Η υπερβολικά μεγάλη ένταση, η μικρή χωρική εξάπλωση της βροχόπτωσης, οι απότομες πλαγιές που σχηματίζονται από τα Γεράνεια όρη και από το όρος Πατέρας, και δημιουργούν ένα έντονο ανάγλυφο με ένα μεγάλο εύρος εδαφικών κλίσεων, σε συνδυασμό με τις καταπατήσεις στα ρέματα, αλλά και την καταστροφή συνολικής έκτασης 3.700 στρεμμάτων από πυρκαγιές την περίοδο 2005-2014, είναι τα κομμάτια που συνθέτουν το παζλ της τραγωδίας των τελευταίων ημερών στη δυτική Αττική.
Αυτό τουλάχιστον μαρτυρά το σχέδιο διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας, που εκπονήθηκε στην περιοχή, κατ επιταγή της οδηγίας της Ε.Ε., με στόχο να προβλέψει τις καταστροφές και να οδηγήσει στη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων, ώστε να μετριαστούν οι επιπτώσεις από τις πλημμύρες. Ωστόσο, και πάλι, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί που εκπόνησαν τη σχετική μελέτη, «τα συνήθη αντιπλημμυρικά έργα σχεδιάζονται για να αντιμετωπίζουν πλημμύρες που προκύπτουν από βροχοπτώσεις που εμφανίζονται μια φορά στα πενήντα χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση», τη στιγμή που οι κάτοικοι στη Μάνδρα βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ένταση βροχής που “χτυπά” κατά μέσο όρο την περιοχή μία φορά στα 150-200 χρόνια».
«Ενώ οι μετεωρολογικοί σταθμοί στην ευρύτερη περιοχή κατέγραψαν ελάχιστη ή μηδενική βροχόπτωση, με βάση τις εκτιμήσεις του Αστεροσκοπείου, τοπικά στη Μάνδρα έπεσαν 100 χιλιοστά βροχής σε διάστημα 2-3 ωρών. Πρόκειται για ποσότητα βροχής που αντιστοιχεί περίπου στο 20% της συνολικής βροχής, που πέφτει στην Αττική σε μια ολόκληρη χρονιά», δηλώνει στο «kathimerini.gr» ο κ. Ανδρέας Γραμματικογιάννης, υδρολόγος-πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ.
Στις διαστάσεις που πήρε η καταστροφή συνέβαλε και το γεγονός ότι το έδαφος ήταν ήδη κορεσμένο από τις βροχές των προηγούμενων ημερών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συγκρατήσει άλλη ποσότητα βροχής και όλο το νερό να μετατρέπεται αμέσως σε πλημμυρικό όγκο.
«Το μεγάλο εύρος εδαφικών κλίσεων έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών ποταμοχειμάρρων, τα οποία πριν τις εκβολές στην θάλασσα γίνονται αβαθή και ουσιαστικά η κοίτη χάνεται, με αποτέλεσμα η πλημμύρα να διαχέεται σε όλο το εύρος μιας σχεδόν επίπεδης πλημμυρικής πεδιάδας, στο μέσον της οποίας βρίσκεται η Νέα Πέραμος», συμπληρώνει ο κ. Γραμματικογιάννης.
Ωστόσο τα αίτια του φαινομένου δεν θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο στη μορφολογία του εδάφους, αλλά πρωτίστως στον ανθρώπινο παράγοντα, που ευθύνεται για τις παρεμβάσεις σε ρέματα, τις καμένες εκτάσεις και την έντονη δόμηση.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο γεωλόγος κ. Ιωάννης Βαζίμας, «την περίοδο 2005-2014 στην περιοχή κατεγράφησαν 445 πυρκαγιές συνολικής καμένης έκτασης 3.700 στρεμμάτων, όπου το 70% περίπου ήταν δασικές και αγροτολιβαδικές εκτάσεις, το βασικό φυσικό αντιπλημμυρικό σύστημα που διαθέτουμε δωρεάν και σε αφθονία. Αρα προφανώς το θέμα δεν ήταν αν θα πλημμυρίσει η περιοχή, αλλά πότε και πόσο».
Πάντως, η «ευαισθησία» της Μάνδρας ήταν γνωστή από το 2012, οπότε και είχε αναγνωριστεί κατά την Προκαταρτική Αξιολόγηση Κινδύνων Πλημμύρας στα πλαίσια της Οδηγίας 2007/60/ΕΚ, ως ζώνη δυνητικά υψηλού κινδύνου πλημμύρας (χαμηλή ζώνη Μεγάρων-Ν. Περάμου). Μάλιστα αντίστοιχα περιστατικά πλημμυρών του παρελθόντος δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μια πολύ ευάλωτη περιοχή.
«Οι πλημμύρες που σημειώθηκαν στην περιοχή στις 26 Ιανουαρίου του 1996 στην περιοχή του Θριασίου πεδίου, που περικλείεται από την Ελευσίνα, τη Μάνδρα, τη Μαγούλα και τα Μέγαρα, είχαν σαν αποτέλεσμα εκατοντάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, όπως επίσης και εργοστάσια, να παραδοθούν στο έλεος της λάσπης, που κατέβαινε από τα Γεράνια όρη, καθώς η περιοχή έχει καεί επανειλημμένα. Αντίστοιχα προβλήματα προκάλεσαν και οι ισχυρές βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν στις 27 Φεβρουαρίου του 2015 στην Αττική», περιγράφει ο κ. Βαζίμας.
Παρόλα αυτά η περιοχή παρέμενε ανοχύρωτη. Αν και οι μελέτες για αντιπλημμυρικά έργα ήταν έτοιμες, η κατασκευή των έργων δεν είχε ακόμη ξεκινήσει.
«Πράγματι υπάρχουν περιοχές και εντός της Αττικής αλλά και σε όλη την Ελλάδα που είναι ευάλωτες λόγω πλημμυρών. Και αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με την κλιματική αλλαγή, ούτε φυσικά με την όποια “θεομηνία” επικαλούμαστε και η οποία δυστυχώς αποτελεί μοιρολατρική αποδοχή της αδυναμίας μας να λειτουργήσουμε οργανωμένα και με σχέδιο απέναντι σε φυσικά φαινόμενα που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν», υποστηρίζει ο κ. Γραμματικογιάννης.
«Δεν είναι δυνατό να ξέρουμε ότι στην Νέα Πέραμο υπάρχει κίνδυνος πλημμύρας και να επιτρέπουμε στους κατοίκους της περιοχής να χτίζουν υπόγεια ή να κατοικούν σε αυτά. Δεν γίνεται να μετατρέπουμε γνωστές πλημμυρικές εκτάσεις σε οικισμούς με σχέδια πόλης κτλ και να μην έχει ληφθεί μέριμνα εκ των προτέρων πώς θα αντιμετωπιστεί μια ενδεχόμενη πλημμύρα. Δεν είναι δυνατό να μην γίνονται συστηματικά καθαρισμοί χειμάρρων από φερτά υλικά ή να επιτρέπουμε την καταπάτηση τους για δεκαετίες, αλλά ούτε και να εμπλέκονται 18 φορείς στον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό μιας περιοχής», συμπληρώνει ο κ. Γραμματικογιάννης.
Η περίπτωση της Μάνδρας δεν είναι ασφαλώς η μοναδική. Συνολικά στην Αττική έχουν καθοριστεί εννέα περιοχές ως ζώνες δυνητικά υψηλού κινδύνου πλημμύρας, οι οποίες καταλαμβάνουν το 21,2% της έκτασης.
«Πρόκειται για τις παράκτιες περιοχές Σαρωνίδας-Αναβύσσου-Παλαιάς Φώκαιας, τη χαμηλή ζώνη Λουτρακίου, την περιοχή των Μεσογείων, τη Χαμηλή ζώνη Μεγάρων-Ν. Περάμου, τη χαμηλή ζώνη Ασπροπύργου-Ελευσίνας, τη χαμηλή ζώνη λεκάνης τεχνητής λίμνης Μαραθώνα, την παράκτια πεδινή περιοχή Μαραθώνα-Νέας Μάκρης, τη λεκάνη π. Κηφισού και τις παράκτιες περιοχές Βάρης – Αγίας Μαρίνας Κορωπίου», συμπληρώνει ο κ. Βαζίμας.
Σε εθνικό επίπεδο υπάρχουν 11 αντίστοιχες ζώνες στα νησιά Αιγαίου (π.χ. χαμηλές περιοχές νήσου Λήμνου, χαµηλή ζώνη περιοχής Κάµπου Χίου και πόλης Χίου, παραθαλάσσια περιοχή Αγ. Προκόπης, Αγ. Άννα και πόλης Νάξου κ.α.), 19 περιοχές στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα όπως οι παρόχθιες χαμηλές περιοχές π. Σπερχειού, η χαμηλή ζώνη ρεμάτων παράκτιας περιοχής Στυλίδας-Καμένων Βούρλων, η χαμηλή ζώνη άνω ρου Βοιωτικού Κηφισού κ.α.
Via : www.kathimerini.gr