είναι εκτός πραγματικότητας στο παγκόσμιο πολιτικό/διπλωματικό σύστημα και δεν αποτελεί ρεαλιστική βάση που να μπορεί να στηριχθεί μία μακροπρόθεσμη και πολυδιάστατη γεωστρατηγική πολιτική. Το Διεθνές Δίκαιο οφείλουμε να το χρησιμοποιούμε και ως εργαλείο διπλωματίας και όχι  ως αμυντικό μηχανισμό.

Αντίστοιχα η χώρα δεν μπορεί να βασίζεται στην αμυντική πολιτική της Ε.Ε., η οποία αποδεικνύεται ελλειμματική απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις και εξαιρετική αδύναμη στις δράσεις της.

Η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των κρατών, η επίδραση των οικονομικών-πολιτικών-εμπορικών παραγόντων και η εμφάνιση ακραίων αντι-δημοκρατικών πολιτικών και πρακτικών, δημιουργούν συνθήκες ενός συνεχούς επαναπροσδιορισμού της διεθνούς θέσης της χώρας.

Στοιχεία όπως η Ιστορία, ο Πολιτισμός, η Τεχνολογία, η Γεωγραφία, η Οικονομία και το Εμπόριο, αποτελούν τομείς στους οποίους μπορεί να στηριχθεί η Γεωπολιτική Στρατηγική της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες.

Η νέα Διεθνής κατάσταση, κινείται αντι-διαμετρικά από τις αξίες της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, προβάλλοντας ως Εθνικό συμφέρον, μόνο την δημοσιονομική προσαρμογή και απορρίπτοντας διά της ισχύος, όλους τους ισχυρισμούς και τις προσπάθειες των Πολιτών για περισσότερη Δημοκρατία και Ελευθερία.

Η Πράσινη Αριστερά πρέπει να έχει ως μοναδικό προσανατολισμό, στις προτάσεις και θέσεις της, την ενδυνάμωση της Δημοκρατίας υποστηρίζοντας την δημιουργία περισσότερων και πιο άμεσων, με τους πολίτες, Δημοκρατικών θεσμών.

Οι προσανατολισμοί της Ελλάδας, πρέπει να αλλάξουν άμεσα.

Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις από την επίδραση των προβλημάτων σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια (Αλβανία, Κόσοβο, Τουρκία), η Μέση Ανατολή (Συρία, ΙΡΑΚ, Κουρδιστάν, Παλαιστίνη), η παρα-Μεσογειακή περιοχή (Αίγυπτος, Λιβύη), και ανατολικότερα στην Ασία (Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές/Πακιστάν) και στον Καύκασο (σχέσεις Ρωσίας με Ουκρανία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν) είναι τεράστιες.

Ζητήματα που θα μπορούσαν να επιλύσουν πολλά οικονομικά προβλήματα της χώρας όπως η  οριοθέτηση ΑΟΖ, η μείωση εξοπλισμών, η μείωση του αριθμού εισερχόμενων προσφύγων και μεταναστών, η μεταφορά αγωγών αερίου ή πετρελαίου, η αποφυγή διεθνούς διακίνησης  ναρκωτικών κλπ, φαίνεται να αναμένουν λύσεις από τον Διεθνή παράγοντα, που προφανώς θα προσπαθήσει να υλοποιήσει πρώτα τα δικά του συμφέροντα.

Η Ελλάδα δείχνει πιστή σε ένα δόγμα που υλοποιείται μέσω παθητικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ υιοθετείται στην βάση της επιχειρηματολογίας για Ειρηνική στάση (μονοσήμαντα). Συνεπώς δεν έχει δυνατότητα να αναβαθμίσει την θέση της στην Διεθνή Πολιτική σκηνή, αλλά μόνο να συμμαχεί με τις δυνάμεις που εκτιμά ότι θα κρατήσουν θετική στάση όταν τους ζητηθεί.

Αυτή είναι μία αδιέξοδη πολιτική και οδηγεί την χώρα στην χαμηλή κατηγορία σπουδαιότητας (με τις επιπτώσεις που συνεπάγεται αυτό για το μέλλον της).

Η αποδυνάμωση και εν τέλει πολιτική υποβάθμιση, στο εσωτερικό της Ε.Ε. έχει ήδη επιτευχθεί, αφού η χώρα μας δεν έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο, δεν τον διεκδικεί, τουναντίον αποδέχεται (με επιφωνήματα βεβαίως) την Γερμανική δράση για θέματα που μας αφορούν.

Έχουμε αναλύσει από πολύ νωρίς αυτή την κατάσταση. Δεν θεωρούμε ότι είναι αμιγώς οικονομική, αλλά κυρίως και βαθύτατα πολιτική.

Παρά τους απόλυτα λανθασμένους χειρισμούς των κυβερνήσεων, η χώρα παραμένει να έχει σημαντικές δυνατότητες ανάκαμψης.

Προ απαιτούμενα για την ισχυροποίηση της χώρας, που θα την απαλλάξει από άλλα προβλήματα στο μέλλον είναι:

  1. η επάρκεια θεωρητικής/στρατηγικής και θεσμικής προετοιμασίας,
  2. ο εντοπισμός στρατηγικών Εθνικών στόχων και «κόκκινων γραμμών»,
  3. η απαιτούμενη ακολουθία των κυβερνήσεων σε ένα 10ετές Εθνικό Σχέδιο δράσης που θα περιλαμβάνει τόσο την περιφερειακή όσο και την παγκόσμια διάσταση.
  4. η δημιουργία διαφορετικού σκεπτικού/αντίληψης για το μοντέλο ανάπτυξης (Ενεργειακά, ΑΠΕ, Μεταφορές, Μεταναστευτικό).

Για σημαντικά ζητήματα αναζητούνται στρατηγικές κατευθύνσεις και νέες πρακτικές προσέγγισής τους.

Αιγαίο

Η θέσπιση Ελληνικής ΑΟΖ έχει μεγάλη σημασία για το σύνολο της Ε.Ε. αλλά και για την Τουρκία.  Η παθητική στάση δεν προσφέρει δυνατότητες κινήσεων και καταργεί στην πράξη και επί της ουσίας το γεωστρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας.

Η επιθετική στρατηγική θέσπισης ΑΟΖ, μπορεί να φέρνει συγκρούσεις (συνήθως πολιτικές) αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα το πλαίσιο συμφωνιών, αφού όσοι έχουν αντιρρήσεις αναγκάζονται εκ των συνθηκών να ενεργήσουν και άρα να συμφωνήσουν. Στην περίπτωση της αδράνειας παρέχουμε  πλεονέκτημα στους αντιπάλους, δυνατοτήτων κινήσεων σ’ ένα ελεύθερο και αρρύθμιστο πλαίσιο ΑΟΖ στους έχοντες «αντίρρηση».

Ταυτόχρονα ξεπερνάει το-μάλλον άλυτο-ζήτημα των 12 ναυτικών μιλίων και τοποθετεί τα σύνορα της χώρας σε μεγαλύτερο βάθος και άρα της δίδει πλεονέκτημα δράσης και εδραίωση της θέσης στον Διεθνή χώρο.

Σύμμαχος σε αυτή την προσέγγιση είναι το γεγονός ότι τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, μπορούν να είναι και όρια της ΑΟΖ, βάση των χαρτών του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναγνωρίζουν, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, δικαίωμα ΑΟΖ σε όλα τα ελληνικά νησιά. Η αναγνώριση χώρου ΑΟΖ του Καστελόριζου, θα διαμορφώσει εντελώς διαφορετικά δεδομένα στην περιοχή.

Συνεπώς το ζήτημα του Αιγαίου, θα «ξεπεραστεί» από την οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ, που θα συμπεριλαμβάνει το Καστελόριζο και την Γαύδο.

Ταυτόχρονα επιβάλλεται η ανάληψη πρωτοβουλιών ώστε να χαρακτηριστεί το Αιγαίο, ως θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας.

Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης

Οι  πληθυσμοί στην Ελλάδα προστατεύονται από την Συνθήκη της Λωζάνης.

Η διχαστική πολιτική που για πολλά χρόνια εφαρμόστηκε από σχεδόν όλες τις Ελληνικές κυβερνήσεις, δεν έλυσε αλλά δημιούργησε περισσότερα προβλήματα.

Η «μειονότητα» στην Θράκη αποτελείται από Τουρκόφωνους/Τουρκογενείς πληθυσμούς, Πομάκους και Ρομά. (Ακόμη και η Συνθήκη της Λωζάνης κάνει λόγο για μουσουλμανικές μειονότητες-χρησιμοποιώντας πληθυντικό – που σημαίνει ότι δεν πρόκειται περί ομοιογενούς ομάδας, αλλά περί μειονοτήτων που έχουν κοινό μόνο τη θρησκεία, δεν έχουν δηλαδή εθνικά η πολιτιστικά συγγενή στοιχεία). Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ενιαία εθνολογικά ομάδα.

Είναι τουλάχιστον παρωχημένη η αντίληψη ότι η θρησκευτική ομάδα ταυτίζεται με εθνική/εθνολογική ομάδα (αποτελεί προσέγγιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…).

Στην βάση της προσέγγισης αυτής θα πρέπει να εφαρμοστούν όλες οι αρχές του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι οι Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως εθνικής ή εθνολογικής καταγωγής να είναι ίσοι απέναντι στους νόμους.

Αυτό σημαίνει ότι η Ελληνική πολιτεία επιβάλλεται να εφαρμόσει ίσες αποστάσεις και να επιβάλλει τους νόμους, προς κάθε πλευρά. Πρωτίστως απαιτείται να πράξει και η ίδια τις υποχρεώσεις της.

Εκτιμούμε ότι το θέμα της μειονότητας θα είναι το επόμενο πεδίο δράσης της Τουρκίας.

Προτείνουμε 6 άξονες πολιτικής:

  1. την άμεση δημιουργία μόνιμου Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής ως θεσμικό όργανο που θα εκτιμά, συζητά και αποφασίζει στην βάση του διαρκούς έργου ομάδων που θα έχουν συσταθεί (από το ίδιο) και θα αποτελούνται από διπλωμάτες, πολιτικά κόμματα, καθηγητές διεθνούς δικαίου, πρώην πρωθυπουργούς, πρώην υπουργούς (Άμυνας, Εξωτερικής πολιτικής και Εσωτερικών) και φυσικά την κυβέρνηση,
  2. δημιουργία Γενικής Γραμματείας Βαλκανικών θεμάτων για την υποστήριξη και ενίσχυση των ελληνικών σχέσεων στην περιοχή μας,
  3. την δημιουργία 10ετούς σχεδίου Εξωτερικής Πολιτικής που θα καθορίσει το είδος και το εύρος των συμμαχιών της χώρας και φυσικά θα ακολουθείται υποχρεωτικά από όλες τις κυβερνήσεις,
  4. το πεδίο διπλωματικής δράσης μας απαιτείται να περιέχει εκτός των ΗΠΑ, Ρωσία, τo Μεσογειακό τόξο (Ισπανία, Μάλτα, Ιταλία, Γαλλία, Κύπρος, Λίβανος, Λιβύη, Αίγυπτος, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία), τις Βαλκανικές (Βουλγαρία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Κροατία, Μαυροβούνιο), έως τις Καυκάσιες χώρες (Μολδαβία, Γεωργία, Ουκρανία και Αρμενία),
  5. την απόρριψη οποιασδήποτε λογικής εξωτερικής πολιτικής που βασίζεται σε οικονομικές συμμαχίες ή συμφωνίες. Η εξόρυξη υδρογονανθράκων μας βρίσκει απολύτως αντίθετους και για λόγους διπλωματίας (όχι μόνο περιβαντολογικούς). Η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας προφανώς μπορεί να αποτελέσει πεδίο συμμαχιών αλλά περιορισμένα και μέσα από σχέδιο και μέθοδο. Απαιτείται να συντονιστούμε (και να συμμαχήσουμε) με χώρες που έχουν κοινές κατευθύνσεις για την μετάβαση προς τις Α.Π.Ε,
  6. την δημιουργία δράσεων και πρωτοβουλιών, ώστε η Ε.Ε. να καταλήξει σε Ενιαία Αμυντική Πολιτική.