Στις 23 Δεκεμβρίου του 1975 δολοφονείται στο Ψυχικό ο επικεφαλής του κλιμακίου της CIA στην Αθήνα Ρίτσαρντ Γουέλς. Την ευθύνη αναλαμβάνει η πρωτοεμφανιζόμενη τότε «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη». Ήταν η πρώτη επίθεση της οργάνωσης, η οποία συνέχισε τη δράση της για τα επόμενα 27 χρόνια, δολοφονώντας περισσότερα από 20 άτομα.
Ο ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας, Pίτσαρντ Σκίφινγκτον Γουέλς, ήταν εκείνο το βράδυ καλεσμένος μαζί με τη σύζυγό του στη δεξίωση που παρέθετε ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα. Λίγο πριν από τις 22:00 φεύγουν από τη δεξίωση και, καθώς το αμάξι τους σταματάει έξω από την οικία τους στο Π. Ψυχικό, κάνει την εμφάνισή του ένα άλλο αυτοκίνητο από το οποίο κατεβαίνουν τρία άτομα. Απομακρύνουν τον οδηγό και τη γυναίκα και δολοφονούν τον 45χρονο διπλωμάτη με τρεις πυροβολισμούς.
Στο σημείο της επίθεσης αφήνουν προκήρυξη με την οποία αναλαμβάνει την ευθύνη η «17 Νοέμβρη». Η ίδια προκήρυξη αποστέλλεται τρεις ημέρες αργότερα και στις εφημερίδες. Ωστόσο, ο τότε εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Δημήτρης Τσεβάς απαγορεύει στις ελληνικές εφημερίδες τη δημοσίευση πληροφοριών και φωτογραφιών για την υπόθεση, προκειμένου να διευκολυνθεί η διενεργούμενη ανακριτική έρευνα («Καθημερινή», 28.12.1975).
Η προκήρυξη που εστάλη σε όλες τις εφημερίδες στις 24.12.1975 –και δε δημοσιεύτηκε ποτέ- ανέφερε μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το «Βήμα»: «Σε πρόσφατο λόγο του ο Φορντ δήλωσε τελείως κυνικά ότι οι Αμερικανοί δεν θα διστάζουν να επεμβαίνουν ανοιχτά στο εσωτερικό των άλλων όταν το απαιτούν τα συμφέροντά τους. Παρόμοιες δηλώσεις είχε κάνει στο παρελθόν και ο Κίσινγκερ. (…) Αλλά αρκετά. Φτάνει πια. Πρέπει να καταλάβουν οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές και οι ντόπιοι πράκτορές τους ότι ο ελληνικός λαός δεν είναι αγέλη από πρόβατα. (…) Η κυβέρνηση κοροϊδεύει. Η Βουλή φλυαρεί χωρίς κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Τα περισσότερα κόμματα, συμμετέχοντας στον γενικό εμπαιγμό, συναγωνίζονται σε πλατωνικές δηλώσεις χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Και η Δικαιοσύνη κάνει τον άθλο, στη δίκη της 21ης Απρίλη, να μην αναφέρει το όνομα του δεύτερου ενόχου, της CIA και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. (…) Έτσι αποφασίζουμε να εκτελέσουμε υποδειγματικά τον αρχιπράκτορα της CIA, αρχηγό του κλιμακίου της στην Ελλάδα Ρίτσαρντ Γουέλς. (…) Ο Ρίτσαρντ Γουέλς ως αρχηγός είναι συνυπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα που έκανε η CIA σε βάρος του λαού μας».
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1975, η «17Ν» βγάζει «ανακοίνωση προς τον Τύπο» για τη μη δημοσίευση της πρώτης προκήρυξης, στην οποία εξηγεί γιατί δεν χτυπήθηκαν ο οδηγός και η γυναίκα του Γουέλς. «Ο Ρίτσαρντ Γουέλς ήταν αρχηγός της CIA. Σαν τέτοιος ήταν συνυπεύθυνος μαζί με άλλους επαγγελματίες πράκτορες που δρουν στο έδαφός μας για όλα τα εγκλήματα που έκανε η CIA και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στη χώρα μας. Απόφασή μας ήταν να εκτελεστεί ο αρχηγός και μόνο αυτός», αναφέρει η «17Ν». Ούτε αυτή η «ανακοίνωση» όμως δημοσιεύεται.
Την εποχή εκείνη επικρατούσε σύγχυση σχετικά με το τι πραγματικά συνέβη και ποιος έχει την ευθύνη καθώς η «17Ν» ήταν άγνωστη. Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν ένα χρόνο αργότερα, όταν η γαλλική εφημερίδα «Liberation» δημοσιεύει κείμενο της «17Ν» όπου περιγράφεται αναλυτικά η παρακολούθηση του Γουέλς και η οργάνωση της δολοφονίας. Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Βήματος», η τρίτη προκήρυξη είχε δοθεί σε σφραγισμένο φάκελο από μια γυναίκα στον Γάλλο φιλόσοφο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος την παρέδωσε στον διευθυντή της εφημερίδας Σερζ Ζυλί. Ο φάκελος παρέμεινε στα συρτάρια της εφημερίδας μέχρι τις 26.12.1976, οπότε και είδε το φως της δημοσιότητας.
Το όνομα του Γουέλς είχε δημοσιευθεί ένα μήνα πριν από τη δολοφονία του στην κορυφή καταλόγου στελεχών της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με έδρα την Αθήνα, στην αγγλόφωνη εφημερίδα Athens News. Η Επιτροπή Ελλήνων και Ελληνοαμερικανών που έστειλε τον κατάλογο παρουσιάζει τον Γουέλς ως επικεφαλής του κλιμακίου της CIA στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ιδιότητά του ως σταθμάρχη της CIA στη Λίμα του Περού είχε αποκαλυφθεί από τον Ιανουάριο του 1975, σε κατάλογο της ανεξάρτητης αμερικανικής πολιτικής επιθεώρησης «Counter Spy». «Έγινε μια αιματηρή αντικυβερνητική εξέγερση, κατά τη διάρκεια της οποίας πολλοί έχασαν τη ζωή τους. Η CIA κατηγορήθηκε ότι ήταν πίσω απ’ αυτή την εξέγερση. Ήταν καιρός για τον κ. Γουέλς να φύγει από τη Λατινική Αμερική», έγραφε η «Athens News» στις 25 Νοεμβρίου του 1975, αναφερόμενη στην αιματηρή απεργία των αστυνομικών της Λίμα, που στις 5.2.1975 κατέληξε στην επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Στο μεταξύ, δημοσίευμα του «Ιού» το 2005 παρουσιάζει την ανάμειξη του Γουέλς σε «μία από τις μελανότερες «στιγμές» στην ιστορία της CIA». Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ο Γουέλς βρισκόταν στη Γουατεμάλα την περίοδο 1966-67 και συνέβαλε στην υλοποίηση ενός «συγκαλυμμένου προγράμματος της CIA καθοδήγησης του ντόπιου παρακράτους για τη φυσική εξολόθρευση της αριστεράς». Μάλιστα, σημειώνεται ότι από τις 35 παρακρατικές οργανώσεις που απαριθμεί έκθεση της επίσημης «Επιτροπής Διαλεύκανσης» (1999), οι 17 εμφανίστηκαν το 1966-67, ενώ η κλιμάκωση των δολοφονιών συμπίπτει χρονικά με τη θητεία του Γουέλς.
Οι συγγενείς του Γουέλς προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τη μνήμη του. Η κόρη του, Μόλι Γουέλς-Μπολ, σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή» το 2002 αναφέρει: «Το ότι πολλοί Έλληνες συμφωνούν με το Γιωτόπουλο ότι άξιζε να πεθάνει ο πατέρας μου είναι ντροπή. Μια δουλειά έκανε. Με ταράζει όταν έρχομαι στην Ελλάδα και ακούω το αντίθετο. Δεν μπορώ να φανταστώ τι πιστεύουν ότι είναι η δουλειά ενός υπαλλήλου υπηρεσίας πληροφοριών». Ακόμα, σε πολιτικό επίπεδο ο πρέσβης Τόμας Μίλερ παρευρέθηκε στις 23.12.03 στο συμβολικό φύτεμα μιας συκιάς και την τοποθέτηση αναμνηστικής πλάκας στη βίλα όπου έμενε ο Γουέλς. Σύμφωνα με την επιγραφή, ο Γουέλς «ταχύς και δυνατός, θυμώδης και φιλοσοφημένος», «αποτελούσε ενσάρκωση του πλατωνικού ιδανικού ηγέτη».
Η «17Ν» συνέχισε τη δράση της μέχρι το 2002. Δολοφόνησε περισσότερα από 20 άτομα και προκάλεσε τον τραυματισμό πολλών περισσότερων. Η αρχή του τέλους της ήρθε όταν το βράδυ της 29ης Ιουνίου εξερράγη στα χέρια του Σάββα Ξηρού ο εκρηκτικός μηχανισμός τον οποίο ετοιμαζόταν να τοποθετήσει στο λιμάνι του Πειραιά.
Ανάμεσα στα θύματα της τρομοκρατικής οργάνωσης είναι οι Παύλος Μπακογιάννης και Νίκος Μομφεράτος. Η τελευταία δολοφονική επίθεση έγινε στις 8 Ιουνίου του 2000, με τον Βρετανό στρατιωτικό ακόλουθο Στίβεν Σόντερς να τραυματίζεται σοβαρά από τέσσερις σφαίρες και να αφήνει την τελευταία του πνοή στον Ερυθρό Σταυρό.
Via : tvxs.gr