Ισως είναι ένα δάνειο και αυτό από τη Δύση, τόσο σαν ενδοκομματική πρακτική αντιμετώπισης των διαφωνούντων όσο και σαν όνομα. Στα χρόνια των μνημονίων, πάντως, ακούγεται και γράφεται όλο και συχνότερα. Τόσο που να δημιουργείται η εντύπωση ότι το κομματικό μας σύστημα, επί τρόικας πρώτα και κατόπιν επί κουαρτέτου, έχει μετατραπεί σε απέραντο φυσικοθεραπευτήριο. Μιλάω για τον όρο «μασάζ», που αποτελεί πια λήμμα του λεξικού της πολιτικής. Πρόκειται όμως για ένα μασάζ αχειροποίητο, αν επιτρέπεται εδώ η χρήση μιας τόσο βαριάς λέξης, που έχει ψυχοπολιτικό χαρακτήρα και όχι ψυχοσωματικό. Γίνεται λοιπόν μόνο με λέξεις. Πολλές λέξεις. Και κάθε ύφους και χρωματισμού. Γλυκερές, επιθετικές, γαλίφικες, πιεστικές – καταπιεστικές, τρυφερές, βάναυσες, λυρικές, δραματικές: ένα σκωτσέζικο ντους που δεν τελειώνει παρά μονάχα όταν καμφθεί ο υποβαλλόμενος στο μαρτύριο και δηλώσει, αποκαμωμένος πια, ότι παραδίνεται και προσυπογράφει οτιδήποτε. Εστω κι αν αυτό το οτιδήποτε προσβάλλει τις ηθικοπολιτικές αρχές του και κλονίζει τον αυτοσεβασμό του.
Σ’ ένα τέτοιο μασάζ, που από τη συχνή του χρήση καταντήσαμε να το θεωρούμε και φυσικό και δημοκρατικό, τα χέρια παίζουν κι αυτά κάποιον ρόλο, όχι όμως τον συνηθισμένο στα μασατζίδικα. Τη μια στιγμή το δάχτυλο του μασέρ-καθοδηγητή, στον οποίο έχει ανατεθεί από τα πιο πάνω κλιμάκια το ψηστήρι των γκρινιάρηδων, υψώνεται για να επιτιμήσει αυστηρά την «αντικομματική ελαφρότητα» και την «αντιρεαλιστική ιδεοληψία» του δύσπιστου βουλευτή, που πάντως έχει να δώσει λόγο και στην περιφέρειά του και να εξηγήσει τα ανεξήγητα· γι’ αυτό και δυσκολεύεται να καταπιεί αμάσητη την ιερή επιθυμία της ηγεσίας, του προέδρου-αυθέντη. Και την αμέσως επόμενη στιγμή, δυο ελαφρά χτυπηματάκια στην πλάτη του «ιδεοληπτικού», τάχα σαν σήμα συνωμοτικής εγκαρδιότητας, επιχειρούν ανεπιτυχώς να αναστήσουν τη βαριά πληγωμένη συντροφικότητα και μιαν εμπιστοσύνη ήδη ξέπνοη.
Οι τίτλοι στις εφημερίδες και στη μικρή οθόνη έρχονται και ξανάρχονται: «Μασάζ στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ» (ή των ΑΝΕΛ ή, λιγότερο συχνά, αφού το πρόβλημα το έχουν συνήθως οι εκάστοτε κυβερνώντες, της Ν.Δ., της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, του Ποταμιού). Δεν πρόκειται όμως για κάτι το ανακουφιστικό και αναζωογονητικό, όπως υποθέτει όποιος ακούει τη λέξη μασάζ και τη συσχετίζει με τη μικρή ή μεγάλη πείρα του. Με κατήχηση έχουμε να κάνουμε. Στόχος της είναι να πειστούν οι επιφυλακτικοί να ενστερνιστούν τη γραμμή. Να μην αμαρτήσουν, γιατί είναι βαριά αμαρτία η απείθεια απέναντι στον φορέα της μιας και μόνης Αλήθειας (την ηγεσία) και τους μεταφορείς της (τα εντεταλμένα, απολύτως έμπιστα στελέχη). Να αφήσουν λοιπόν στην αλεξανδρινή ησυχία του τον Καβάφη κι όσα λέει για το μεγάλο ναι και για το μεγάλο όχι, και να ψηφίσουν ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που τους υπαγορεύει η έρμη η συνείδησή τους. Κι ας τα βρουν έπειτα με την ψυχή τους όπως μπορούν – αν μπορέσουν, αν δεν τους παραλύσει το αίσθημα της πλήρους διάψευσης και της ριζικής αυτοακύρωσης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η περίφημη «ψήφος κατά συνείδηση» δεν είναι μονάχα ένα κουτοπόνηρο τέχνασμα των κομμάτων για να αποφεύγουν την καθαρή και τίμια στάση και να περνούν αδιάβροχοι και ατσαλάκωτοι τον εκάστοτε Ρουβίκωνα. Είναι και μια έμμεση –και πάντως κυνική– παραδοχή των ηγετικών τους στελεχών πως οι βουλευτές δικαιούνται να ψηφίζουν ό,τι ορίζει η βούλησή τους μόνο μια φορά στο τόσο. Και αποκλειστικά κατά μεγαλόθυμη αρχηγική παραχώρηση. Σε κάθε άλλη περίπτωση οφείλουν να προσφέρουν αδιαμαρτύρητα τη συναίνεσή τους. Ακόμα κι αν το κόμμα τους αυτοαναιρείται, περιφρονεί τις ρητές δεσμεύσεις του και τα καταστατικά κείμενά του και, για να συμμορφωθεί στην αρχή της πραγματικότητας, δεν διστάζει και να αυτοδιασυρθεί.
Το κομματικό-πολιτικό μασάζ είναι μείγμα στυγνού εκβιασμού και εκμαυλιστικών ταξιμάτων. Κομματικά ή κυβερνητικά στελέχη, έμπειρα στη χειραγώγηση, καλούν κατά ομάδες τους βουλευτές (ή και έναν έναν, ώστε να μείνει απόρρητη η όλη επιχείρηση), όταν επίκειται κρίσιμη ψηφοφορία, για να τους νουθετήσουν. Να τους δείξουν τον σωστό δρόμο. Τους υποβάλλουν δηλαδή σε υπερεντατικό σεμινάριο κομματικού πατριωτισμού, τον οποίο βέβαια ταυτίζουν με τον άνευ επιθετικού προσδιορισμού πατριωτισμό, αφού στο μυαλό όλων το κόμμα –κάθε κόμμα– ισούται με την πατρίδα.
Τα επιχειρήματα που επιστρατεύουν οι μετρ του καταναγκασμού δεν είναι πολλά, μένουν δε αναλλοίωτα κατά την παράδοσή τους από τη μια κυβέρνηση στην επόμενη, για παράδειγμα από το τρίο Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ στο τρίο ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – Οικολόγοι Πράσινοι. Ενα πρόχειρο ανθολόγιο: «Οι στιγμές είναι κρίσιμες» (εξαπολύεται και στην εκδοχή «οι καιροί ου μενετοί», που υποτίθεται πως ακούγεται βαρύτερη). «Είναι η τελευταία φορά που απιστούμε στις ιδέες μας, ύστερα περνάμε τον κάβο και ποιος μας πιάνει». – «Αν χάσουμε αυτήν την ψηφοφορία χανόμαστε, κι εσύ δεν θα ’χεις πια καμιά ελπίδα αναβάθμισης στον επικείμενο ανασχηματισμό». – «Να ξέρεις πως ο πρόεδρος σε εκτιμά ιδιαίτερα, μου το ξανάπε προχθές». – «Οσο για κείνη τη μικροεξυπηρέτηση που ζήτησες, μη σε νοιάζει, αδερφέ, τελειωμένη υπόθεση…» – «Το νου σου, συναγωνιστή, κυκλοφορούν κάποιες φήμες περί αποστασίας, μη σου βγει καμιά ρετσινιά στα καλά καθούμενα». Εδώ ακριβώς αναλαμβάνουν να παίξουν τον καίριο ρόλο τους τα ειδοποιημένα φύλλα που πρόσκεινται στο ένα ή το άλλο κόμμα, τα οποία μυρίζονται «αποστασίες» και τις καταγγέλλουν προληπτικώς, κι ας μην υπάρχει κάποια ένδειξη, ώστε να απαξιώσουν ηθικά εκ των προτέρων οποιονδήποτε τολμήσει να επιμείνει στην ένσταση και τη διαφοροποίησή του: «Αρνείται τη γραμμή; Αμ θα τα πήρε…».
Τέτοια πραγματιστικά ή κυνικά. Εκβιασμός, ωμός ή σοφιστικέ; Οχι βέβαια. Μασάζ. Απλώς μασάζ. Πλην όχι των μυών, αλλά των φαιών κυττάρων και της ίδιας της συνείδησης. Οταν όμως οι βουλευτές έχουν το όνομα αλλά όχι και τη χάρη· όταν υπάρχουν για να προσθέτουν ρομποτοειδώς την ψήφο τους, δίχως να εισακούεται το παράπονό τους, η γνώμη τους, ο φόβος τους, η αγωνία τους όχι για την ατομική τους επιβίωση αλλά για το γενικότερο συμφέρον, τότε η δημοκρατία φυραίνει. Και η απόσταση ανάμεσα στον εκπρόσωπο και στους εκπροσωπούμενους γίνεται χαώδης, όση και η απόσταση της διακηρυγμένης ιδεολογίας από την όντως ασκούμενη πολιτική. Αυτό που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, τις μεν κυβερνήσεις να αποφασίζουν κατ’ εντολήν και έξωθεν εποπτευόμενες, τους δε βουλευτές να υπερψηφίζουν νόμους υπό καθεστώς μόνιμου καταναγκασμού, είναι μια βαθιά ήττα. Οχι μόνο πολιτική.
Via : www.kathimerini.gr