Άγγελος Ευστρατόγλου
Η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμφίβολα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ζητήματα που δημιουργήθηκαν λόγω της εφαρμογής των μνημονίων και παραμένουν ακόμη σε εκκρεμότητα αφορούν στην πλήρη αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στην επαναφορά της δυνατότητας των κοινωνικών εταίρων να προσδιορίζουν το ύψος του κατώτατου μισθού, στην αποκατάσταση των εισοδηματικών απωλειών των εργαζομένων και στη διασφάλιση των προϋποθέσεων εφαρμογής της απόφασης αύξησης του κατώτατου μισθού. Δεν αναιρείται όμως το γεγονός ότι η αύξηση συνιστά θετική ενέργεια.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η μείωση του κατώτατου μισθού, η διαμόρφωση χαμηλότερου μισθού για τους νέους και η διατήρηση των αποδοχών σε χαμηλό επίπεδο για μια μακρά χρονική περίοδο, που επιβλήθηκαν μέσω των μνημονίων, δημιούργησαν εξαιρετικά σημαντικά προβλήματα στο επίπεδο διαβίωσης σημαντικού τμήματος των συμπολιτών μας, οδηγώντας πολλούς σε διαβίωση κάτω από τα όρια της φτώχειας. Η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, να αντιμετωπίσει μέρος των προβλημάτων αυτών, βελτιώνοντας τις συνθήκες διαβίωσής τους και απομακρύνοντάς τους από τα όρια της φτώχειας.
Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, ο ακριβής προσδιορισμός των επιπτώσεων της αύξησης αυτής απαιτεί την περαιτέρω ανάλυση μιας σειράς μεγεθών της οικονομίας. Σε γενικές γραμμές, η αύξηση αναμένεται να βελτιώσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και, με δεδομένη την υψηλή ροπή για κατανάλωση των χαμηλών εισοδημάτων, να ενισχύσει τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, η οποία, με τη σειρά της, αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω την αύξηση της απασχόλησης, συμβάλλοντας στην εμπέδωση του θετικού κύκλου της οικονομίας.
Το ακριβές ύψος της επίδρασης στην απασχόληση από την αύξηση αυτή, αλλά και μια ενδεχόμενη αύξηση της ανεργίας, εξαρτώνται από τις εξελίξεις στο πεδίο της παραγωγικότητας, από την ελαστικότητα της απασχόλησης προς το μισθό[1] και από τις στρατηγικές των εργοδοτών αναφορικά με την εξασφάλιση του απαραίτητου για τις επιχειρήσεις τους ανθρώπινου δυναμικού. Η αυξητική τάση της απασχόλησης που αναδεικνύεται τα τελευταία χρόνια δεν αναμένεται να ανακοπεί, με την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας να υπερκαλύπτει τις όποιες αντίθετης κατεύθυνσης κινήσεις.
Στο βαθμό μάλιστα που οι εργοδότες μετατοπίζονται από τις στρατηγικές άντλησης φθηνού ανθρώπινου δυναμικού, που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομικής κρίσης, σε στρατηγικές αναβάθμισης και βελτίωσης των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού τους, που συνδέονται θετικά με την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, η όποια αρνητική επίδραση της αύξησης του κατώτατου μισθού αναμένεται να είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Σε πιο περιορισμένη κλίμακα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που συνδέονται με την παρατεταμένη στασιμότητα της οικονομίας τα προηγούμενα έτη, η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του εργατικού δυναμικού, να μετακινήσει δηλαδή μέρος του οικονομικά ανενεργού τμήματος του πληθυσμού προς τις οικονομικές δραστηριότητες, με παράλληλη μείωση του μισθού επιφύλαξης[2] και βελτίωση των καταστάσεων που συνδέονται με το ύψος του.
[2] Ως μισθός επιφύλαξης ορίζεται το ύψος εκείνο του μισθού κάτω από το οποίο ένα άτομο δεν επιθυμεί να εργασθεί. Η σχέση του κατώτατου μισθού με το μισθό επιφύλαξης είναι αρνητική. Όσο πιο χαμηλός είναι ο κατώτατος μισθός, τόσο υψηλότερος είναι ο μισθός επιφύλαξης, γεγονός που αποθαρρύνει έναν αριθμό ατόμων από το να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό και να αναζητήσουν εργασία. Όταν ο κατώτατος μισθός αυξάνει, ο μισθός επιφύλαξης μειώνεται, και περισσότερα άτομα εντάσσονται στο εργατικό δυναμικό.
Άγγελος Ευστράτογλου, Οικονομολόγος της Εργασίας. Από το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ).
Via : tvxs.gr