Στη χθεσινή έρευνα του Investigate Europe είδαμε πως ακόμα και συντηρητικοί οργανισμοί όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Κομισιόν εμμέσως παραδέχονται πως οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη αποδείχθηκαν λανθασμένες στην επιστημονική τους βάση και αναποτελεσματικές στην εφαρμογή τους.
Πίσω όμως από την επιμονή κυβερνήσεων και Κομισιόν κρύβεται μια σχεδόν μεταφυσική εμμονή να μιμηθούν το «γερμανικό θαύμα» της «Ατζέντας 2010», γνωστής ως μεταρρύθμισης Hartz.
Μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι οι γερμανικές εργασιακές μεταρρυθμίσεις είχαν εν τέλει ελάχιστο ρόλο στο οικονομικό «θαύμα», το οποίο εν πολλοίς βασίστηκε στο ακριβώς αντίθετο δόγμα από αυτό της «εξωτερικής ευελιξίας».
Τον Μάρτιο του 2003 ο Γερμανός καγκελάριος Σρέντερ ανακοίνωσε την περίφημη «Ατζέντα 2010». Στον λόγο του εκείνο εκφώνησε 8 φορές τη λέξη «ευελιξία» ή παράγωγά της και ξιφούλκησε εναντίον των «αρτηριοσκληρωτικών δομών» της γερμανικής αγοράς εργασίας.
Οι εξαγγελίες Σρέντερ μετουσιώθηκαν στις περίφημες μεταρρυθμίσεις Χαρτζ (Hartz) από το όνομα του συμβούλου του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου και επικεφαλής της σχετικής επιτροπής.
Είναι σίγουρο ότι όταν ο Σρέντερ εκφωνούσε εκείνο τον λόγο δεν είχε ούτε ο ίδιος συναίσθηση του πόσο η «Ατζέντα 2010» επρόκειτο να επηρεάσει όχι τη Γερμανία, αλλά ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Το λάθος αφήγημα
Ο Κρίστιαν Οντενταλ, επικεφαλής οικονομολόγος του (φιλικού προς την επιχειρηματικότητα) Centre for European Reform (Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση), αναλύει αυτό που ο ίδιος βάφτισε «Μύθο του Χαρτζ».
«Στην Ευρώπη κανένα άλλο αφήγημα δεν έχει με τόση επιμονή διαμορφώσει την απάντηση στην ευρωκρίση όσο η ιδέα πως ορισμένες χώρες υποφέρουν (σ.σ. όπως η Ελλάδα) επειδή έχασαν την «ανταγωνιστικότητά» τους και θα έπρεπε λοιπόν να μεταρρυθμιστούν όπως η Γερμανία, ώστε να αυξήσουν την ανάπτυξή τους και να μειώσουν την ανεργία».
Ο Οντενταλ διαπιστώνει πως η οικονομική επίπτωση των γερμανικών μεταρρυθμίσων ήταν μικρής σημασίας –και δεν είναι ο μόνος.
Ο Μαρσέλ Φράτσερ, ένας από τους πιο επιφανείς Γερμανούς οικονομολόγους, πρόεδρος του οικονομικού ινστιτούτου DIW στο Βερολίνο, λέει πως, κόντρα σε ό,τι ευρέως πιστεύεται, η «Ατζέντα 2010» «έπαιξε ελάσσονα ρόλο μόνο» στη γερμανική ανάκαμψη και πάντως «δεν βελτίωσε την παραγωγικότητα, ούτε έλυσε το καίριο γερμανικό πρόβλημα της ατυπικής αγοράς εργασίας»: 20% των Γερμανών έχουν ατυπική απασχόληση, δηλαδή χαμηλούς μισθούς ή μερική ή προσωρινή απασχόληση ή συνδυασμό όλων των παραπάνω, τη στιγμή που στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 10%.
Οι μεταρρυθμίσεις Hartz συνδέθηκαν με την πτώση της ανεργίας στο κατώτερο σημείο της από την εποχή της επανένωσης (1990) και με τη γερμανική επιτυχία στα χρόνια της ευρωκρίσης.
Ο «Γερμανός ασθενής» (όπως αποκαλούνταν η γερμανική οικονομία τα προηγούμενα χρόνια) όχι μόνο ανάρρωσε, αλλά αποτέλεσε το απόλυτο (υποχρεωτικό) υπόδειγμα για όλες τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.
Ομως ο καθηγητής Φράτσερ εξηγεί πως είναι λάθος να εξηγηθούν οι ισχυρές γερμανικές επιδόσεις από την εργασιακή μεταρρύθμιση.
«Ο πρώτος λόγος που η Γερμανία τα πήγε καλά είναι ότι ήταν επόμενο να ανακάμψει μετά από μια χαμένη δεκαετία». Αν σημείο αναφοράς είναι τα τελευταία είκοσι χρόνια (και όχι τα τελευταία δέκα), τότε «η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2-3% λιγότερο από τη γαλλική οικονομία και 10% λιγότερο από την ισπανική οικονομία! Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Γερμανία ωφελήθηκε σε τεράστιο βαθμό από την ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών λόγω του εξαγωγικού χαρακτήρα της οικονομίας της».
Αυτό όμως δεν εμπόδισε την πολιτική ηγεσία των Μέρκελ και Σόιμπλε, παρότι τυπικά διαφορετικού πολιτικού χρώματος από τον Σρέντερ, να νουθετούν τις άλλες χώρες, με το καλό (τη Γαλλία και την Ιταλία) ή το άγριο (Ελλάδα, Πορτογαλία), να ακολουθήσουν το «ενάρετο» γερμανικό εργασιακό παράδειγμα.
(Πάντως αυτό το αφήγημα παραλείπει ακόμα μια συμβολική λεπτομέρεια: ο εμπνευστής των μεταρρυθμίσεων και επικεφαλής της σχετικής επιτροπής Πέτερ Χαρτζ, σύμβουλος του Σρέντερ, μερικά χρόνια αργότερα, και ενώ ήταν κορυφαίο στέλεχος της Volkswagen, καταδικάστηκε από τη γερμανική δικαιοσύνη για διαφθορά, μίζες κ.λπ.)
Το πραγματικό γερμανικό θαύμα
Γερμανικό θαύμα υπήρξε, αλλά με μία θεμελιώδη διαφορά: βασίστηκε σε χαρακτηριστικά της γερμανικής οικονομίας που προϋπήρξαν των μεταρρυθμίσεων Χαρτζ.
Το 2009, έναν χρόνο μετά την πτώση της Lehman Brothers, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο έχασαν τη δουλειά τους.
Ομως οι γερμανικές επιχειρήσεις κατάφεραν να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες: μείωσαν τον χρόνο εργασίας τους συμψηφίζοντας τον χαμένο χρόνο με τα υπόλοιπα υπερωριών πριν από την κρίση και το χαμένο εισόδημα μέσω των ταμείων ασφάλισης των ανέργων.
Ετσι οι απώλειες σε θέσεις εργασίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Οταν το καλό οικονομικό κλίμα επανέκαμψε, τους ήταν εύκολο να αυξήσουν την παραγωγή και το μερίδιό τους στην αγορά.
«Με άλλα λόγια, αυτό που έσωσε τη γερμανική αγορά εργασίας στην κρίση ήταν το ακριβώς αντίθετο από το δόγμα της εξωτερικής ευελιξίας» της Ατζέντας Σρέντερ (προσαρμογή στην αγορά και αλλαγή του αριθμού των απασχολούμενων στην επιχείρηση, π.χ. με απολύσεις) συμπεραίνει ο οικονομολόγος Στέφαν Λέντορφ του Ινστιτούτου Εργασίας και Επιμόρφωσης στο Πανεπιστήμιο του Ντούισμπουργκ.
Ηταν η «εσωτερική ευελιξία» (αναζήτηση συναίνεσης εντός της επιχείρησης και διευθέτηση του χρόνου εργασίας) που αποσόβησε την ανεργία. Για αυτό, καταλήγει ο Λέντορφ, αποτελεί «πικρή ειρωνεία» ότι η Γερμανία αποτελεί μοντέλο προς μίμηση για τους «εντελώς λάθος λόγους».
Ομως η Ατζέντα Σρέντερ προώθησε συνειδητά την εξωτερική ευελιξία: η μεταρρύθμιση Χαρτζ προέβλεπε την πριμοδότηση των ευέλικτων μορφών εργασίας και την ευνοϊκή φορολογική αντιμετώπισή τους.
Νέες μορφές εργασίας όπως τα mini-jobs («μικροδουλειές», νομοθετημένη μορφή ευέλικτης εργασίας) γνώρισαν τεράστια άνθηση, με την ευλογία του ομοσπονδιακού κράτους.
Οι εταιρείες η μία μετά την άλλη αποδεσμεύτηκαν από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κατέφυγαν μαζικά σε προσλήψεις προσωρινών εργαζομένων, ώστε να μειώσουν το μισθολογικό τους κόστος.
Οι άνεργοι υποχρεώθηκαν να απογαλακτιστούν από το σύστημα πρόνοιας και να αποδέχονται κάθε νέα «ευκαιρία» απασχόλησης όσο κακοπληρωμένη και να ήταν.
Αύξηση της φτώχειας επί 18 χρόνια
Πράγματι ο αριθμός των εργαζομένων μεταξύ 2003 και 2016 αυξήθηκε κατά 10%, από τα 39 στα 43 εκατομμύρια. Αλλά αυτό κατέστη δυνατό κυρίως αντικαθιστώντας τις θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης με μερικής απασχόλησης και mini-jobs.
Αντίθετα με τα αποτελέσματα που υποσχόταν η μεταρρύθμιση, ο χρόνος εργασίας δεν αυξήθηκε παρά το 2010.
Αλλά και από το 2011, που το οικονομικό κλίμα βελτιώθηκε, ο όγκος της εργασίας αυξάνεται πολύ πιο αργά από την απασχόληση και βρίσκεται ακόμα κάτω από τα επίπεδα των αρχών του ’90.
Με άλλα λόγια ο ίδιος χρόνος εργασίας μοιράστηκε σε περισσότερους ανθρώπους. Κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσε να ιδωθεί με θετικό μάτι, αν παράλληλα η φτώχεια δεν σημείωνε αύξηση επί 18 συνεχή έτη (!) φτάνοντας στο 17%.
Το ποσοστό ανεβαίνει δραματικά στις μονογονεϊκές οικογένειες αφού ένας στους δύο γονείς με παιδί ζει κάτω από το όριο. 860.000 άνθρωποι είναι άστεγοι σήμερα στη Γερμανία σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά.
Ορισμένοι αναλυτές έχουν αναφερθεί στη δημιουργία και στη Γερμανία του «πρεκαριάτου» («precariat», από precarious = επισφαλής), μιας δηλαδή νέας πολυπληθούς ανομοιογενούς «τάξης» που περιλαμβάνει όσους ζουν σε συνθήκες εργασιακής επισφάλειας, ανήμποροι να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης: ανέργους, υποαπασχολούμενους, χαμηλόμισθους, κ.λπ. Αυτή ήταν η συνθήκη του «γερμανικού θαύματος», το τίμημα.
Το 2016 4,8 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γερμανία ζούσαν αποκλειστικά από τα mini-jobs. Αλλο ένα 1,5 εκατομμύριο εργάζονται παρά τη θέλησή τους παρτ τάιμ.
Τέλος, υπάρχουν ακόμα 1 εκατομμύριο «συμβασιούχοι» και περισσότεροι από 2 εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενοι, που επίσης δουλεύουν λιγότερο απ’ όσο θα ήθελαν.
Το παράδοξο είναι πως η περιθωριοποίηση αφορά και σημαντικό μέρος όσων εργάζονται φουλ τάιμ. Αν αποπληθωριστεί το εισόδημά τους, το 40% των πιο χαμηλόμισθων έχει αποδοχές χαμηλότερες από ό,τι πριν από 20 χρόνια, όπως παραδέχτηκε η κυβέρνηση σε έκθεσή της για τη φτώχεια.
Ο νέος εφεδρικός στρατός
Κεντρικός στόχος της μεταρρύθμισης ήταν να αποδυναμώσει το δίχτυ ασφαλείας (επιδόματα ανεργίας κ.λπ.), ώστε οι άνεργοι να προτιμούν να πιάσουν δουλειά, έστω κακοπληρωμένη, παρά να είναι άνεργοι.
Αυτό όμως είχε αποτέλεσμα όσοι τελικά μένουν άνεργοι να είναι πολύ περισσότερο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της φτώχειας: σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι Γερμανοί άνεργοι διατρέχουν σε ποσοστό 70% κίνδυνο να πέσουν κάτω από το όριο της φτώχειας –πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μεγαλύτερο και από την Ελλάδα (47%).
Ο κοινωνιολόγος της οικονομίας Oliver Nachtwey, συγγραφέας του μπεστ σέλερ «Die Abstiegsgesellschaf» (Κοινωνία σε πορεία καθόδου), συνοψίζει το νόημα της μεταρρύθμισης: Ο «βιομηχανικός εφεδρικός στρατός» των ανέργων, όπως κάποτε τον είχε αποκαλέσει ο Μαρξ, «μειώθηκε σε όγκο με τίμημα όμως την αύξηση του εφεδρικού στρατού των υπο-απασχολούμενων στη μερική απασχόληση και των υπερ-απασχολούμενων που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν πολλές δουλειές ταυτόχρονα για να επιβιώσουν».
Investigate Europe
Την έρευνα έκαναν για το Investigate Europe οι Ινγκεμποργκ Ελίασεν (Νορβηγία), Ελίσα Ζιμάντκε (Γερμανία), Νικόλας Λεοντόπουλος (Ελλάδα), Μαρία Ματζόρε (Ιταλία), Λεϊλά Μινιάνο (Γαλλία), Κρίνα Μπόρος (Ρουμανία / Βρετανία), Πάουλο Πένια (Πορτογαλία), Χάραλντ Σούμαν (Γερμανία), Βόιτσεκ Τσίεζλα (Πολωνία).
Εκτός από την «Εφημερίδα των Συντακτών», που είναι ο εταίρος του Investigate Europe στην Ελλάδα, η έρευνα για τα εργασιακά δημοσιεύεται σε ΜΜΕ σε όλη την Ευρώπη: Der Tagesspiegel, Die Tageszeitung, Der Freitag (Γερμανία), EU Observer (Βρυξέλλες), Basta! (Γαλλία), Il Fatto Quotidiano (Ιταλία), Publico (Πορτογαλία), Infolibre (Ισπανία), Aftenbladet, Bergens Tidende (Νορβηγία), Newsweek Polska (Πολωνία), Falter (Αυστρία), Dagens Arbete (Σουηδία), Ugebrevet A4 (Δανία), The Black Sea (Ρουμανία), Pod crto (Σλοβενία).