Ο κόσμος στέκει βουβός και έκπληκτος μπροστά στο ανείπωτο μακελειό που διαπράχθηκε σε τέμενος σουφιστών στο βόρειο Σινά. Η είδηση για τους ισλαμιστές ενόπλους που εκτελούν εν ψυχρώ άοπλους πιστούς φυσικά και σοκάρει. Από πού μπορεί και εκπορεύεται τόσο μίσος; Και αν δεν έχουμε να κάνουμε με τρελούς με τη στενή έννοια του όρου τότε τις πταίει και, κυρίως, γιατί αυτή η επίθεση δεν είναι η τελευταία πράξη του δράματος;
Γιώργος Ρήγας
Διεθνής αποτροπιασμός, πολιτικές καταδίκες και μηνύματα συμπαράστασης ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, τη χειρότερη τρομοκρατική επίθεση που βίωσε ποτέ η Αίγυπτος. Πολλοί δικαίως αναρωτιούνται από πού μπορεί να πηγάζει τόσο μίσος ώστε να γίνεται επίθεση με βόμβα σε έναν τόπο λατρείας και στη συνέχεια ένοπλοι, με αποκλειστικό αντικειμενικό σκοπό να προκαλέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα, να γαζώνουν στα τυφλά εκείνους που εξέρχονταν του τζαμιού. Πολλοί ακόμα απορούν με την ευκολία οργάνωσης της επιχείρησης, την ασφαλή διαφυγή των δραστών και την πρόσβαση των τελευταίων στα αναγκαία για την επίθεση όπλα και πυρομαχικά. Δυστυχώς όσο ακατανόητα και αν μας μοιάζουν όσα έγιναν στο Μπιρ αλ-Άμπεν, η επίθεση στο σουφιστικό τέμενος αλ-Ράουντα δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός στο κενό. Αντίθετα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μιας κατάστασης και ως εκ τούτου οφείλει να ιδωθεί ως κρίκος μιας αλυσίδας που πάει πολλά χρόνια πίσω.
Όλα τα σημάδια δείχνουν πως πίσω από την επίθεση βρίσκονται ακραίοι ισλαμιστές που έχουν δηλώσει πίστη στο λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος. Βέβαια ο όρκος αφοσίωσης στον αλ-Μπαγντάντι λειτουργεί περισσότερο ως αναγκαίος ιδεολογικός μανδύας μιας εξέγερσης με τοπικά χαρακτηριστικά, παρά ως συνειδητή ένταξη σε μια πανισλαμική εκστρατεία με κεντρική οργάνωση και ενιαία στρατηγική. Και αυτό φαίνεται από το γεγονός πως στο Σινά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Συρία και στο Ιράκ, δεν συρρέουν ξένοι μαχητές, αλλά η εξέγερση στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε άνδρες που προέρχονται από τις βεδουίνικες φυλές της περιοχής. Επίσης δεν πρέπει να ξενίζει τόσο πολύ η επίθεση σε τέμενος που βρίσκεται χτισμένο σε χώρο ταφής επιφανούς σουφιστή κληρικού. Για τους τζιχαντιστές που ακολουθούν το δόγμα του σαλαφιστικού σουνίτικου Ισλάμ τα ταφικά μνημεία είναι απορριπτέα ως ειδωλολατρικά και άρα οι σουφιστές δεν αντιμετωπίζονται ως πιστοί αλλά ως ειδωλολάτρες, αιρετικοί και αποστάτες. Η αποστροφή στη διατήρηση και λατρεία ταφικών μνημείων έχει τις ρίζες της στον λόγιο Ιμπν Ταϊμίγια που έζησε τον 13ο αιώνα και που, μεταξύ άλλων, υποστήριζε την αναγκαιότητα καταστροφής του τάφου του Μωάμεθ στη Μεδίνα. Αυτή η αντίληψη κάθε άλλο παρά ξεχάστηκε μετά τον Μεσαίωνα. Στη Σαουδική Αραβία για παράδειγμα, δεκάδες ταφικά μνημεία έχουν γκρεμιστεί από τότε που ανέλαβε ο οίκος των Σαούντ. Μάλιστα μόλις το 1998 αποφασίστηκε η κατεδάφιση του τάφου που αποδίδεται στην μητέρα του Μωάμεθ.
Το ότι η εξέγερση στο Σινά απέκτησε ισλαμιστικά χαρακτηριστικά αποτελεί παράδοξη εξέλιξη διότι συνήθως οι κοινότητες των Βεδουίνων δίνουν προτεραιότητα στη φυλή και όχι στη θρησκεία. Αυτό που επέτρεψε στο παράδοξο να εκφραστεί και να υπερισχύσει ήταν ένας συνδυασμός ιδιότυπων παραγόντων. Συγκεκριμένα, η αποξένωση από το κεντρικό αιγυπτιακό κράτος, η χρόνια οικονομική δυσπραγία, οι διακρίσεις και ο στιγματισμός των Βεδουίνων, η γειτνίαση με τη Γάζα της Χαμάς και οι συμφωνίες με το Ισραήλ που απαγόρευαν για χρόνια την ανάπτυξη ικανού αριθμού Αιγύπτιων στρατιωτών και αστυνομικών στη χερσόνησο μετέτρεψαν αθόρυβα το Σινά σε ένα θερμοκήπιο ισλαμιστικής τρομοκρατίας.
Το Σινά είναι η περιοχή που χωρίζει τη Κοιλάδα του Νείλου με τους εξ ανατολών γείτονες της Αιγύπτου. Η χερσόνησος εντάχθηκε επίσημα στο αιγυπτιακό κράτος το 1906 με τη συνθήκη της Τάμπα. Το 1967, μετά τον πόλεμο των έξι ημερών, τέθηκε υπό ισραηλινή κατοχή. Μάλιστα, μέχρι το 1982 οπότε και επιστράφηκε στον έλεγχο του Καΐρου, φιλοξένησε μικρό αριθμό ισραηλινών εποικισμών. Η επιστροφή στην Αίγυπτο έγινε υπό τον όρο της περιορισμένης παρουσίας αιγυπτιακών δυνάμεων ασφαλείας. Το Σινά είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένο, με την πλειοψηφία των οικισμών να υπάρχουν στη βόρεια ακτογραμμή και στην κορυφή της χερσονήσου στην Ερυθρά Θάλασσα. Για να γίνει αντιληπτό το πόσο αραιοκατοικημένο είναι το Σινά, το 2012 οι κάτοικοί του υπολογίζονταν σε 400 χιλιάδες ενώ ο συνολικός πληθυσμός της Αιγύπτου ξεπερνούσε τα 80 εκατομμύρια.[i] Οι Βεδουίνοι χωρίζονται σε 20 διαφορετικές φυλές που έλκουν την καταγωγή τους από την Αραβική Χερσόνησο και το ευρύτερο Λεβάντε. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η φυλή των Τζαμπαλίγια που αποτελούν τους απογόνους της βαλκανικής φρουράς που είχε στείλει η Υψηλή Πύλη πριν από αιώνες, για να εγγυηθεί την ασφάλεια της μονής της Αγίας Αικατερίνης.[ii]
Για το ότι οι Βεδουίνοι του Σινά δίνουν προτεραιότητα στους οικογενειακούς και φυλετικούς δεσμούς, και όχι στην αιγυπτιακή εθνική ταυτότητα, δεν είναι άμοιρη ευθυνών η αιγυπτιακή διοίκηση, καθώς παραδοσιακά κρατά μια στάση καχυποψίας απέναντί τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ελάχιστοι δημόσιοι λειτουργοί ή στελέχη των ενόπλων δυνάμεων της Αιγύπτου προέρχονται από τη βεδουινική κοινότητα. Στο ίδιο πνεύμα, όταν αποφασίστηκε να γίνουν επενδύσεις για τη μετατροπή των ψαροχωριών των Σαρμ ελ-Σέιχ και Δάχαμπ σε τουριστικά θέρετρα, οι ντόπιοι όχι μόνο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, αλλά και συστηματικά εξαιρέθηκαν από τις δουλειές που δημιουργήθηκαν. Αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση, πολλοί από τους Βεδουίνους δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ασχοληθούν με το λαθρεμπόριο και άλλες παράνομες δραστηριότητες που διευκολύνονταν από την ελλιπή αστυνόμευση της χερσονήσου. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η έκνομη δράση λειτούργησε προσθετικά για τον περαιτέρω στιγματισμό και αποκλεισμό των Βεδουίνων.
Στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα λοιπόν ήταν σαφές πως οι προοπτικές για τους νέους του Σινά ήταν ελάχιστες. Και ήταν ακριβώς εντός αυτού του ζοφερού πλαίσιου που έκανε την εμφάνιση της μια ισλαμιστική οργάνωση, η “Ταουχίντ γουα-λ-Τζιχάντ”, όταν μεταξύ 2004 και 2006 χτύπησε τρεις φορές τα θέρετρα στα νότια της χερσονήσου. Το ότι οι οργανωτές των επιθέσεων κινούνταν περισσότερο από τοπικές ανησυχίες και έβλεπαν εαυτούς λιγότερο ως στρατιώτες μιας πανισλαμικής αποστολής τεκμαίρεται από το γεγονός ότι η δεύτερη και τρίτη επίθεση ήταν κυρίως απάντηση στις συλλήψεις που έγιναν μετά την πρώτη. Διότι πράγματι, κατόπιν της επίθεσης του Οκτωβρίου του 2004, οι αιγυπτιακές αρχές, αφού πρώτα πήραν το πράσινο φως από το Τελ Αβίβ, ανέπτυξαν δυνάμεις στο Σινά που προχώρησαν σε μαζικές και αθρόες συλλήψεις με τα δικαιώματα των κρατουμένων να παραβιάζονται συστηματικά.
Οι αυθαιρεσίες των δυνάμεων ασφαλείας χαράχθηκαν βαθιά στο συλλογικό θυμικό των Βεδουίνων και αν τα πράγματα μετά το 2006 ηρέμησαν αυτό ελάχιστα είχε να κάνει με την αποτελεσματικότητα της κεντρικής αιγυπτιακής διοίκησης. Αντίθετα, η ηρεμία ήταν αποτέλεσμα συγκυριακών εξελίξεων. Η αποχώρηση των Ισραηλινών από τη Γάζα το 2005, η εκλογική νίκη της Χαμάς το 2006 και η απόκτηση από την τελευταία του πλήρους ελέγχου της Γάζας το 2007 επέφερε τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας της Γάζας από το Ισραήλ στην Αίγυπτο. Και επειδή το χερσαίο πέρασμα της Ράφα παρέμενε κλειστό, αναπτύχθηκε εναλλακτικά ένα τεράστιο δίκτυο υπόγειων τούνελ από το οποίο εισαγόταν παράτυπα ό,τι είχε ανάγκη η αποκλεισμένη περιοχή. Τα τούνελ, που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα επικερδή, διαχειρίζονταν Βεδουίνοι, και έτσι το αδιέξοδο που αντιμετώπιζε μεγάλο μέρος της κοινότητάς τους φαινόταν προσωρινά να είχε ξεπεραστεί.
Εξαιτίας όμως της ιδιαίτερης φύσης της νέας επικερδούς δραστηριότητας, στήριξη ενός αδελφού λαού που τελεί υπό ισραηλινή πολιορκία, όχι μόνο ενισχύθηκαν οι ακραίες τάσεις στις τάξεις των Βεδουίνων, αλλά αυξήθηκε και η πρόσβασή τους σε μεγαλύτερες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών. Μοιραία λοιπόν όταν οι έξωθεν πιέσεις ανάγκασαν τον Μουμπάρακ να σταματήσει την πολιτική ανοχής απέναντι στα τούνελ, έγινε σαφές πόσο μεγάλο ήταν πια το κενό μεταξύ Σινά και Κοιλάδας του Νείλου. Σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ δυνάμεων ασφαλείας και ενόπλων, ή μικρές τοπικές εξεγέρσεις έγιναν αρκετά συνήθεις. Το 2011 μάλιστα, ενώ στο Κάιρο οι διαδηλωτές περίμεναν δύο βδομάδες στην πλατεία Ταχρίρ για να ακούσουν τον Μουμπάρακ να παραιτείται, στο ελ-Αρίς και τις άλλες πόλεις του Βορείου Σινά στρατός και αστυνομία είχαν συνθηκολογήσει στην ορμή του πλήθους από την πρώτη στιγμή.[iii]
Μεταξύ 2011 και 2013 η παρουσία του κεντρικού κράτους ήταν από χαλαρή έως ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα το παράτυπο εμπόριο με τη Γάζα να φτάσει στο απόγειό του και το Σινά να πλημμυρίσει με φτηνά και εξελιγμένα όπλα προερχόμενα από τις λεηλατημένες αποθήκες του στρατού του Καντάφι. Όταν το 2013 ο στρατηγός Σίσι ανέτρεψε τον Μόρσι, για να εμπεδώσει την κυριαρχία του επιδόθηκε σε έναν αγώνα που αναγνώριζε ως απειλές τόσο τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, όσο και τη Χαμάς και τους Βεδουίνους του Σινά. Σε αυτό το πλαίσιο, εξασφαλίζοντας φυσικά πρώτα τη σχετική άδεια από το Ισραήλ, ο αιγυπτιακός στρατός αναπτύχθηκε στο Σινά και επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία εναντίον των τούνελ της Ράφα. Οι κοινότητες των Βεδουίνων αντέδρασαν με τον τρόπο που θα αντιδρούσαν σε ένα στρατό κατοχής. Βίντεο με τις ωμότητες του αιγυπτιακού στρατού που διέρρευσαν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν αρκετά για να εντείνουν το μίσος. Δεδομένου ότι υπήρχαν τα όπλα και ότι τα προηγούμενα χρόνια είχε γίνει η απαραίτητη ιδεολογική ζύμωση, ήταν αναμενόμενο η αντίδραση των Βεδουίνων να εκφραστεί με το ακραίο πολιτικό Ισλάμ και οι τοπικοί ισλαμιστές της “Άνσαρ Μπάιτ αλ-Μάκντις” να γίνουν ο επίσημος βραχίονας του Ισλαμικού Κράτους στο Σινά. Από το 2013 μέχρι σήμερα, και παρά τις προσπάθειες του αιγυπτιακού στρατού, που ανά τακτά χρονικά διαστήματα διοργανώνει συνεντεύξεις τύπου για να εκθέσει τις επιτυχίες του, οι συγκρούσεις συνεχίζονται, η βία μεταδίδεται στο υπόλοιπο της χώρας και εν τέλει δεν υπάρχει τίποτε που να εγγυάται την επιστροφή και εμπέδωση της ασφάλειας στη χερσόνησο που στέκει μεταξύ Αφρικής και Ασίας.
Λέγεται ότι το 1982 ο Μουμπάρακ είχε απορρίψει προτάσεις για την ανάπτυξη του Σινά λέγοντας: «Για ποιο λόγο να επενδύσω στην ανάπτυξη του Σινά; Για να μπουν μετά από λίγο οι Ισραηλινοί και να τα καταστρέψουν όλα;»[iv] Είναι αλήθεια ότι τα μακρόπνοα σχέδια είναι ακριβά, εμπεριέχουν ρίσκο και εκ των υστέρων συνήθως αμφισβητείται η αξία της επινόησης και της εφαρμογής τους. Κάτι σαν τα αντιπλημμυρικά έργα δηλαδή. Όμως μόνο τέτοια σχέδια έχουν νόημα. Ήδη ο Σίσι υποσχέθηκε σκληρή αντίδραση, δηλαδή μια καινούργια και πιο εντατική καμπάνια καταστολής από την προηγούμενη. Και είναι μάλλον αλήθεια πως για τους φυσικούς αυτουργούς της επίθεσης στο τέμενος αλ-Ράουντα δεν υπάρχει κανένα σοβαρό ενδεχόμενο σωφρονισμού. Το θέμα όμως είναι ότι το πρόβλημα δεν εξαντλείται σε αυτούς. Συνακόλουθα, μια ενδεχόμενη εξόντωσή τους δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά ένα πρόχειρο χτύπημα στο κεφάλι μιας οιονεί Λερναίας Ύδρας που δε θα αργήσει να αναγεννηθεί, να χτυπήσει με την ίδια ή περισσότερη ορμή και μοιραία να προκαλέσει ξανά διεθνή αποτροπιασμό και καταδίκες.