Δέφνερ και Τιμολέοντος, κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο. Ενα παλιό σπίτι δείχνει το μέτρο της γειτονιάς.
Μερικά ξεχασμένα από τον χρόνο κομμάτια της Αθήνας θυμίζουν πώς ήταν η πρωτεύουσα σε ένα μεγάλο τμήμα της πριν από λίγες δεκαετίες. Και δεν αναφέρομαι στην παλαιά μορφή της πόλεως, δεν έχω, δηλαδή, στον νου μου τα ωραία μέτωπα στη Σόλωνος, στην Ιουλιανού ή στην Πειραιώς, αλλά εκείνα τα ημι-εξοχικά σημεία που όταν τα συναντάς ακόμη και σήμερα σε ξαφνιάζουν.
Οι φωτογραφίες από τα μικρά σπιτάκια του Λυκαβηττού γύρω στο 1900-1920 εντυπωσιάζουν τους σημερινούς Αθηναίους, ιδίως όταν βλέπουν μαντριά και κοπάδια. Αν και όλα αυτά σαρώθηκαν από τον χρόνο, υπάρχουν ακόμη περιοχές της Αθήνας, κομμάτια σκόρπια, που διασώζουν την αίσθηση μιας ήρεμης κωμόπολης. Από καιρό με συγκινούσε η ιδέα ότι ένας μικρός δρόμος κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο φέρει το όνομα του Μιχαήλ Δέφνερ (1848-1934), του Γερμανού γλωσσολόγου που ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με την τσακωνική διάλεκτο. Ο Δέφνερ στέριωσε στην Αθήνα και για πολλά χρόνια ήταν υποδιευθυντής στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Το μικρό δρομάκι, στα όρια του Μετς και του Κυνοσάργους, με το ρομαντικό όνομα Δέφνερ, είχε στον αέρα αυτό το άρωμα της παλιάς Αθήνας, που από εκείνο το σημείο έβλεπε κάποτε τον Ιλισό. Η οδός Δέφνερ θα είχε σκόρπια σπιτάκια και όταν θα έβρεχε, θα κατέβαζε λάσπη. Δεν θα ήταν απίθανο να έβλεπε κανείς και πρόβατα ή κατσίκια από κάποιο μαντρί και την άνοιξη θα χόρταινε το μάτι αγριολούλουδα. Εκείνα τα χρόνια, ο δρόμος δεν θα είχε χαραχτεί αλλά σήμερα, στο σημείο που βάδιζα επί της οδού Δέφνερ, ένιωθα στον αέρα εκείνο το παρελθόν.
Πίσω από το Half Note, κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο, η οδός Δέφνερ προχωρούσε σε βάθος τριών τετραγώνων. Στην πρώτη γωνία, με την οδό Ραζηκότζικα, κοντοστάθηκα. Αριστερά, ο δρόμος κατρακυλούσε προς τη λεωφόρο Καρέα και ένιωθα ότι βρισκόμουν σε υψώματα. Ο ουρανός ήταν ένας γαλάζιος θόλος και το αεράκι αναζωογονητικό. Χρειαζόμουν λίγο χρόνο για να νιώσω τον περίγυρο. Στη μία γωνία, Δέφνερ και Ραζηκότζικα, περιεργάστηκα μια ατμοσφαιρική μονοκατοικία του ’50. Στην άλλη γωνία, υπήρχε χέρσο οικόπεδο του Δήμου Αθηναίων, απέναντι μια μονώροφη αποθήκη και αντικριστά της ένα περιποιημένο σπίτι. Αν περπατούσα, θα ήμουν σε είκοσι λεπτά στο Σύνταγμα, αλλά εδώ ένιωθα την απόκοσμη ηρεμία μιας παλιάς γειτονιάς.
Μπροστά μου, η οδός Δέφνερ συνέχιζε με σκαλοπάτια, τα δέντρα και οι θάμνοι κρατούσαν υγρασία και σιωπές, και δεν άργησα να βρω το σπίτι στη γωνία με την οδό Τιμολέοντος. Ηταν κλειστό και έρημο. Αρχικά είδα την πλαϊνή του όψη επί της Δέφνερ, μέσα από κισσούς και έναν μεγάλο κορμό αείλανθου. Ενα γαλάζιο παραθυρόφυλλο φώτιζε την ερημιά, με αδέσποτες γάτες τριγύρω που είχαν όμως το νερό τους. Ψηλά, στον πάνω όροφο, το κόκκινο παντζούρι ήταν μισάνοιχτο και ίσως από εκεί θα κρέμονταν κάποτε σεντόνια για τον πρωινό αερισμό του σπιτιού. Αλλά η κύρια όψη του ήταν στην Τιμολέοντος. Είναι ένα απλό σπίτι της παλιάς Αθήνας, χωρίς διάκοσμο αλλά με όλη τη διάρθρωση του λαϊκού νεοκλασικισμού. Η καγκελόπορτα ήταν στη θέση της και επέτρεπε θέαση της αυλής. Σκαλοπάτια οδηγούσαν σε ένα πλάτωμα που στεφάνωνε ένα ακόμη γαλάζιο παραθυρόφυλλο. Μπροστά είχε ξεμείνει μία μόνη καρέκλα. Υπήρχε υγρασία και η οσμή της μοναξιάς. Το σπίτι το τύλιγε η παραδοχή μιας ήττας, αλλά η γεύση παραδόξως ήταν αυτή της συμφιλίωσης.
Κοιτώντας ψηλά, θα δει κανείς τα τρία κλειστά παράθυρα της πρόσοψης. Αναλογίζομαι αν συναισθάνονταν οι παλιοί ένοικοι το προνόμιο μιας συγκλονιστικής θέας. Από κάτω περνούσε ο Ιλισός με τα γεφύρια του, στο βάθος ήταν το Ολυμπιείον και η Ακρόπολη. Ηταν η θέα που είχε φωτογραφίσει, μερικά μέτρα πιο κάτω, ο Μπουασονά το 1910. Αν έκλεινες τα μάτια, μπορούσες ακόμη να τη δεις.
Via : www.kathimerini.gr