Ηταν ήπιος άνθρωπος πάντα. Συνεπώς μια τόσο παθιασμένη ικεσία από μέρους του ανησύχησε τους δικούς του. «Να με πάτε στο αμπέλι». Η οικογένεια είχε αντιρρήσεις. Κατ’ αρχάς είχαν ξεχάσει ακόμα και πού είναι το αμπέλι.
Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό εδώ και πολλά χρόνια. Το είχαν νοικιάσει παλιά σε ένα γείτονα και τους έβαζε γύρω στα διακόσια ευρώ τον χρόνο. Ούτε ήξεραν δηλαδή αν υπήρχε κλίμα, αν βγήκε ρόγα κόκκινη ή άσπρη. Τίποτα απολύτως.
Λες και το προικώο αμπέλι της γιαγιάς δεν υπήρχε. Σαν να μην υπήρξε ποτέ εκείνος ο προπάππους τους που μαζί με τα υφαντά και τα κεντήματα, μαζί με τις λίγες λίρες και το άσπρο άλογο, είχε δώσει και το αμπέλι.
Τι τον έπιασε λοιπόν τον πατέρα τους ξαφνικά κι ήθελε να βρει και να δει το αμπέλι; Για να φτάσουν εκεί έπρεπε να διασχίσουν πεδιάδες και όρη. Είπαν: «θα το ξεχάσει, ας μην το συζητάμε». Δεν το ξέχασε. «Στο αμπέλι να με πάτε», έλεγε κάθε μέρα.
Τώρα που είναι άνοιξη και τα λουλούδια ανθίζουν, αποφάσισε ο γιος να τον πάει. Οι δυο τους λοιπόν, τέτοιες μέρες άδειας, της μετα-πασχαλιάς, μπήκαν στο αυτοκίνητο να πάνε να βρουν το αμπέλι. Η Αθήνα προς τα έξω ξεμπούκωνε, τώρα οι πιο πολλοί γύριζαν προς τα μέσα. Θαυμάσιος ο άδειος δρόμος ο ανοιχτός.
Πατέρας και γιος σε εξαιρετικά κέφια. «Μα τι σ’ έπιασε και λαχτάρησες τόσο το αμπέλι;» ρωτάει ο μικρός τον μεγάλο χαμηλώνοντας το ραδιόφωνο που έπαιζε ηπειρώτικα. «Ξέρεις τι δουλειά έχω ρίξει εγώ σ’ αυτό τ’ αμπέλι; Πολλή δουλειά». Κι άρχισε να του λέει πως μίσησε τ’ αμπέλι το προικώο της μάνας του.
Πως δεν έκανε καλοκαίρι, δεν έκανε χειμώνα ήσυχο. Μόνη έγνοια είχε η οικογένεια το αμπέλι. Μην αρρωστήσει, μην πλημμυρίσει, και δεν κάνει σταφύλια. Τα σταφύλια τα πουλούσαν κι απ’ αυτά ζούσαν. Για παιδί είχαν τ’ αμπέλι, όχι εκείνον. Οταν πέθανε η μάνα του είπε: «θα το αφήσω να ρημάξει και θα ρίξω μαύρη πέτρα».
Οχι μία, πολλές. Ετσι κι έγινε. Μα τώρα που τα κατάφερε, που τα χρόνια πέρασαν, καλά και κακά, πάντως πέρασαν κι αυτός έφτιαξε τη ζωή του, σκέφτεται όλο και πιο συχνά πόσα χρωστάει σε εκείνο το μαυρο-αμπέλι.
«Κατάλαβες;», λέει στον μικρό. Ο μικρός, σαραντάρης, ρωτάει: «Καλά, και γιατί δεν μου το πες τόσα χρόνια;». «Κάποια πράγματα δεν τα λέμε στα παιδιά», είπε και την τέλειωσε την κουβέντα τους. Ανοιξε το παράθυρο και μπήκε καθαρός αέρας του βουνού.
Το βρήκαν το αμπέλι πιο εύκολα από ό,τι περίμεναν. Με τα κλήματα δεμένα και στηριγμένα. Το βρήκαν καθαρό και περιποιημένο. Σαν να περίμενε την επίσκεψη. «Α, ρε μπαγάσικο, α ρε σαφρακιασμένο! Αντέχεις ακόμη!» Βγήκε ο μεγάλος γρήγορα από το αυτοκίνητο.
Εμεινε στ’ αυτοκίνητο ο μικρός κι άφησε τον μεγάλο μόνο, να «γυρίσει» πίσω με βήμα γρήγορο και την ψυχή ξαλαφρωμένη.
Via : www.efsyn.gr