Φαίνεται ότι στην παγκοσμιοποιημένη Δύση, η γυναίκα εκπαιδεύεται συστημικά να είναι επιθυμητή και ποθητή για να ικανοποιεί την πατριαρχική ηδονοβλεψία, αλλά και τις βιομηχανίες μόδας και ομορφιάς, ταυτόχρονα όμως, ύστερα από την σεξουαλική επανάσταση των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, αναγνωρίζεται επιτέλους και το δικό της δικαίωμα στη σεξουαλικότητα και στον οργασμό.
Στην αιωρούμενη, ακόμη, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Ελλάδα, ενώ και παρ’ ημίν η γυναίκα εκπαιδεύεται –για τους ίδιους όπως παραπάνω λόγους- να είναι επίσης ελκυστική, νουθετείται, εντούτοις, οικογενειακά να περιορίζει, να ελέγχει και να αναστέλλει τη σεξουαλική της δραστηριότητα, ή ακόμη και να ενοχοποιεί τον οργασμό της, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο ρυθμιστικός παράγοντας της μητρότητας κάνει την εμφάνιση του. Λες και με έναν μυστηριώδη τρόπο η ταυτοτική αναπαράσταση του ιερού προσώπου της μητέρας δεν μπορεί να συμπεριλάβει και το σεξ ή την ηδονή. Μάλλον, οι αιώνες ενοχοποίησης του σώματος που προηγήθηκαν, κάνουν ακόμη καλά την δουλειά τους.
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Άλλο τόσο, λες και μια κληροδοτούμενη –από μάνα σε κόρη- Λυσιστράτεια παράδοση, θέλει το γυναικείο αιδοίο να έχει τον έλεγχο του αρσενικού.
Οι επιπτώσεις αυτής της ασφυκτικής ανάγκης αυτο-ρύθμισης της γυναικείας σεξουαλικότητας, δεν αφορούν μόνο στην ίδια τη σχέση του ζευγαριού και την ψυχολογική υγεία των μελών της σχέσης, αλλά κυρίως στα παιδιά.
Αυτός, άλλωστε, είναι ο κυρίαρχος μηχανισμός αναπαραγωγής των στρεβλωμένων έμφυλων ρόλων στον οποίο συχνά-πυκνά σκοντάφτει η ελληνική οικογένεια: μια εμφανώς ή αφανώς κυρίαρχη μητέρα και ένας απών πατέρας.
Όπως υποστηρίζει ο καθ. Ψυχολογίας Robert Gardner, ήδη από το «πασοκικό» 1985, διερευνώντας τις συνέπειες της σεξουαλικής αναστολής της μητέρας, η διαταραχή άγχους αποχωρισμού στα παιδιά είναι πιθανόν να οφείλεται σ’ αυτήν ακριβώς την μητρική προτίμηση της ήπιας σεξουαλικότητας μητέρας-γιου, έναντι της σχέσης μητέρας-πατέρα, σαν μια μεταβίβαση και προβολή του θυμού της. Πίσω, δηλαδή, από εκατοντάδες ελληνόπουλα που αρνούνται να κοιμηθούν μόνα τους ή αρνούνται να πάνε σχολείο ή δυσφορούν στην παραμικρή απομάκρυνση της μητέρας από το πλάϊ τους (δυστυχώς, ακόμη και σαν ενήλικες στη συνέχεια), αλλά και τόσες άλλες συμπεριφορές της ελληνίδας μάνας με την περιβόητη ζακέτα της, μάλλον υποκρύπτεται αυτός ο ψυχοδυναμικός μηχανισμός της soft σεξουαλικότητας της μητέρας, που υπεραναπληρώνεται στο παιδί. Στο καημένο το παιδί!
Η σχέση μητέρας-παιδιού οικοδομείται έτσι σ’ ένα βαθιά εξαρτησιογόνο πλαίσιο, που όχι μόνο δεν οδηγεί στην απαραίτητη αυτονομία του παιδιού, αλλά το εγκλωβίζει σε ένα πρώϊμο δυσλειτουργικό σχήμα, μια παγίδα, άγχους εγκατάλειψης, εξάρτησης, υποταγής και υποχρέωσης να εκπληρώνει ες αει τα ανελαστικά πρότυπα που έθεσε η μητέρα και που θα ισχύουν για μια ολόκληρη ζωή. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ωθεί σε μια καταναγκαστική επανάληψη του σεναρίου «ζητείται μια νέα version μητέρας, εφάμιλλη των καλυτέρων παιδικών αναμνήσεων» ή αποκατάστασης των χειρότερων παιδικών τραυμάτων.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όπως αναφέρουν οι Morris & March (2004), ένα τέτοιο πλαίσιο εξωθεί τον πατέρα και το παιδί να ανταγωνίζονται –συνειδητά ή ασυνείδητα- μεταξύ τους για την προσοχή της μητέρας και η «συζυγική ενότητα» διαλύεται σε βάρος όλων των εμπλεκομένων, καθώς η μητέρα και το παιδί παραμένουν εγκλωβισμένοι στην άτυπη μεταξύ τους συμμαχία.
Χρειαζόμαστε, δηλαδή, μάλλον μια εκ νέου ιεροποίηση του γυναικείου προσώπου και μια απο-φετιχοποίηση της μητρότητας. Χρειαζόμαστε περισσότερο μια «αρκετά καλή μητέρα», όπως την ορίζει ο D. Winnicott και λιγότερο μια «τέλεια μητέρα» που ζει «για», «επί», «από», «στα», παιδιά της.
Αλλά, μήπως φταίει η μητέρα για όλα αυτά; Έχουν καθολική ισχύ σε κάθε ελληνική οικογένεια; Αθωώνουν την πατριαρχία; Αναμφίβολα όχι!
Έτσι κι αλλιώς, οι άνθρωποι είμαστε θύματα των γνωστικών σχημάτων που άλλοι μας κληροδοτούν και άθελα τους μας επιβάλλουν. Η ευθύνη μας όμως είναι να απαλλαγούμε από την δραματική ισχύ τους και να διακόψουμε αυτή τη σκυταλοδρομία της διαγενεακής μεταβίβασης.
Ιδιαίτερα μάλιστα όταν, αυτή η στρεβλωμένη οικογενειακή δομή, που στη δύσκολη φάση της οικονομικής κρίσης συμπαραστάθηκε μεν, ευτυχώς, στα μέλη της, είναι όμως μάλλον -και δυστυχώς- από τους βασικούς υπεύθυνους του ελλείμματος συλλογικής μας αυτονομίας, καθώς στο ατομικό επίπεδο είναι εκείνη που καλλιέργησε ένα πάτερν υποταγής, εξάρτησης και περιορισμένης αυτοέκφρασης.
Και ίσως, ακόμη και ο πρωτοφανής για την ελληνική πραγματικότητα, νεοφιλελεύθερος δικαιωματισμός, να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια υποταγμένη στο κυρίαρχο σύστημα «εφηβική» διαμαρτύρηση, μια υπερ-αναπλήρωση, ενάντια στην οικογενειακή υποταγή. Ένα άγχος αποχωρισμού από την κυρίαρχη μητρική φιγούρα, που για να ανακουφιστεί, ή θα βρεί μια «καινούργια μάνα» ή θα γίνει «επανάσταση» και «ιδεολογία»…
Via : www.thepressproject.gr