Του Νίκου Αραπάκη.
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα, με αφορμή την υπόθεση Παπακωνσταντίνου, να ξετυλίξουμε το κουβάρι της κρίσης από την αρχή, να ξεχωρίσουμε τους –βολικούς, για κάποιους– μύθους από την πραγματικότητα. Γιατί; Διότι πολύ απλά, η λίστα Λαγκάρντ έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι το πολιτικό μοντέλο που ακολουθήσαμε στο παρελθόν, όπως προσπαθούν να μας πείσουν τα φιλοσυστημικά παπαγαλάκια, που προτάσσουν με αυταπάρνηση τα μεταρρυθμιστικά τους στήθη και παλεύουν με νύχια και με δόντια για να διαλύσουν το τελευταίο σοβιετικό κράτος της Ευρώπης, αλλά τα πρόσωπα. Δυστυχώς, κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο φανερό ότι τα τελευταία χρόνια μας κυβέρνησε ότι πιο χυδαίο, ασήμαντο, διεφθαρμένο και ανίκανο.
Ακόμη κι αυτό το κράτος ξέφραγο-αμπέλι, που στήθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο με αποκλειστικό σκοπό να εξυπηρετεί τις γαλάζιες και πράσινες στρατιές των αργόμισθων κομματόσκυλων και τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, και το οποίο είναι αυτονόητο ότι, ακόμη κι αν δεν θέλει γκρέμισμα και χτίσιμο από την αρχή, χρειάζεται γενική ανακαίνιση, είναι ένα μικρό μέρος του γενικότερου προβλήματός μας.
Το πραγματικό μας πρόβλημα, και για το οποίο ελάχιστη κουβέντα έχει γίνει, είναι, όσο κι αν ακούγεται απλοϊκό, τα πρόσωπα. Δυστυχώς, κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο φανερό ότι η Ελλάδα είχε την ατυχία να διοικείται από απατεώνες του κοινού ποινικού δικαίου, από λωποδύτες με το λάμδα κεφαλαίο.
Τώρα, θα μου πείτε, «καλά, εσύ τώρα το κατάλαβες; Τώρα αντιλήφθηκες τι γίνεται και τι γινόταν;». Εννοείται πως όχι. Τα γνώριζα. Όλοι μας τα γνωρίζαμε. Όμως, και μολονότι όλοι μας έχουμε αρχίσει να παθαίνουμε ανοσία στα δεκάδες επαναλαμβανόμενα σκάνδαλα, η λίστα Λαγκάρντ είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ανοχής του μέσου πολίτη αυτής της χώρας. Πλέον το ποτήρι δεν ξεχείλισε, έσπασε.
Κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι από την κρίση θα μας βγάλουν οι Μόντιδες, οι Παπαδήμοι, και οι Στουρνάρες (δείτε, στο You Tube, τα βίντεο με τις προβλέψεις του Στουρνάρα για την κρίση. Ούτε η Πυθία τέτοια ευστοχία στις προβλέψεις…), οι έντιμοι και άφθαρτοι τεχνοκράτες. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως το έργο «οι τεχνοκράτες στην εξουσία», όσο κι αν οι επιτήδειοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι καινούργιο, το έχουμε δει ξανά, την εποχή του εκσυγχρονισμού. Από τη μια ο Σημίτης, ο άοκνος τεχνοκράτης καθηγητής με το σημειωματάριο υπό μάλης· ολόγυρά του ένα επιτελείο άφθαρτων τεχνοκρατών: Τσουκάτος, Μαντέλης, Νεονάκης, Γιαννίτσης κλπ.
Τι απέδειξε αυτή η εποχή; Πολλά. Κυρίως ένα: Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Ο κύριος καθηγητής, με το σπουδαίο βιογραφικό και το χαμηλό προφίλ, μπορεί να είναι εξίσου διεφθαρμένος και ανίκανος με τον κλασικό πολιτικάντη-Μαυρογυαλούρο.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει, την ώρα που βοούσε όλη η Ελλάδα για την απίστευτη διαφθορά, την περίφημη φράση «όποιος έχει στοιχεία στον εισαγγελέα»; Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι, αποδεδειγμένα πλέον, οι μισοί σύμβουλοί του τα έπαιρναν φόρα παρτίδα. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ολυμπιάδα, το πραγματικό κόστος της οποίας αμφιβάλλω εάν θα το μάθουμε ποτέ, επέτεινε το πρόβλημα χρέους της χώρας και συνέβαλλε στην κατάρρευσή της;
Εμπλακήκαμε σε μια αέναη συζήτηση για το αν θα πρέπει να μείνουμε στο ευρώ ή να επιστρέψουμε στη δραχμή, για το αν θα πρέπει να παραμείνουμε στην ευρωζώνη ή να αποχωρήσουμε, για το αν το κράτος μας είναι μεγάλο, μικρό ή δυσλειτουργικό. Χωρίς να θέλω να απαξιώσω τους παραπάνω προβληματισμούς, αλλά ούτε και τα όσα χρήσιμα προέκυψαν από αυτές τις συζητήσεις, επαναλαμβάνω ότι αυτά είναι το έλασσον και όχι το μείζον.
Το μείζον, όπως αποδεικνύεται πλέον περίτρανα, δεν είναι οι πολιτικές που εφαρμόσαμε ή θα εφαρμόσουμε, αλλά το ποιοι τις υλοποίησαν και, κυρίως, ποιοι θα κληθούν να υλοποιήσουν τα όσα θα αποφασίσουμε. Διότι ακόμη κι αν καταφέρουμε να βγούμε από τη στενωπό μέσω της συνταγής των θανατηφόρων μνημονίων και κάποια στιγμή η χώρα ανακάμψει, σε ελάχιστα χρόνια θα έχουμε επανέλθει στα ίδια.
Πώς και γιατί θα μπορέσει ο Σαμαράς, που ως υπουργός πολιτισμού, το 2009, διόρισε το μισό νομό Μεσσηνίας στο μουσείο της ακρόπολης, να αλλάξει τον τρόπο που βλέπει το κράτος; Δεν υπάρχει περίπτωση. Και το γνωρίζουν όλοι αυτό. Σε ποιο επάγγελμα θα μπορούσε να επιβιώσει ένας τύπος ο οποίος υποστηρίζει φανατικά μια θέση Α και μετά από λίγους μήνες, χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχει αλλάξει κάτι, να υποστηρίζει, και μάλιστα πιο φανατικά απ’ ό,τι υποστήριζε την αρχική του θέση, την ακριβώς αντίθετη;
Πώς θα μπορέσει ο Γ.Α.Π, και ο κάθε Γ.Α.Π, να σταματήσει να σέρνει μαζί του ολόκληρο το αργόμισθο σόι του; Πώς θα μπορέσει ο μελλοντικός φέρελπις πολιτικός που θα ακούει στο όνομα Κυριάκος Μητσοτάκης να μην γίνει κολλητός φίλος με τον επόμενο Χριστοφοράκο, εφόσον έτσι τον γαλούχησε η οικογένειά του;
Πώς θα μπορέσουμε να πείσουμε το χαμογελαστό παιδί (κατά κόσμον, Γιάννος Παπαντωνίου) ότι το να έχει η σύζυγός σου λογαριασμό με πολλά μηδενικά στην Ελβετία κι εσύ να δηλώνεις ότι δεν το ήξερες διότι αυτός ο λογαριασμός έχει να κάνει με τον πρώην σύζυγο και μπλα… μπλα… μπλα…, είναι μια δικαιολογία που θα μπορούσε να πείσει μονοκύτταρους οργανισμούς αλλά όχι ανθρώπους –όσο ηλίθιοι ή παραπληροφορημένοι και αν είναι. Πώς θα καταφέρουμε να μην γίνονται υπουργοί άνθρωποι (βλέπε, Όλγα Κεφαλογιάννη) που έχουν ως μόνο τους προσόν το επώνυμο και τη στήριξη κάποιου εκδότη ή καναλάρχη;
ΝΑ ΞΕΒΡΟΜΙΣΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ. Σκληρό; Λαϊκίστικο; Απλουστευτικό; Διαλέξτε όποιον χαρακτηρισμό θέλετε. Όμως, ό,τι και να κολλήσετε δίπλα σε αυτή τη φράση, η αλήθεια της πλέον είναι δεδομένη.
Πρέπει να ξεβρομίσουμε, άμεσα, από αυτούς που μας κυβέρνησαν, μας κατέστρεψαν, και τώρα έχουν ενδυθεί το μανδύα του σώφρονα μεταρρυθμιστή ώστε να μην αναγνωρίζονται, για να καταφέρουν να διασωθούν. Όσο δεν το κάνουμε αυτό, τα προβλήματά μας, ακόμη κι αν πρόσκαιρα νομίσουμε ότι λύνονται, θα γιγαντώνονται και θα διαιωνίζονται. Εάν συνεχίζουν να μας κυβερνάνε οι διάφοροι Πάγκαλοι, που πιστεύουν ότι ο λαός αποτελείται, αποκλειστικά, από κομματόσκυλα και κολλητούς επιχειρηματίες, άρα δικαιούται να λέει ότι «μαζί τα φάγαμε», φως στο τούνελ δεν πρόκειται να δούμε ποτέ. Χρειαζόμαστε, πριν και πάνω απ’ όλα, νέα πρόσωπα.
Το αν αυτοί θα τα καταφέρουν καλύτερα από τους προκατόχους τους ή θα αποδειχθούν ίδιοι, είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να μας το εγγυηθεί. Όμως, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που θα έχει μια προσπάθεια με νέα πρόσωπα, οφείλουμε απέναντι στους εαυτούς μας, τα παιδιά μας και τον τόπο να το προσπαθήσουμε.
Κι αν τα καταφέρουμε, έχει καλώς. Αν όχι, τουλάχιστον θα μας μείνει η ηθική ικανοποίηση ότι το παλέψαμε. Το να μείνουμε όμως απαθείς, φοβισμένοι και άβουλοι, υποκύπτοντας στην προπαγάνδα τού «υπάρχουν και χειρότερα», δεν μας τιμά. Και πάνω απ’ όλα δεν μας βολεύει.
Να τους ξεφορτωθούμε πάση θυσία και άμεσα. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να μεταφέρουμε τη συζήτηση, από την αέναη σκανδαλολογία, στην πραγματική πολιτική. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να δούμε εάν, για τα δεινά μας, ευθύνεται η κούτρα μας, ο νεοφιλελευθερισμός, η αριστερά, η δεξιά, κανείς τους ή και όλοι μαζί.
Όσο δεν το κάνουμε, θα συνεχίζουμε να βράζουμε στο ίδιο καζάνι, αυτό το καζάνι που μονίμως μαγειρεύει διαπλοκή, διαφθορά, μιζέρια, και –άδικη– ισοπέδωση των πάντων. Και το χειρότερο όλων είναι ότι, εάν δεν ξεφορτωθούμε άμεσα αυτό τον εσμό των απατεώνων, το σενάριο οι διάδοχοί τους να προέρχονται από το χώρο των γνήσιων «Αιλήνων» με τα ξυρισμένα και άδεια κεφάλια, θα φαντάζει όλο και πιο πιθανό. –
*O Nίκος Αραπάκης, είναι συγγραφέας, και το άρθρο είναι γραμμένο, με βάση την πρώτη ποιοτική έρευνα για την ελληνική – ευρωπαϊκή και ουσιαστικά παγκόσμια κρίση, με βάση το ερώτημα «Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;» που έχει ξεκινήσει η Κρυσταλία Πατούλη από τον Αύγουστο του 2010 και δημοσιεύεται στο tvxs.gr ως δημόσιος διάλογος με συμμετέχοντες πολλά πρόσωπα των γραμμάτων και των τεχνών.
Via : tvxs.gr