Βλάσης Αγτζίδης
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του Γεωργίου Σκληρού. Θεωρείται ότι ο Σκληρός είναι αυτός που εισήγαγε την κοινωνιολογία στην Ελλάδα και χρησιμοποίησε τη μαρξιστική μέθοδο για να αναλύσει την ελληνική κοινωνία. Πέθανε στο Κάιρο της Αιγύπτου σε ηλικία μόλις 41 χρόνων, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1919. Υπήρξε ένας κορυφαίος διανοούμενος, που ακόμα δεν έχει βρει τη θέση του στο πάνθεον των σύγχρονων Ελλήνων διανοητών.
Ο Γεώργιος Σκληρός -Κωνσταντινίδης ήταν το πραγματικό του επίθετο- γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, πρωτεύουσα του μικρασιατικού Πόντου. Ο λόγιος πατέρας του Ηλίας Κωνσταντινίδης ήταν ένας εύπορος έμπορος. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών στην Τραπεζούντα στάλθηκε στην Οδησσό της Νέας Ρωσίας για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Σύντομα εγκατέλειψε την Οδησσό και εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή.
Ανακαλύπτοντας τη μαρξιστική μέθοδο
Κατά την παραμονή του στη Ρωσία συνάντησε τις νέες αντιλήψεις που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν με ρεαλιστικότερο τρόπο τις κοινωνικές εξελίξεις, απαλλαγμένες από τη μεταφυσική που χαρακτήριζε τις προηγούμενες μεθόδους. Για το ψευδώνυμο που επέλεξε γράφει: «Το αποφάσισα, το Σκληρός, ως ψευδώνυμο μου ταιριάζει, εκφράζει όσα πιστεύω και όσα αισθάνομαι. Τη φοβερή μου απέχθεια για τις αισθηματολογίες, τη μαλθακότητα, τις ρομάντζες, τους ψευτοαισθηματισμούς και όλα τα συναφή που ωραιοποιούν και συσκοτίζουν τα πράγματα. Πάει, τελείωσε, η πραγματικότητα πρέπει να είναι η αρχή των πάντων κι όχι τα αισθήματα και η διάθεσή μας, που βασανίζουν και ταλαιπωρούν την ψυχή, πολύ συχνά, το ίδιο οδυνηρά με τις αντικειμενικές δυσκολίες. Χίλιες φορές πεζός και ανούσιος ρεαλιστής που δεν υπερτιμά ούτε υποτιμά τις δυνάμεις του, παρά ιδεαλιστής φαντασμένος ή δονκιχώτης ουτοπιστής.»
Ο Σκληρός έζησε τις μεγάλες κοινωνικές αναταραχές στη Ρωσία, όπως την επανάσταση του 1905 που καθόρισε την προσωπική του στάση ζωής. Και μαζί του και άλλοι Πόντιοι, όπως ο Γιάννης Πασαλίδης, ο μέγιστος θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Φωτιάδης και πολλοί άλλοι. Πιθανότατα, λόγω της εμπλοκής του στα επαναστατικά γεγονότα, εγκαταλείπει το 1905 τη Ρωσία. Εγκαθίσταται στην Ιένα της Γερμανίας, από το πανεπιστήμιο της οποίας θα λάβει το πτυχίο της ιατρικής σχολής το 1909. Εκεί συνδέθηκε με τον Δημήτρη Γληνό, τον οποίο και δίδαξε τις αρχές της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Μαζί ίδρυσαν το σοσιαλιστικό φοιτητικό σύλλογο με την επωνυμία «Φιλική Προοδευτική Ένωση».
Ο Σκληρός συνέβαλε καθοριστικά στη γένεση μιας νέας ερμηνευτικής για τα ζητήματα του ελληνισμού, κοινωνικά και εθνικά. Ο Σκληρός είναι ο πρώτος επιστήμονας που εισήγαγε τη μαρξιστική μέθοδο στην ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Η χρήση της νέας αυτής μεθόδου εκφράζει και τη δική του πεποίθηση, ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να δώσει διέξοδο στα προβλήματα του ανθρώπου. Ο Σκληρός διακήρυξε με κάθε δύναμη την πίστη του στη σοσιαλιστική επανάσταση. Και ακριβώς γι αυτό αρνήθηκε κάθε σχέση με το χρήμα καταδικάζοντας τον εαυτό του σε ακραία ένδεια. Όμως ο σοσιαλισμός του Σκληρού είναι δημοκρατικός και απεχθάνεται τα ολοκληρωτικά προτάγματα μιας διεστραμμένης αντίληψης, που παραβιάζει τον μαρξισμό και θέτει υπεράνω όλων τον μηχανισμό, το ολοκληρωτικό και αυταρχικό Άγιο Κόμμα. Ακριβώς γι αυτό τοποθετήθηκε αρνητικά στις νέες απόψεις που κόμιζε η αντίληψη του Λένιν, ο οποίος στη θέση της κοινωνικής τάξης ως υποκείμενο των αλλαγών εισήγαγε το ιεραρχικά δομημένο Κόμμα. Δηλαδή τον μηχανισμό που κυριαρχούσε επί των κοινωνικών τάξεων και διαμόρφωνε ανεξέλεγκτα την πολιτική. Δάσκαλος του Σκληρού ήταν ο Πλεχάνοφ. Ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος, ένας προοδευτικός Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και κοινωνιολόγος από την Κωνσταντινούπολη, του οποίου τις διαλέξεις στη Ζυρίχη παρακολούθησαν ο Λένιν και ο Πλεχάνοφ, χαρακτήρισε τον Πλεχάνοφ ως «διδάσκαλο του μαρξισμού».
Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι οι απόψεις του Μαρξ ήταν αυτές που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή σκέψη του 20ού αιώνα και σφράγισαν τις πολιτικές εξελίξεις στη Γηραιά Ηπειρο. Διαμόρφωσε τις απόψεις του μέσα από μια βαθύτατη γνώση της αρχαίας φιλοσοφίας. Η διδακτορική διατριβή του Μαρξ ήταν «Για τη διαφορά της περί φύσεως φιλοσοφίας του Δημόκριτου και του Επίκουρου», όπου συγκρίνονταν οι διαφορές των ατομικών θεωριών των δύο αρχαίων φιλοσόφων. Όλα αυτά συνδυασμένα με την κριτική προς τις κοινωνικές ανισότητες, τον οδήγησαν στη διατύπωση ενός ερμηνευτικού μοντέλου για την μελέτη της ιστορίας των κοινωνιών, που βασιζόταν στην ανάλυση των εσωτερικών σχέσεων, των αντιφάσεων και των κοινωνικών συγκρούσεων. Ο Σκληρός είχε επίσης μια ξεκάθαρη αντίληψη για τη γλώσσα, την οποία αντιμετώπιζε ως ζωντανό κοινωνικό οργανισμό που δεν θα έπρεπε να υποταχθεί σε άτεγκτους κανόνες που θέτουν για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους τόσο οι καθαρευουσιάνοι όσο και οι δημοτικιστές.
Ο Σκληρός ήταν μια µοναχική και ιδιόρρυθµη προσωπικότητα. Αυτή τον οδήγησε σε μια απόλυτη προσήλωση προς τα πιστεύω του. Αυτή η προσήλωση τον κάνει να είναι επιφυλακτικός από ένα σηµείο και µετά µε τους έως εκείνη τη στιγμή συνοδοιπόρους του από τον κύκλο της Ιένας, όπως ο Αλέξανδρος ∆ελµούζος και οι δυό γιοί του Νικόλαου Πολίτη. Από τους φίλους αυτούς νοιώθει βαθμιαία απομακρυσμένος ιδεολογικά γιατί διαπιστώνει ότι συμβιβάζονται πλέον με το κατεστηµένο, καθώς και αρκετά προδομένος επειδή που δεν µπορούν να του βρουν µια θέση στην Ελλάδα, στην οποία ποθεί να ζήσει. Το όνειρο του Σκληρού ήταν να εγκατασταθεί στην Αθήνα, για την οποία είχε μια εξιδανικευμένη εικόνα. Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ κατορθωτό, παρότι η μορφή του θα γίνει θρύλος στο χώρο των διανοουμένων της Αθήνας. που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής κοινωνίας του 1907, με τα γραπτά του.
Η μελέτη του με τίτλο «Το Κοινωνικό μας ζήτημα » εκδόθηκε στην Αθήνα το 1907 τάραξε τα νερά μιας καθηλωμένης συντηρητικής κοινωνίας. Το ίδιο συνέβη και με την αρθογραφία του στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ, επί δυο συνεχή χρόνια (1907-1909). Οι θέσεις του Σκληρού συζητήθηκαν από τους Ελληνες διανοούμενους και συγγραφείς και προκάλεσαν γόνιμες αντιπαραθέσεις. Το ίδιο συνεχίστηκε με την έκδοση στην Αλεξάνδρεια το 1919 της μελέτης του με τίτλο «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού».
Σύγκρουση με τον Δραγούμη-Συμφωνία με τη Λούξεμπουργκ
Χαρακτηριστική είναι η σύγκρουσή του με τον Ίωνα Δραγούμη για τα κοινωνικά και εθνικά ζητήματα. Ο Δραγούμης στον διάλογό του με τον Γ. Σκληρό στις σελίδες του «Νουμά», παραδέχεται για πρώτη φορά την γνωσιολογική του αδυναμία. Γράφει: «Εγώ δε γνώρισα τον Χέγκελ, ούτε έμαθα τι πάει να πει διαλεχτική και μεταφυσική μέθοδος.» Και δηλώνει καθαρά ότι δεν είναι ο ονειροπόλος ιδεαλιστής, όπως υποστηρίζει η εικόνα που καλλιέργησαν οι θαυμαστές του, αλλά μαχόμενος διπλωμάτης και πολιτικός. Γράφει: «Είμαι κ. Σκληρέ πολιτικός. Εμείς οι πολιτικοί πηγαίνουμε σύμφωνα με τις περιστάσεις – δηλαδή βλέποντας και κάνοντας….». (Ίων Δραγούμης, «Το Έθνος, οι Τάξεις και ο Ένας» , περ. Νουμάς, τεύχος 271, 25 Νοεμβρίου 1907).
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι μεγάλη η συμβολή του Σκληρού στην κατανόηση τόσο της ελλαδικής κοινωνικής πραγματικότητας των αρχών του 20ου αιώνα, όσο και της αποτίμησης της ιστορικής συγκυρίας. Καθώς είναι μυημένος στο μαρξισμό, αναπτύσσει κριτήρια και μεθόδους ανάλυσης που είναι άγνωστες στους Ελλαδικούς διανοούμενους. Στην ιστορική του αποτίμηση καταθέτει μια ανάλυση που στις μέρες μας την είδαμε να επαναδιατυπώνεται από τον Νίκο Σβορώνο. Ο Σκληρός γράφει το 1909: «Η θέση του Ελληνισμού σε όλο το διάστημα της δουλείας και στον καιρό της επανάστασης, σαν υποδούλου πιεζόμενου, είτανε θέση εκτάκτως επαναστατική. Όλη η ψυχολογία της ρωμιοσύνης δεν μπορούσε επομένως παρά να είτανε φιλελεύθερη, ριζοσπαστική, επαναστατική. Τα τραγούδια του Ρήγα μπορούν να δείξουν σε τι ύψος φιλελεύτερου και δημοκρατικού φρονήματος είχε φτάσει τότες το ελληνικό πνεύμα με την επίδραση της δουλείας και της πίεσης απ’ τη μια μεριά και της αστικής επαναστατικής ιδέας της εποχής από την άλλη.»
Με την εξαιρετική επιστημονική του κατάρτιση προσεγγίζει και περιγράφει το Νεοτουρκικό κίνημα. Στη θεώρησή του αυτή, που αποτελεί αποτέλεσμα της δικής του βιωματικής εμπειρίας από την κατάσταση του Πόντου, αλλά και των νέων αναλυτικών εργαλείων που κομίζει ο μαρξισμός, συναντά τις θέσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Λούξεμπουργκ είχε ήδη αναλύσει με υποδειγματικό τρόπο στο κείμενο «Η σοσιαλδημοκρατία και οι εθνικοί αγώνες στην Τουρκία» την κοινωνική κατάσταση της ύστερης οθωμανικής κοινωνίας, ορίζοντας παράλληλα τα καθήκοντα του σοσιαλιστικού κινήματος. Με τα κείμενά της «Για την πολιτική του Vorwarts στο Ανατολικό Ζήτημα» και ειδικότερα με το «Η δραστηριότητα των Γερμανών ιμπεριαλιστών στην Τουρκία» η Λούξεμπουργκ προσέγγισε το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων του 1908, τοποθετώντας το στο πραγματικό ιστορικό του πλαίσιο και αποδεικνύοντας ότι λειτουργούσε εξυπηρετικά προς το γερμανικό ιμπεριαλισμό. Η Λούξεμπουργκ διατυπώνει μια σαφέστατη θέση: «Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμιά κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και μεγαλύτερες! Έτσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να αποσπασθούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Η κρίση της Ιστορίας για την Τουρκία είχε πια βγει: βάδιζε προς την διάλυση…» (Το κείμενο «Η σοσιαλδημοκρατία και οι εθνικοί αγώνες στην Τουρκία» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη, τεύχος 11, φθινόπωρο 2016).
Σε ταξικό επίπεδο η σύγκρουση θα είναι μεταξύ των προοδευτικών αστικών στρωμάτων των χριστιανικών, κυρίως, λαών και των εθνικιστών στρατιωτικών. Γνωρίζει πολύ καλά η Λούξεμπουργκ τη ταξική αυτή διαφοροποίηση, όταν καλεί το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να στηρίξει τα χριστιανικά κινήματα της Αυτοκρατορίας. Γι΄ αυτό η Λούξεμπουργκ θα γράψει: «…Η σημερινή μας θέση στο Ανατολικό Ζήτημα είναι να αποδεχτούμε τη διαδικασία διάλυσης της Τουρκίας ως μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μην κάνουμε σκέψη ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε κανείς να τη σταματήσει και να εκδηλώσουμε στους αγώνες για αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράστασή μας.»
Ο Γληνός ως μαθητής του Σκληρού
Σε παρόμοια κατεύθυνση και στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα κατάληξε και ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός με το κείμενό του «Το Ζήτημα της Ανατολής». Στο κείμενό του αυτό, καθώς και σε ένα αντίστοιχο του Σμυρνιού μαθητή του Δημήτρη Γληνού, το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίζεται ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Γράφει το 1909 ο Σκληρός για το κίνημα των Νεότουρκων, που στην Ελλάδα είχε αντιμετωπιστεί με εξαιρετικά θετικό τρόπο: «Εάν η Ελλάδα είχε στοιχειώδη κοινωνική μόρφωση, θα καταλάβαινε αμέσως, αναφορικά με την Τουρκική Επανάσταση…. (ότι ) αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα έχη την πολιτική αναγέννηση και το δυνάμωμα της Τουρκίας από τη μια, και το άνθισμα του αστικού σωβινιστικού πατριωτισμού των Τούρκων από την άλλη, αναγκαστικά θ’ αλλάξη και όλη η υπόσταση της Τουρκίας, όλη της η στάση απέναντι της Ευρώπης, των γειτόνων κρατών και των υποτελών ξένων φυλών. Ο ασθενής της χτες, όχι μόνο θα λείψει πλέον, αλλά στον τόπο του θα μπη ένας νέος, γερός και γιομάτος σφρίγος παράγοντας, που θα υπερτερή κατά πολύ στη δύναμη όλους τους άλλους παράγοντες της Ανατολής. Η αλλαγή λοιπόν των συνθηκών αναγκαστικά πρέπη να φέρει αλλαγή των σχέσεων των διαφόρων παραγόντων της Ανατολής αναμεταξύ τους. Η εμφάνιση νέου εχτρού, πολύ πλέον επικίντυνου και πολυπληθέστερου και σωβινιστικού, που φοβερίζει εξ ίσου την εθνική υπόσταση των άλλων φυλών (γατί πρώτος όρος του αστικού πατριωτισμού είναι να μην ανέχεται δίπλα του άλλονε ξένον πατριωτισμό) αναγκαστικά πρέπει να φιλιώσει τους χτες εχτρούς, για κοινή άμυνα εναντίον τού νέου επικίντυνου αντιπάλου….»
Εν κατακλείδι
Μακάρι τα 100 χρόνια από το θάνατο του κορυφαίου αυτού Πόντιου διανοητή να αποτελέσουν την αφορμή για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων και συνεδρίων που θα αναδείξουν την πρωτοποριακή του σκέψη και την επιρροή στη κίνηση ιδεών στον ελληνικό κόσμο κατά τον 20ο αιώνα.
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας-μαθηματικός,
https://kars1918.wordpress.com/
Via : tvxs.gr