ΞΕΝΙΑ ΚΟΥΝΑΛΑΚΗ

Η δημοσιογραφική κάλυψη της δολοφονίας της συζύγου, της πεθεράς και της κόρης από τον 47χρονο αστυνομικό στους Αγίους Αναργύρους είναι σοκαριστική. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πώς θα ήταν τα αντίστοιχα ρεπορτάζ και οι πηχυαίοι τίτλοι αν μια γυναίκα είχε σκοτώσει τον πεθερό, τον σύζυγο και τον γιο της: «Γυναίκα-αράχνη», «Μήδεια», «Μαύρη χήρα» κ.λπ. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ο θύτης είναι άνδρας, αστυνομικός και δη φρουρός πρώην πρωθυπουργού. Το γεγονός πως κόμπαζε «ότι αν ήθελε μπορούσε να σκοτώσει τον Σημίτη» δεν προβλήθηκε ιδιαίτερα, παρουσιάστηκε ως υποσημείωση στην όλη υπόθεση. Αντίθετα, υπογραμμίζεται καθημερινά από όταν σημειώθηκε το συμβάν, πόσο πολύ αγαπούσε την κόρη του αλλά και πόσο κακή σχέση είχε με την πεθερά του. Πρόκειται για ένα σχήμα, με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο μέσος Ελληνας άνδρας: η κακιά πεθερά, που τον πρήζει, που τον υποτιμά, που δεν τον θεωρεί άξιο για την κόρη της. Σταδιακά μέσα από τις μαρτυρίες συναδέλφων και άλλων κοντινών προσώπων σκιαγραφείται μια τερατώδης ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία από θύμα γίνεται θύτης και περίπου υποχρεώνει τον αστυνομικό να προβεί στο έγκλημα. «Ο 47χρονος επιθυμούσε η πεθερά του να φύγει από το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου όπου ζούσε για να φτιάξει εκεί ιατρείο η κόρη της και να είναι κοντά στο παιδί τους», αναφέρεται στα σχετικά δημοσιεύματα.

Ακόμη και ο τρόπος που ο 47χρονος δολοφόνησε την κόρη του εξιδανικεύεται, νομιμοποιείται: «Ο αστυνομικός κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού, καθώς η μικρούλα είχε ξυπνήσει από τους πυροβολισμούς και είχε βάλει τα κλάματα. Αφού ηρέμησε και κοίμισε ξανά το παιδί, το πυροβόλησε στον κρόταφο. Σκέπασε τη σορό της μικρής με ένα σεντόνι και ύστερα από μιάμιση ώρα γονάτισε στο κρεβάτι του και έβαλε τέλος στη ζωή του».

Ο πατέρας ως άλλος Αγαμέμνων θυσιάζει την κόρη-Ιφιγένεια. Προς τι η αναφορά στο σεντόνι; Γιατί σε μια αρχαιοελληνική εκδοχή της «απίστευτης τραγωδίας» (όπως βαφτίστηκε) τη σκεπάζει σε ένδειξη σεβασμού προς το νεκρό της σώμα. Είναι εξαιρετικά προβληματική αυτή η περιγραφή, που από τη μια δαιμονοποιεί τις δύο γυναίκες και από την άλλη εξιδανικεύει τον δολοφόνο. Για μία ακόμη φορά ο εμπεδωμένος μισογυνισμός διαχέεται και μετατρέπει ένα ειδεχθές έγκλημα σε μια πράξη απέλπιδα, εξαγνισμένη, γεμάτη απορίες και ερωτήματα. Σερσέ λα φαμ, είναι η απάντηση, διαχρονικά.