ILIAS AGIOSTRATITIS
Και όμως υπάρχει μια παράλληλη Αβάνα, που μοιάζει βγαλμένη από την ταινία Mad Max1 . Σαν μια χώρα μέσα-και-έξω-από τη χώρα, με δικούς της νόμους, όπου ηχεί ο μονότονος κρουστικός πάταγος του ρεγκετόν, θυμίζοντας πολεμικά τραγούδια των Μασάι.
Εκεί συνωστίζονται οι «Παλαιστίνιοι» της Κούβας, παρίες στοιβαγμένοι σε αυτοσχέδιες κυψέλες από φύλλα τσίγκου και πισσόχαρτο, καταληψίες δημόσιας γης σε ένα κράτος που ενώ με πολλή προσπάθεια και βούληση είχε κάνει τη φτώχεια να υποχωρήσει, σήμερα κάνει τα στραβά μάτια απέναντί τους. Οι ασφυκτικοί συνοικισμοί τους, κτισμένοι με χαμένες ελπίδες και κλεμμένη ηλεκτρική ενέργεια, πολλαπλασιάζονται πια σα φλύκταινες στα περίχωρα της Κουβανικής πρωτεύουσας…
Αυτοί οι έως τώρα αόρατοι εσωτερικοί μετανάστες από τα ανατολικά της χώρας, βλέπουν να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο η απόσταση που χωρίζει την εξαθλιωμένη ύπαρξή τους από έναν άλλο κόσμο, το ίδιο εξωτικό, όμως αλαζονικά γκλαμουράτο, αρωματισμένο και καλοταϊσμένο, που αστράφτει απλώνοντας τα πλοκάμια του και «απέναντι», πέρα από τη χερσόνησο της Φλόριντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συντεχνία των εμπόρων έργων τέχνης, με τα βρόμικα κόλπα της σχετικά με τους Κουβανούς ζωγράφους.
Ακριβώς αυτήν την πραγματικότητα των ακραίων αντιθέσεων στην Κούβα του 21ου αιώνα, ανατέμνει στην «ΕφΣυν» ο σπουδαιότερος συγγραφέας της, ο 63χρονος σήμερα Λεονάρδο Παδούρα. Και, λίγες ημέρες πριν από τις ομιλίες του στο Ιβηρο-αμερικανικό Φεστιβάλ LEA (Αθήνα 14 και 15 και Κρήτη 20 και 22 Ιουνίου), διαλύει μια σειρά από μύθους που τυλίγουν την Κούβα-μετά-τον-Κάστρο. Αφετηρία, το καινούργιο του 10ο βιβλίο, ένα κορυφαίο «Νουάρ» μυθιστόρημα, που θα άξιζε να μελετηθεί συστηματικά στα πανεπιστημιακά τμήματα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, τόσο της Λατινικής Αμερικής όσο και της Ευρώπης. Είναι η «Διαφάνεια του χρόνου» (εκδ. Καστανιώτης), σε μετάφραση όπως πάντα, του Κώστα Αθανασίου.
Όσο διεισδυτικός, καίριος αλλά και συναρπαστικός ήταν ο «Άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» – το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του Παδούρα (2009) – ως προς τον τρόπο που αποτύπωνε τη διαστρέβλωση της μεγάλης πολιτικής ουτοπίας του 20ού αιώνα, άλλο τόσο διεισδυτική, απροσδόκητη και καθηλωτική είναι σήμερα, η «Διαφάνεια του Χρόνου», με το μαύρο φως που ρίχνει στο Κουβανικό παρόν και στις κοινωνικές ουτοπίες του δυτικού κόσμου. Είναι μεγάλες συνθέσεις που εξερευνούν το παράδειγμα της Κούβας ενσωματώνοντάς το στο διεθνές ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά και στον επίκαιρο προβληματισμό για τη δικαιοσύνη, την ισότητα και τις ελευθερίες στον σύγχρονο κόσμο.
Ο Λεονάρδο Παδούρα ανήκει στην πρώτη γενιά που ενηλικιώθηκε μετά την Κουβανική Επανάσταση και την εκδίωξη του προστατευόμενου των ΗΠΑ στρατηγού Μπατίστα. Σπούδασε Φιλολογία, ρίχτηκε με ζήλο στην ερευνητική δημοσιογραφία το ΄80, και το ΄90 άρχισε να γράφει Τσαντλερικές αστυνομικές ιστορίες που τάραξαν τη λογοτεχνική ορθοδοξία της Κούβας, χαρίζοντάς του σταδιακά αξιοζήλευτη διεθνή αναγνώριση.
Με τα χορταστικά μυθιστορήματά του (όπως και με τα σενάριά του) έχει αποτυπώσει την κουβανική πραγματικότητα και τις τρύπες της, πίσω από τη βιτρίνα με τα ξέφρενα γλέντια της, πριν και μετά από την τρομερή κρίση της. Αυτή τη φορά όμως,προχωρά και στο σημερινό «άνοιγμα» της Κούβας με την ευρύτερη ματιά ενός «υπαρξιστή φιλόσοφου των Τροπικών».
Συνθέτει μια απατηλή και σκληρή αστυνομική υπόθεση που βυθίζεται στο Κουβανικό παρόν, μαζί με αιχμηρά (και μελαγχολικά) κοινωνικά και πολιτικά σχόλια, καθώς και με αναστοχαστικές αφηγήσεις περιπετειών από το ιστορικό παρελθόν της Ευρώπης και από τις ουτοπικές μάχες που τελικά εξυπηρέτησαν το status quo της. Και έτσι, ατενίζοντας τον κόσμο «μέσα από τη διάφανη πατίνα του χρόνου», ο Παδούρα φθάνει τελικά σε έναν ουσιαστικό απολογισμό για την εξέλιξη και τις προοπτικές του Κουβανικού παραδείγματος, αλλά και για το στοίχημα που έβαλε και παραμένει ανοιχτό.
—————————-
● Το καινούργιο σας μυθιστόρημα είναι αποκαλυπτικό σχετικά με το περίφημο «άνοιγμα» της Κούβας, που υποτίθεται ότι θα θεράπευε τα προβλήματά της μετά από τη μακρά κρίση που ακολούθησε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αντί γι’ αυτό, περιγράφετε μια ακραία όξυνση των ταξικών αντιθέσεων. Τι έφταιξε; Το καπιταλιστικό σύστημα ή οι αδυναμίες της Κούβας;
Η Κούβα είναι μια χώρα η οποία εδώ και 28 χρόνια ζει σε κρίση και εδώ και έξι δεκαετίες ζει με οικονομικές δομές που δεν έχουν λειτουργήσει σχεδόν ποτέ.
Όσον καιρό υπήρχε η Σοβιετική Ένωση και παίρναμε πετρέλαιο και χρήματα από τη Μόσχα, η χώρα ζούσε σε ένα είδος φτώχιας ελεγχόμενης και εξισωτικής. Όλοι είχαμε λίγα αλλά είχαμε κάτι, και σ’ αυτό το κάτι συμπεριλαμβάνονταν κάποια όνειρα για το μέλλον, κι έτσι οι άνθρωποι βίωσαν μια σημαντική κοινωνική άνοδο.
Όμως, με το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1990 η ΕΣΣΔ εξαφανίζεται, και το εμπορικό εμπάργκο που είχε επιβληθεί από τη Βόρεια Αμερική τη δεκαετία του 1960, γίνεται πιο σκληρό και αυστηρό… Οπότε η Κούβα πέφτει σε μια οικονομική τρύπα απ’ όπου έχει δοκιμάσει να βγει, χωρίς όμως να το πετύχει. Έκανε μια προσπάθεια να αλλάξει κάτι στις οικονομικές δομές, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Έχει καλέσει ξένους επενδυτές, αλλά δεν έχουν έρθει πολλοί… Και η κρατική σχεδιασμένη οικονομία συνεχίζει να μην αποδίδει. Με άλλα λόγια: κάτι έχει αλλάξει, αλλά στα ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει τίποτα…
Η κατάσταση αυτή οδηγεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε ακόμα μεγαλύτερη φτώχια, την ώρα που κάποιοι επιχειρηματίες ή κάποιοι που επωφελούνται από τη συγκυρία, συσσωρεύουν μικρές περιουσίες που φαίνονται τεράστιες σε σύγκριση με την εκτεταμένη φτώχια. Παράλληλα, κάποιοι διεφθαρμένοι κάνουν τις δικές τους απατεωνιές από τα πόστα τους σε δημόσιες θέσεις…
Όλα αυτά η κυβέρνηση τα γνωρίζει και τα αναγνωρίζει. Γνωρίζει π.χ. ότι οι μισθοί που δίνει, δεν φτάνουν για να εξασφαλίσει κανείς ένα αξιοπρεπές γεύμα τη μέρα… Ωστόσο κατά τη γνώμη μου κάνει λίγα για την πολλή ένδεια και για τα προβλήματα που σιγά- σιγά έχουμε συσσωρεύσει. Και ο κοινωνικός ιστός γίνεται όλο και λιγότερο συμπαγής, όλο και πιο άνισος…
● Ένας χαρακτήρας στο βιβλίο σας λέει ότι «σε τούτη τη χώρα ο κόσμος ζει με το μαχαίρι στα δόντια, αλλιώς δε ζει.» Υπάρχει και στη σημερινή Κούβα η έξαρση της βίας που βλέπουμε στον δυτικό κόσμο;
Με όρους σχετικούς, η συσσωρευμένη φτώχια και η περιθωριοποίηση έχουν επιφέρει την αύξηση της βίας στη συμπεριφορά των ανθρώπων… Αν και, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, η κουβανέζικη κοινωνία δεν μπορεί να θεωρηθεί βίαιη. Ευτυχώς στο νησί δεν υπάρχει εμπόριο ναρκωτικών (αν και υπάρχουν ναρκωτικά), δεν υπάρχουν δίκτυα πορνείας (αν και υπάρχουν πόρνες). Με άλλα λόγια δεν υπάρχει έγκλημα οργανωμένο και βίαιο.
Η δική μας βία εκφράζεται με την έλλειψη ευγένειας και αλληλεγγύης, με τη χαμηλής έντασης αλλά εκτεταμένη σε όλη σχεδόν την κοινωνία διαφθορά, με την έλλειψη σεβασμού για τα δικαιώματα των άλλων… Εκφράζεται ακόμα και σε καλλιτεχνικό επίπεδο, με αυτό το ‘ρεγκετόν’, ένα είδος μουσικό (;) που χυδαιολογεί και καθρεφτίζει μια ηθική ξεφτίλα. Όμως ο κίνδυνος ενός άλματος προς τη βία υποφώσκει. Διότι η εξαθλίωση γεννάει μόνο εξαθλίωση, και μάλιστα τη χειρότερη απ’ όλες: την εξαθλίωση των ανθρώπων.
● Στη «Διαφάνεια του χρόνου» κάνετε αναδρομές στον Ισπανικό Εμφύλιο, στις Σταυροφορίες κ.ά., περιγράφοντας αιματηρές συγκρούσεις, θυσίες και διώξεις που γίνονταν στο όνομα ενός καλύτερου κόσμου, όμως στο τέλος όλα τα δηλητηρίαζε η δίψα για πλούτο και εξουσία. Πιστεύετε πως αυτή είναι η μοίρα κάθε ουτοπίας; Με την Κουβανική Επανάσταση τι συνέβη;
Η ουτοπία είναι κομμάτι της ανθρώπινης συνθήκης, της λαχτάρας για βελτίωση, για να υπάρξει δικαιοσύνη. Πολλές φορές, όμως, αυτή η προσδοκία διαστρεβλώνεται, και όχι μόνο για λόγους οικονομικούς. Η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης – η φιλοδοξία, ο φθόνος, το μίσος και, πάνω απ’ όλα, ο πόθος για την εξουσία– μπορεί κι αυτή να καταστρέψει αυτά τα όνειρα.
Στην περίπτωση της Κούβας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως διαμορφώθηκε μια κοινωνία πιο δίκαιη, στην οποία πολλοί άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να κερδίσουν σε αξιοπρέπεια, να σπουδάσουν και να εξελιχθούν, να αποκτήσουν πρόσβαση στην κουλτούρα. Όμως, αυτή η κοινωνία, για να συντηρηθεί χρειάζεται μια οικονομική βάση που θα επιτρέπει οι επιθυμίες να γίνονται πραγματικότητα. Και σε αυτό το πεδίο οι προσδοκίες εξακολουθούν να προδίδονται στην Κούβα.
Η πολιτική ρητορική υποστηρίζει την ισότητα χωρίς ισοπέδωση, υποστηρίζει την υπεράσπιση των πιο αδύναμων. Αλλά ταυτόχρονα χρεώνει στους πολίτες το τίμημα της αποδοχής. Αφήνει μικρό χώρο για την έκφραση δυσαρέσκειας ή κριτικής, αλλά και για την αξιοποίηση της δημιουργικότητας, μικρό χώρο για μια πραγματική προσπάθεια να δοκιμαστούν εναλλακτικές λύσεις. Κι έτσι ό,τι οικοδομήθηκε κινδυνεύει να καταρρεύσει ενώ υπάρχει φόβος οπισθοχώρησης και σε όσα καταφέραμε να πετύχουμε.
● Στο μεταξύ πληθαίνουν οι «Παλαιστίνιοι», οι απελπισμένοι εσωτερικοί μετανάστες που συνωστίζονται στην περιφέρεια της Αβάνας μετά το 1990. Πώς εξηγείτε το ότι αυτό το φαινόμενο δεν έχει γίνει γνωστό;
Σε κάποια ντοκιμαντέρ και στη λογοτεχνία έχει γίνει λόγος για την περιθωριοποίηση, για τη βία, για την απώλεια των αξιών. Όμως η συλλογική κατάσταση των «Παλαιστίνιων» – όπως αποκαλούνται οι μετανάστες από τα ανατολικά του νησιού – έχει αποσιωπηθεί. Δεν έχουν θέση στον επίσημο Τύπο, είναι αόρατοι ή τους κάνουν αόρατους, σαν να μην υπάρχουν. Ο επίσημος λόγος μιλάει περισσότερο για τα «επιτεύγματα» παρά για τις αποτυχίες, και αυτοί οι άθλιοι συνοικισμοί αποτελούν αναμφίβολα μια τεράστια και οδυνηρή αποτυχία.
● Η Κούβα, ήταν για πολλά χρόνια, όπως γράφετε, «σφραγισμένη ερμητικά, και το κλειδί το είχαν άλλοι: αυτοί που καθόριζαν τι είναι καλό και τι κακό για σένα…» Ο Μάριο Κόντε, ο πρωταγωνιστής στα αστυνομικά σας μυθιστορήματα, και η παρέα του συνειδητά δεν ήθελαν να φύγουν. Ωστόσο τώρα, στα 60 του, ένας φίλος του επιλέγει την έξοδο προς τις ΗΠΑ. Τι σημαίνει αυτό;
Τώρα πια οι Κουβανοί μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα, μετά από πέντε δεκαετίες κυβερνητικού ελέγχου. Και σήμερα υπάρχουν πολλοί που ταξιδεύουν μόνο και μόνο για να φέρουν πίσω προϊόντα που μπορούν να τα πουλήσουν στη μαύρη αγορά, κι έτσι να εξασφαλίσουν σε έναν μήνα ένα έσοδο που ισοδυναμεί τον επίσημο μισθό ενός ή δύο χρόνων δουλειάς…
Το πρόβλημα της μετανάστευσης παραμένει ωστόσο θεμελιώδες για το μέλλον της Κούβας, αφού έχουν ήδη φύγει τόσοι νέοι, εξαιρετικά καταρτισμένοι. Και συνεχίζουν να φεύγουν σχεδόν πάντα για λόγους οικονομικούς, που όμως στο βάθος έχουν πολιτικές ρίζες στη δομή του συστήματος ή της κοινωνίας. Αυτήν την αιμορραγία ταλέντων θα κληθεί να την πληρώσει η κοινωνία της Κούβας.
Αλλά στη γενιά του Κόντε επιδρά ένας διαφορετικός παράγοντας: ο Κόντε επιβιώνει επειδή βρίσκει καταφύγιο σε μια «φυλή» και ο φόβος ότι αυτή η φυλή μπορεί να σκορπίσει, τού προκαλεί πανικό. Όπως παραδέχεται και στο μυθιστόρημα, ίσως να είναι πολύ εγωιστής, όμως για να αντέξει χρειάζεται τους φίλους του. Αυτοί είναι το βασικό του στήριγμα στον αγώνα του ενάντια στη λήθη, τη φθορά, τη νοσταλγία, και… τη σωματική παρακμή που όλο και πλησιάζει.
● Εσείς, τι φοβάστε περισσότερο;
…Ότι δεν είμαι ικανός να κόψω το κάπνισμα. Όλα τα υπόλοιπα έχουν κάποια λύση. Ή δεν έχουν, όσο κι αν εγώ μπορεί να θέλω να έχουν. Τόσο απλό είναι.
Ζω στην Κούβα γιατί θέλω να είμαι μάρτυρας της Ιστορίας της
● Ενηλικιωθήκατε παράλληλα με την Κουβανική Επανάσταση. Τι σας σημάδεψε θετικά και τι αρνητικά, στα χρόνια του Φιντέλ Κάστρο;
Το μεγάλο κέρδος ήταν ότι για μας ως άτομα, το ζητούμενο της ανάπτυξης εντασσόταν σε μια διαδικασία φυσιολογική: συμμετείχαμε, πιστέψαμε, σπουδάσαμε, δουλέψαμε, ονειρευτήκαμε ένα μέλλον. Το χειρότερο ήταν πως από τη μια νιώθαμε πως η θυσία μας δεν έφερνε πάντα την ανταμοιβή που αξίζαμε για την προσπάθειά μας και από την άλλη πως, όταν σκεφτόμασταν με τον δικό μας, προσωπικό, τρόπο, μάς απειλούσαν με αποκλεισμό, μάς θεωρούσαν ακόμα και διαφωνούντες ή προδότες, ενώ δεν ήμασταν φυσικά εμείς οι υπεύθυνοι για τη δυσλειτουργία της οικονομίας. Αντίθετα, αυτοί που έσφαλλαν μία φορά είχαν το προνόμιο να σφάλουν πολλές φορές. Αν όμως κάποιος, όπως εγώ, μιλήσει γι’ αυτά τα λάθη, τότε ο αγνώμονας είμαι εγώ! Και αυτό επίσης πονάει, μετά από τόσες θυσίες και τόση αφοσίωση, και αφού έχουν απαιτήσει από μας τόση υπακοή δίνοντάς μας σε αντάλλαγμα τόσο λίγο χώρο για να παίρνουμε τις αποφάσεις μας με την ελευθερία που αξίζαμε, και αξίζουμε.
● Στην ταινία «Επιστροφή στην Ιθάκη» του Λοράν Καντέ (2014) που βασίστηκε σε δικό σας σενάριο, μια παρέα φίλων που είχαν σκορπίσει για πολιτικούς ή πολιτιστικούς λόγους, ξανασυναντιέται μετά από χρόνια στην Αβάνα, χωρίς ψευδαισθήσεις πια. Θα μπορούσατε κι εσείς να εγκαταλείψετε την Κούβα, όπως τόσοι συγγραφείς, αφού σας έχει δοθεί και η ισπανική υπηκοότητα. Σκέφτεστε ότι ίσως σας απογοητεύσει ο δυτικός κόσμος;
Εγώ πάντα παραδέχομαι πως είμαι τυχερός… Μπορώ να ταξιδεύω στον μισό πλανήτη και επιπλέον κερδίζω και χρήματα χάρη στα βιβλία μου. Αλλά η περίπτωσή μου είναι εξαίρεση για οπουδήποτε … Την απόφασή μου να ζήσω και να γράψω στην Κούβα την πήρα πριν από πολλά χρόνια, και μάλιστα ακριβώς όταν περνούσαμε την τόσο σκληρή κρίση της δεκαετίας του 1990 – πιο σκληρή από την κρίση στην Ελλάδα, μπορώ να σε διαβεβαιώσω γι’ αυτό. Τότε αποφάσισα να είμαι αυτό ακριβώς: ένας Κουβανός συγγραφέας που ζει στην Κούβα, γράφει για την Κούβα, και θέλει να αποτελεί μάρτυρα της ιστορίας που έχει ζήσει αυτά τα εξήντα χρόνια. Όπως ο Κόντε… Δεν είναι ότι ο δυτικός κόσμος με απογοητεύει: είναι ότι δεν τον γνωρίζω. Και δεν σημαίνει ότι επειδή έχω ισπανική υπηκοότητα θα ήθελα να ζήσω στην Ισπανία. Κάποια μέρα μπορεί να μη ζω στην Κούβα. Όμως για όσο καιρό θα θέλω να γράφω, εγώ χρειάζομαι την Κούβα.
● Σας κεντρίζουν απ’ ό, τι φαίνεται, οι αιρετικές ιδιοσυγκρασίες στην Ιστορία, όπως οι εικονοκλάστες Εβραίοι στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας ή οι Ναΐτες Ιππότες στο καινούργιο. Αισθάνεστε κι εσείς μια αιρετική φωνή στην Κουβανική πραγματικότητα;
Ίσως κάποιοι με θεωρούν αιρετικό. Εγώ με θεωρώ μάλλον ετερόδοξο, για ένα και μόνο λόγο: απορρίπτω τις ορθοδοξίες, αφού συνήθως αποτελούν μηχανισμούς ελέγχου της ελευθερίας του ατόμου. Ως συγγραφέας, μιλάω γι’ αυτό που βλέπω γύρω μου, για την απώλεια των ηθικών και ανθρώπινων αξιών, για τον πόνο εκείνων που βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια κατάσταση όπου, μερικές φορές χωρίς να το συνειδητοποιούν, ζουν μέσα σε μια ένδεια που σιγά-σιγά τους αποστερεί από την αξιοπρέπειά τους. Και αυτό είναι οδυνηρό, και μάλιστα ακόμη περισσότερο στην Κούβα. Και το γεγονός ότι μιλάω γι’ αυτά τα θέματα είναι η αμαρτία της ετεροδοξίας μου, σε μια χώρα όπου κάθε κριτική εκλαμβάνεται ως επίθεση, πίσω από την οποία μπορεί να βρίσκεται ο εχθρός!
● Στα οκτώ μέχρι τώρα αστυνομικά μυθιστορήματά σας καθρεφτίζονται διάφορες γωνιές της Αβάνας, έτσι που ο αναγνώστης είναι σαν να τη βλέπει. Όμως ο πρωταγωνιστής σας, ο Κόντε που θυμάται τον εαυτό του να παρακολουθεί κοκορομαχίες και να παίζει μπέιζμπολ στις αλάνες, μελαγχολεί με τη σημερινή Αβάνα. Εσείς σε ποια Αβάνα θα θέλατε να μας ξεναγήσετε;
Παράλληλα με τη φτώχια οικισμών στην περιφέρεια της Αβάνας, στο κέντρο της ξεφυτρώνουν αστραφτερά ξενοδοχεία πολλών αστέρων, με καταστήματα Γκούτσι και Αρμάνι. Δημιουργούνται εστιατόρια όπου οι θαμώνες απολαμβάνουν εξαίσια πιάτα και πληρώνουν 80 ή 100 ευρώ ο καθένας. Μαγαζιά όπου μπορεί κανείς να ακούσει μουσική και να χορέψει. Μέρη για ξένους τουρίστες, για διπλωμάτες και για τυχερούς Κουβανούς… Τέτοια μέρη όμως υπάρχουν πολλά σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν εκφράζουν την αληθινή Αβάνα. Εγώ θα σας πήγαινα να δείτε τη βαθιά Αβάνα, αυτή που πονάει…
Το φοβερό όμως είναι πως ούτε η μία ούτε η άλλη Αβάνα ανταποκρίνονται στα όνειρα ενός τύπου όπως ο ντετέκτιβ και έμπορος παλαιών βιβλίων Μάριο Κόντε. Χωρίς να είναι ουτοπιστής, είναι ένας άνθρωπος με αίσθηση της δικαιοσύνης, και ως χρονικογράφος καταγράφει τη φυσική και ηθική φθορά της πόλης που τον θλίβει, και σε μερικές περιπτώσεις τον προσβάλλει. Γι’ αυτό, αφού έχει ζήσει εξήντα χρόνια στην Αβάνα, αρχίζει να αισθάνεται ότι η πόλη του δεν είναι πια η πόλη του… Και δείχνει αυτή την απογοήτευσή του με τη ματιά του που ελπίζω να είναι αποκαλυπτική.
● Γράψατε ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τον Χεμινγουέι που είχε σπίτι στην Κούβα, και δοκίμια για τον Καρπεντιέρ και τον Ερέδια. Ποιοι είναι οι συγγραφείς με τους οποίους συνομιλείτε στα όνειρά σας ή όταν γράφετε τα μυθιστορήματά σας;
Ουφ, είναι πολλοί… Έχετε αναφέρει ήδη δύο: τον Χέμινγουεϊ και τον Καρπεντιέρ. Θα έπρεπε να προσθέσω και τον Σάλιντζερ, τον Φίλιπ Ροθ, τον Βάθκεθ Μονταλμπάν, τον Βάργκας Λιόσα, τον Πολ Όστερ… ο κατάλογος μπορεί να είναι τεράστιος.
● «Man», «brother», «please», «ok»… Στη «Διαφάνεια του χρόνου» ακούμε Κουβανούς να παρεμβάλλουν στις φράσεις τους αμερικανικές λέξεις ή εκφράσεις. Αισθάνεστε ότι η κουβανική κουλτούρα έχει δηλητηριαστεί από τον αμερικανικό τρόπο ζωής και την αμερικανική κουλτούρα, ή τα έχει όλα αφομοιώσει;
Η πολιτισμική εγγύτητα ανάμεσα στην Κούβα και τις Ηνωμένες Πολιτείες έρχεται από τον 19ο αιώνα. Πρόκειται για δύο κουλτούρες που, με τη δύναμή της η καθεμία, έχουν αλληλοεπηρεαστεί αμφίδρομα.
Στο Χαϊαλία, στη Φλόριντα, ζουν δεκάδες χιλιάδες Κουβανοί που λένε man, brother, OK… και δυο τρεις λέξεις ακόμα, αφού συνεχίζουν να μιλάνε «κουβανικά», παρόλο που ζουν τριάντα-σαράντα χρόνια στη Βόρεια Αμερική. Στην Κούβα, λόγω μόδας ή σνομπισμού, λόγω των ταινιών και των τραγουδιών, κάποιοι υιοθετούν πράγματι λέξεις από τα αγγλικά… Αυτό όμως δεν με προβληματίζει ιδιαίτερα. Η κουβανική κουλτούρα είναι πολύ δυνατή, πολύ ισχυρή, έχει μια αίσθηση της ταυτότητας πολύ βαθιά, και έχει υπάρξει πάντα ανοιχτή σε επιρροές κάθε προέλευσης, τρόπους, τάσεις, που την τρέφουν, την τροφοδοτούν, αλλά δεν την αλλάζουν στα ουσιαστικά της στοιχεία.
Η Καραϊβική είναι η Μεσόγειος της Αμερικής. Είναι γη διασταυρώσεων με βάση την επιμειξία. Έτσι οι ταυτότητές μας, κυρίως στην Κούβα, είναι πολιτισμικά συστήματα ανοιχτά και ετερογενή. Από αυτό προκύπτει η δύναμη μιας κουλτούρας, όπως η κουβανική στην οποία συνυπάρχουν διαφορετικές θρησκείες, ενσωματώνονται πολιτισμικές συνήθειες γεννημένες αλλού (το μπέιζμπολ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα), και έχουν δημιουργηθεί πολιτισμικές εκφράσεις τόσο ισχυρές όπως η μουσική της Κούβας που είναι παγκόσμιο σημείο αναφοράς, όπως μια λογοτεχνία γεμάτη από λαμπρά ονόματα, ένα κλασικό μπαλέτο παγκόσμιου επιπέδου, εικαστικές τέχνες που σήμερα είναι ανταγωνιστικές ακόμα και στις πιο εκλεκτές αγορές…
Δεν με απασχολεί λοιπόν αν κάποιος λέει man ή brother… Το μόνο που με ανησυχεί είναι το ότι η περιθωριοποίηση και το κακό γούστο κερδίζουν έδαφος στη συμπεριφορά των ανθρώπων ή ακόμα και στην καλλιτεχνική έκφραση, και αυτό δεν είναι η αιτία αλλά η συνέπεια της απώλειας αξιών.