Το δεύτερο πιο σημαντικό νόμισμα στον κόσμο – Οι επιτυχίες, τα δομικά ελαττώματα και τα ημιτελή βήματα
Της Valentina Romei
Την 1η Ιανουαρίου του 1999, έντεκα χώρες «κλείδωσαν» τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες και δημιούργησαν ένα νέο νόμισμα: το ευρώ. Έπειτα από τρία χρόνια τέθηκαν σε κυκλοφορία ευρώ σε κέρματα και χαρτονομίσματα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ακόμα οκτώ χώρες εντάχθηκαν στη νομισματική ένωση και άλλες επτά αναμένεται να ενταχθούν εφόσον εκπληρώσουν τα κριτήρια.
Είκοσι χρόνια μετά, το ευρώ είναι ένα επιτυχημένο εγχείρημα με βάση την εξάπλωσή του και τη στήριξη που απολαμβάνει. Τα τρία τέταρτα των πολιτών στην Ευρωζώνη είναι υπέρ του ευρώ, το υψηλότερο ποσοστό από το 2004, γεγονός που φαίνεται να αντιβαίνει στην άνοδο του αντιευρωπαϊκού αισθήματος σε πολλές χώρες.
Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα για το ευρώ, όπως αναγνωρίζουν ακόμα και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του. Η κρίση της περασμένης δεκαετίας αποκάλυψε ελαττώματα στην αρχιτεκτονική του, τα οποία προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα κράτη – μέλη. Η μεταρρύθμιση γίνεται με αργούς ρυθμούς, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα πλούσια και φτωχά κράτη – μέλη.
Ένα παγκόσμιο νόμισμα
Το ευρώ έχει γίνει το δεύτερο πιο σημαντικό νόμισμα στον κόσμο. Αντιστοιχεί στο 36% των παγκόσμιων πληρωμών και στο 20% των συναλλαγματικών αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών, στη δεύτερη θέση μετά από το δολάριο. Το χρησιμοποιούν 340 εκατομμύρια άνθρωποι σε 19 χώρες. Επιπλέον, 175 εκατομμύρια άνθρωποι εκτός Ευρωζώνης είτε το χρησιμοποιούν είτε έχουν συνδέσει τη συναλλαγματική τους ισοτιμία με αυτό.
Το 38% περίπου του πληθυσμού της Ευρωζώνης δεν έχει γνωρίσει άλλο νόμισμα στην ενήλικη ζωή του. Η διαδικασία της νοερής μετατροπής στο προηγούμενο νόμισμα μιας χώρας αποτελεί παρελθόν. Σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, η πλειονότητα είναι υπέρ του ευρώ.
Μια ελπιδοφόρα πρώτη δεκαετία
Σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις προσδοκίες, η δημιουργία του ευρώ έδωσε ώθηση στις κεφαλαιακές ροές εντός της Ευρωζώνης. Οι διασυνοριακές απαιτήσεις των τραπεζών της Ευρωζώνης αυξήθηκαν από λιγότερο από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ το 1998 σε σχεδόν 10 τρισ. το 2008, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.
Αναλυτικά στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δείχνουν ότι ο διατραπεζικός δανεισμός στην Ευρωζώνη ανήλθε περίπου στο ένα τέταρτο του συνολικού δανεισμού μεταξύ τραπεζών το 2008. Ο τραπεζικός δανεισμός σε επιχειρήσεις σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης ενισχύθηκε στο υψηλό 5,3% του συνόλου του τραπεζικού δανεισμού σε επιχειρήσεις τον Μάρτιο του 2019. Το εμπόριο εντός της Ευρωζώνης υπερδιπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1999 και το 2008, αλλά παραμένει σε μεγάλο βαθμό σταθερό ως μερίδιο του συνολικού εμπορίου, κυρίως λόγω της ανόδου των εμπορικών ροών με την Ασία.
Η κρίση και η πρόκληση της επιβίωσης
Όταν ξέσπασε η κρίση της Ευρωζώνης, οι κεφαλαιακές ροές αντιστράφηκαν, καθώς οι αγορές άρχισαν να ανησυχούν για το κατά πόσον θα άρχιζε η διάλυση της Ευρωζώνης. «Πολλοί επενδυτές συμπέραναν ότι η μόνη λύση για τις χτυπημένες από την κρίση χώρες ήταν να βγουν από το ευρώ», δήλωσε τον περασμένο Μάιο ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. «Φοβούμενοι τη μετατροπή σε νομίσματα μικρότερης αξίας, οι επενδυτές άρχισαν να ξεπουλάνε εγχώρια στοιχεία ενεργητικού».
Αλλά τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης έλαβαν διάφορα μέτρα για να παραμείνουν ενωμένα. Το 2010, δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Οικονομικής Σταθερότητας (EFSF) ως προσωρινό εργαλείο για την παροχή οικονομικής βοήθειας στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, παρέχοντας συνολικά δάνεια 175 δισ. ευρώ. Στη συνέχεια, δημιουργήθηκε ένα μόνιμο ταμείο διάσωσης με δυνατότητα ανώτατου δανεισμού 500 δισ. ευρώ, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM).
Το μεγάλο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών
Η ανάκαμψη έφερε μια κάποια σύγκλιση μεταξύ του πληθωρισμού και των επιτοκίων – αλλά αυτό δεν συνέβη στον ίδιο βαθμό σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, ειδικά μεταξύ των παλαιών μελών του ευρώ. Ο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης CEPS, κατέδειξε σε πρόσφατη μελέτη πως τα νεότερα μέλη της Ευρωζώνης από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη καλύπτουν σταδιακά την απόσταση σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά ότι ο Βορράς έχει αποκλίνει από τον Νότο μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η ίδια απόκλιση μπορεί να παρατηρηθεί σε δείκτες όπως οι πραγματικοί μισθοί, οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, την περασμένη χρονιά ένας εργάτης στη Γερμανία ή το Βέλγιο ήταν σε θέση να παράγει περίπου 70 δολάρια την ώρα, σχεδόν δυο φορές πάνω από την παραγωγικότητα στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, μετά από τις διορθώσεις στη διαφορά των τιμών.
«Οι χώρες με χαμηλή αρχική παραγωγικότητα είχαν σταθερά χαμηλότερη συνολική ανάπτυξη της παραγωγικότητας και βίωσαν μεγαλύτερη επιβράδυνση τα τελευταία χρόνια» υποστηρίζει έκθεση του ΔΝΤ για τη σύγκλιση της Ευρωζώνης.
Ανολοκλήρωτο εγχείρημα
Από τότε που δημιουργήθηκε το ευρώ, τα κράτη – μέλη έχουν κάνει πολλά βήματα ώστε να βελτιώσουν την αντοχή της Ευρωζώνης σε κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας μιας τραπεζικής ένωσης και μιας ένωσης κεφαλαιακών αγορών. Αλλά και οι δύο παραμένουν ανολοκλήρωτες.
Η έλλειψη βαθύτερης χρηματοπιστωτικής ενοποίησης αφήνει τις μικρότερες τράπεζες εκτεθειμένες στις εγχώριες οικονομίες – και στη μείωση του δανεισμού, υπονομεύοντας τις δυνατότητες ανάκαμψης στη διάρκεια οικονομικής κάμψης. Αλλά αν υπάρχουν τράπεζες που λειτουργούν σε όλα τα μέρη της Ευρωζώνης, μπορούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες σε μια περιοχή με ύφεση από τα κέρδη σε άλλη και μπορούν να συνεχίσουν να προσφέρουν πίστωση σε αξιόπιστους οφειλέτες, όπως είπε ο Μάριο Ντράγκι τον Μάιο.
Οι προτάσεις των Βρυξελλών για εμβάθυνση της νομισματικής ένωσης κυμαίνονται από τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου ώς τη θεσμοθέτηση ενός Ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ε.Ε. συμφώνησε να ενισχύσει τον ESM και να δημιουργήσει έναν προϋπολογισμό της Ευρωζώνης – έστω επί της αρχής, χωρίς να φτάσει στις λεπτομέρειες. Είναι ο προάγγελος των αλλαγών που θα γίνουν στο ευρώ τις δύο επόμενες δεκαετίες.
Το σχέδιο για τον προϋπολογισμό ήταν «απειροελάχιστο σε μέγεθος και εντελώς ακατάλληλο», ανέφερε σε σημείωμά του ο Έρικ Νίλσεν, επικεφαλής οικονομολόγος της UniCredit. «Αλλά η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια ημέρα και από τη στιγμή που κάνουμε βήματα (έστω απειροελάχιστα) προς τη σωστή κατεύθυνση, η ελπίδα παραμένει».
Via : www.avgi.gr