«Μπορώ να βγάλω μια φωτογραφία μόνο τα πράγματα;» τους ρώτησα σε σπαστά ισπανικά. «Όχι, το απαγορεύει ο νόμος» μου απάντησαν. «Μου λέτε ποιος νόμος ακριβώς;» ρώτησα στα αγγλικά. «Ο νόμος. Ψάξε στο ίντερνετ. Και στην Ισπανία δε μιλάμε στα αγγλικά. Ισπανικά δε μιλάς; Να μιλήσεις στα ισπανικά» μου είπαν στη γλώσσα τους και αρνήθηκαν να συζητήσουμε περαιτέρω. Ο Μάλικ με περίμενε λίγα βήματα πιο μακριά. Παρόλο που έχει πλέον χαρτιά, φοβάται τις συνδιαλλαγές με την αστυνομία. «Το δημοψήφισμα στην Καταλονία φούντωσε για τα καλά τον εθνικισμό των Ισπανών» μου είπε, ενώ συνεχίσαμε τη βόλτα μας στις γειτονιές της Μαδρίτης. Γύρω μας τόσα πολλά μπαλκόνια ήταν ντυμένα σπιθαμή προς σπιθαμή με κιτρινοκόκκινες σημαίες.
της Τζένης Τσιροπούλου
Είναι ένα ηλιόλουστο σαββατιάτικο πρωινό του Οκτώβρη και το ρολόι στη μαδριλένικη Puerta del Sol δείχνει σχεδόν εντεκάμιση. Το ραντεβού μας με τον Μάλικ είναι λίγο παραπάνω, στη γειτονιά Lavapiés. Η Lavapiés -τα ισπανικά Εξάρχεια για κάποιους- είναι ένα μελίσσι νέων που παίζουν αφρικανική μουσική, χορεύουν φλαμένκο στον δρόμο και πίνουν φτηνές μπύρες. Παραδοσιακά, όμως, ήταν μια γειτονιά μεταναστών με φτηνά ενοίκια, τα οποία τώρα ανεβαίνουν με γεωμετρική πρόοδο λόγω του τουρισμού και του Airbnb (αυτοκόλλητα ατάκτως κολλημένα λένε «Tourists Go Home» και «Tourism Kills the City», αλλά λίγα μικρά πανό που καλωσορίζουν τους πρόσφυγες ανεμίζουν στα μπαλκόνια).
«Εδώ ζούσε ο πρώτος Σενεγαλέζος μετανάστης που έφτασε το 1984, εδώ ζει μέχρι και σήμερα η σενεγαλέζικη κοινότητα» αρχίζει να με ξεναγεί ο 34χρονος Μάλικ που γεννήθηκε στην πόλη Pikine «με παράδοση στο hip hop» έξω από το Ντακάρ, αλλά εδώ και 12 χρόνια αποκαλεί «σπίτι του» την Ισπανία. «Το 2005, πολλές πιρόγες έφταναν από τη Σενεγάλη. Τη γλώσσα την έμαθα πολύ γρήγορα γιατί στη χώρα μου μιλάμε πολλές διαλέκτους και είχα την κουλτούρα εκμάθησης ξένων γλωσσών» μου λέει. Στη Μαδρίτη συναντάς αρκετές οικογένειες που έχουν μεταναστεύσει από τη Λατινική Αμερική, αλλά η τοπική κοινωνία ακόμα και σήμερα δεν είναι εξοικειωμένη με τους Αφρικανούς. «Ρατσισμός; Παντού στην καθημερινότητά μας, παντού στην Ισπανία, όπως και στην Ευρώπη. Αν είσαι μαύρος, είναι έτσι. Όταν πάω να μπω στο σούπερ μάρκετ, ο υπεύθυνος ασφαλείας θα με κοιτάξει δέκα φορές από πάνω μέχρι κάτω» λέει ο Μάλικ.
Όσο καθόμαστε για καφέ, πλανόδιοι μικροπωλητές περνάνε από μπροστά μας με πολύ βιαστικό βήμα με τις κουβέρτες με την πραμάτεια τους διπλωμένες και φορτωμένες σαν σάκο του Άι-Βασίλη στον ένα ώμο. Παρά την αγωνία να μην τους πιάσει η αστυνομία, προλαβαίνουν να φωνάξουν ένα «Γεια!» στα ουολόφ (σενεγαλέζικη διάλεκτος) μόλις βλέπουν τον συμπατριώτη τους. Η αναστάτωση που επικρατεί για λίγο μάς φέρνει πιο κοντά στον λόγο που βρεθήκαμε με τον Μάλικ.
«Ο πρώτος μετανάστης-μικροπωλητής στη Μαδρίτη ήταν Σενεγαλέζος» ξεκινάει την αφήγησή του ο Μάλικ, που ούτε ο ίδιος έσπασε αυτή την παράδοση. «Γάντια, καπέλα, τσάντες, φουλάρια… Τέτοια πούλαγα, όπως κι ο πρώτος-πρώτος πλανόδιος. Εκείνος, όμως, ζούσε μέσα σε ένα σενεγαλέζικο ρεστοράν εδώ παρά κάτω, γιατί τη δεκαετία του ’80 στα ξενοδοχεία δε νοίκιαζαν δωμάτια σε μαύρους μετανάστες. Κι αν ζήταγε να νοικιάσει σπίτι, θα έτρεχαν από τον φόβο τους. Ήταν πιο δύσκολα τότε γιατί οι μαύροι ήταν πολύ λίγοι ακόμα. Ο αδερφός μου ζούσε ήδη στην Ισπανία και επιβίωνε πουλώντας πράγματα στον δρόμο. Όταν έφτασα κι εγώ, χωρίς χαρτιά, η μοναδική επιλογή και για μένα ήταν αυτή. Τους είδες όλους αυτούς που έτρεχαν να ξεφύγουν από την αστυνομία; Κανένας δε θέλει να το κάνει αυτό το πράγμα, κανένας» μου λέει ο Μάλικ.
Manteros -έτσι λένε τους πλανόδιους μικροπωλητές στην Ισπανία, από το manta που θα πει κουβέρτα, δηλαδή το ορθογώνιο πανί πάνω στο οποίο απλώνουν την πραμάτεια τους. Η έδρα τους στη Μαδρίτη είναι η κεντρική πλατεία Puerta del Sol (το δικό μας Σύνταγμα), δέκα λεπτά με τα πόδια από εκεί που πίνουμε τον καφέ μας. Παρά το ότι είναι μια καλή μέρα για δουλειά, με καλό καιρό και πολύ κόσμο, η αστυνομία είναι πανταχού παρούσα και τελικά το πόστο των Manteros έμεινε άδειο. «Μάλλον θα βγουν ξανά κατά το μεσημεράκι, όταν η αστυνομία θα κάνει διάλειμμα για φαΐ» λέει ο Μάλικ. «Η αστυνομία μάς κακομεταχειρίζεται. Ειδικά όταν βλέπουν ανθρώπους που δε μιλάνε καλά τα ισπανικά, το εκμεταλλεύονται για να σε προσβάλουν, κυρίως με ρατσιστικά σχόλια. Αλλά μεταξύ μας, μεταξύ των μικροπωλητών, υπάρχει ο άρρητος κανόνας του σεβασμού και της αλληλεγγύης, αλλιώς δε θα επιβιώναμε. Τα χρήματα που κερδίζουμε είναι ίσα-ίσα για το ενοίκιο, φαγητό και για να στέλνουμε λίγα χρήματα στην οικογένεια πίσω στην πατρίδα».
Τα προϊόντα-μαϊμού τα αγοράζουν «κυρίως από Κινέζους, ενώ πολλά από τα προϊόντα και ειδικά τα αρώματα-μαϊμού έρχονται από την Ελλάδα» απαντά ο Μάλικ όταν τον ρωτάω από πού εφοδιάζονται.
«Σας ενοχλούν οι μαϊμούδες; Θα φτιάξουμε τη δική μας μάρκα»
Η πρώτη Ένωση των «χωρίς χαρτιά» φτιάχτηκε το 1991 και ο σκοπός της ήταν να υπάρχει ένας κοινός κουμπαράς για συμπατριώτες που θα χρειάζονταν βοήθεια. «Σήμερα, από τους πλανόδιους, 85% είναι από τη Σενεγάλη, 10% άραβες, ενώ υπάρχουν και λίγοι κινέζοι και ασιάτες από το Μπαγκλαντές.» Τα ποσοστά δε μου τα λέει στην τύχη, αφού ο ίδιος δραστηριοποιείται εδώ και χρόνια σε Ενώσεις μεταναστών χωρίς χαρτιά και μικροπωλητών δρόμου, οι οποίες δουλεύουν μαζί με ντόπιους ακτιβιστές και συχνά και με το Podemos. Η συλλογικότητα των «χωρίς χαρτιά» στην οποία συμμετείχε ενεργά ο Μάλικ, διεκδίκησε την αποποινικοποίηση τής εργασίας των Manteros, μιας και ο ποινικός κώδικας τιμωρούσε τους μικροπωλητές με μέχρι και δύο χρόνια φυλακή. Με πολλή πίεση, καμπάνιες ενημέρωσης και αρκετούς καλλιτέχνες και ακτιβιστές στο πλευρό τους, οι μετανάστες-πλανόδιοι τα κατάφεραν και έτσι, το 2010, άλλαξε ο ποινικός κώδικας. Η χαρά τους, δυστυχώς όμως, κράτησε για λίγο, καθώς το 2014, «με αφορμή το κίνημα των Indignados (Αγανακτισμένοι) στην Puerta del Sol, η ισπανική κυβέρνηση κατέστησε ποινικό αδίκημα τις συναθροίσεις (Ley Mordaza ή Gag rule) και παράλληλα, ποινικοποίησε εκ νέου εμάς τους Manteros» λέει ο Μάλικ.
Η κολεκτίβα τους μάχεται πάλι από την αρχή για την αποποινικοποίηση της εργασίας τους με τη βοήθεια των Podemos, ενώ ταυτόχρονα οι Manteros της Βαρκελώνης προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των μίντια και έκαναν τους ντόπιους να γουρλώνουν τα μάτια τους για έναν κάπως αναπάντεχο λόγο: Μπήκαν στην αγορά μόδας και στο εμπόριο με μια δική τους μάρκα. Το όνομά της Top Manta και το σήμα της μια κουβέρτα που πετάει, «πετάει ελεύθερη, είναι σύμβολο τής ελευθερίας» μού λέει ο Μάλικ, ενώ μου δείχνει στο κινητό του φωτογραφίες με τα ρούχα και τα παπούτσια της Top Manta.
«Μας απαγορεύετε να πουλήσουμε, μας απαγορεύετε να ζήσουμε. Η αστυνομία μας επιτίθεται. Γιατί; Σας ενοχλούν τα προϊόντα-μαϊμού; Θα φτιάξουμε τη δική μας μάρκα.» Αυτό ήταν το μήνυμα που ήθελαν να στείλουν οι Manteros, που άνοιξαν τη δική τους μπουτίκ στη Βαρκελώνη. «Δεν είναι εύκολα τα πράγματα γιατί πολλοί προτιμούν να αγοράσουν μούφα Nike, αλλά το παλεύουμε» χαμογελάει ο Μάλικ.
Η πρωτοβουλία γεννήθηκε στη Βαρκελώνη, διόλου τυχαία. Το 2015, ένας 50χρονος Σενεγαλέζος μικροπωλητής δρόμου πήδηξε από τον τρίτο όροφο και σκοτώθηκε, προσπαθώντας να γλιτώσει από την επιδρομή της αστυνομίας που κυνηγούσε παράνομους μικροπωλητές. Ο θυμός και η αδικία έγινε η θρυαλλίδα για να οργανωθούν οι Manteros της Βαρκελώνης πιο δυναμικά.
«Κάποια στιγμή διαπραγματεύτηκαν με τη δήμαρχο τής πόλης, Άντα Κολάου, η οποία κινητοποιήθηκε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τους Manteros ώστε να μην πουλάνε παράνομα. Αλλά άνοιξαν 30 θέσεις για 600 ανθρώπους οπότε ήταν μια αποτυχία» λέει ο Μάλικ, ενώ διαμαρτύρεται ότι «τουλάχιστον στη Βαρκελώνη η δήμαρχος έχει καλές προθέσεις και καλύτερη συμπεριφορά σε αντίθεση με τους συντηρητικούς της Μαδρίτης».
Και πράγματι, κι άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες για τη χειραφέτηση Αφρικανών μεταναστών και μεταναστριών και τον απεγκλωβισμό τους από το παράνομο εμπόριο γεννιούνται αυτό το διάστημα στη Βαρκελώνη με τον δήμο να τις υποστηρίζει οικονομικά.
Η Marta Cillero είναι υπεύθυνη επικοινωνίας του European Alternatives και μέλος του Transeuropa Festival που διοργανώθηκε στη Μαδρίτη στις 25-29 Οκτωβρίου. Στο πρόγραμμα του φεστιβάλ μού κέντρισε το ενδιαφέρον η μόνη φωτογραφία χωρίς πρόσωπα, αλλά με τακτοποιημένα καπέλα πάνω σε ένα πανί. Επρόκειτο για την παρουσίαση του συνδικάτου των Manteros. «Δίνουν φωνή και ορατότητα σε μια καλά κρυμμένη για χρόνια πραγματικότητα στην Ισπανία, ξεσκεπάζοντας τον θεσμικό ρατσισμό. Με τη συλλογικότητα τους ένωσαν ένα από τα πιο ευάλωτα και φιμωμένα κομμάτια της κοινωνίας μας και παλεύουν κατά της καθημερινής παρενόχλησης, της αστυνομικής βίας και των σκληρών ποινών για τα οποία κανείς δε μιλάει ανοιχτά. Και όσο πιο απομονωμένος είσαι, τόσο πιο εύκολα διαιωνίζεις την ατιμωρησία των θυτών. Η πρωτοβουλία τους μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράδειγμα αυτο-οργάνωσης και δε θα μπορούσαμε να μην τους καλέσουμε σε ένα φεστιβάλ ακτιβισμού και πολιτισμού. Θα ήταν σαν να μαζεύονταν δέκα άντρες να μιλήσουν για φεμινισμό χωρίς γυναίκες» μού λέει η Marta όταν τη ρωτάω γιατί ανάμεσα σε ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και καλλιτέχνες επέλεξαν να καλέσουν και τους Manteros.
Ο καφές με τον Μάλικ τελειώνει και πριν προλάβουμε καλά-καλά να σηκωθούμε, σκοντάφτουμε πάνω σε δύο αστυνομικούς που έχουν κατάσχει μια κουβέρτα με πραμάτεια.
«Μπορώ να βγάλω μια φωτογραφία μόνο τα πράγματα;» τους ρώτησα σε σπαστά ισπανικά.
«Όχι, το απαγορεύει ο νόμος» μου απάντησαν.
«Είμαι δημοσιογράφος. Μου λέτε ποιος νόμος ακριβώς;» ρώτησα έπειτα στα αγγλικά.
«Ο νόμος. Ψάξε στο ίντερνετ. Και στην Ισπανία δε μιλάμε στα αγγλικά. Ισπανικά δε μιλάς; Να μιλήσεις στα ισπανικά» μου είπαν επιτακτικά στη γλώσσα τους και αρνήθηκαν να συζητήσουμε περαιτέρω.
Ο Μάλικ με περίμενε λίγα βήματα πιο μακριά. Παρόλο που έχει πλέον χαρτιά, φοβάται ακόμα τις συνδιαλλαγές με την αστυνομία.
«Το δημοψήφισμα στην Καταλονία φούντωσε για τα καλά τον εθνικισμό και τον ρατσισμό των Ισπανών και οι μουσουλμάνοι, οι Αφρικανοί, οι Άραβες, θα υποφέρουν πολύ, ειδικά και μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Και οι πλανόδιοι μικροπωλητές είναι οι πιο εύθραυστοι, γιατί εμείς είμαστε εκεί μπροστά σου, μας βλέπεις, είμαστε τα εύκολα θύματα» μου είπε, ενώ συνεχίσαμε τη βόλτα μας στις γειτονιές της Μαδρίτης. Γύρω μας τόσα πολλά μπαλκόνια ήταν ντυμένα σπιθαμή προς σπιθαμή με κιτρινοκόκκινες σημαίες.
Φωτογραφίες: Jenny Tsiropoulou/ThePressProject
Via : www.thepressproject.gr