Συνέδριο στο Βερολίνο ασχολήθηκε με τα χαρακτηριστικά των νέων ελλήνων μεταναστών, τα κίνητρά τους να φύγουν από τη χώρα αλλά και με το εάν πράγματι μπορεί να γίνεται λόγος για μετανάστευση.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα επανήλθε ένα φαινόμενο που είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Νέοι άνθρωποι φεύγουν από τη χώρα για να εργαστούν στο εξωτερικό. Περίπου 400.000 άτομα υπολογίζεται ότι έχουν εγκαταλείψει την Ελλάδα τα τελευταία οκτώ χρόνια. Σε αντίθεση με το παρελθόν, οι περισσότεροι σήμερα δεν φεύγουν ανειδίκευτοι αλλά με πτυχία. Τα αποτελέσματα των ερευνών τους αναφορικά με τη διαρροή επιστημονικού δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain) παρουσίασαν στη γερμανική πρωτεύουσα έλληνες ερευνητές από την Ελλάδα, την Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική. Στη διημερίδα που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ελλήνων Επιστημόνων Βερολίνου και Βρανδεμβούργου συμμετείχαν επίσης μεταναστευτικοί φορείς αλλά και νέοι μετανάστες. Για παράδειγμα καλλιτέχνες που μίλησαν για τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν στη Γερμανία. Στο πλαίσιο του συνεδρίου παρουσιάστηκε και έκθεση της ζωγράφου από την Κολωνία Μαρία Ρηγούτσου (βλ. κεντρική φωτογραφία).
Τα χαρακτηριστικά την νέας μετανάστευσης
Όλοι οι ομιλητές στη διημερίδα τόνισαν ότι το βασικό γνώρισμα των νέων ελλήνων μεταναστών είναι το μορφωτικό τους επίπεδο. Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Μανώλη Δαμανάκη η σύγχρονη μετανάστευση «έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα της δεκαετίας του ‘50, του ‘60 και του ‘70. Τότε μετακινούνταν εργάτες, τώρα μετακινούνται άνθρωποι από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα και στην πλειοψηφία τους με πανεπιστημιακά πτυχία. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ένα δυναμικό με διαφορετικά κοινωνικά και μορφωτικά χαρακτηριστικά».
Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας σχεδόν τα ¾ των νέων μεταναστών είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου, ενώ στους μετανάστες της περιόδου έως το 1969 ο αντίστοιχος αριθμός κυμαίνονταν στο 6%. Σε αντίθεση με τους Gastarbeiter που κατάγονταν από αγροτικές και εργατικές οικογένειες οι γονείς των σημερινών μεταναστών ανήκουν σε πολύ μεγάλο βαθμό στα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Εξ ου και οι νέοι μετανάστες δεν στέλνουν σχεδόν καθόλου εμβάσματα στην Ελλάδα.
Μπορούμε όμως όντως να μιλάμε για «μετανάστευση» ή πρόκειται για αναθέρμανση μιας ερμηνείας ενός παλιού φαινομένου; Το ερώτημα έθεσε στο συνέδριο η κοινωνιολόγος Σεβαστή Τρουμπέτα από το Κέντρο Νέου Ελληνισμού στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Σημείο αναφοράς της παρέμβασης της είναι οι συνθήκες που ισχύουν για τους ευρωπαίους πολίτες στην ΕΕ: «Η ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών της ΕΕ μέσα στο χώρο της ΕΕ θεωρείται δεδομένη. Και παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε έναν όρο με τον οποίο ουσιαστικά περιγράφουμε την μετακίνηση πολιτών τρίτων χωρών, δηλαδή τον όρο μετανάστευση. Αυτό είναι ένα παράδοξο της όλης συζήτησης. Με όρους τουλάχιστον ΕΕ πρόκειται για ενδοευρωπαϊκή μετακίνηση».
Τα αίτια της μετανάστευσης
Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους έλληνες επιστήμονες επιλέγουν να μεταναστεύσουν συχνά προβάλλεται ως επιχείρημα ότι ο αριθμός των πτυχιούχων τριτοβάθμιων ιδρυμάτων στην Ελλάδα είναι υπερβολικά μεγάλος. Με την άποψη αυτή διαφωνεί ο καθηγητής Λόης Λαμπριανίδης από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το ποσοστό των πτυχιούχων στην Ελλάδα είναι κατώτερο από το μέσω όρο τόσο της ΕΕ όσο και των χωρών του ΟΟΣΑ. Την κύρια ευθύνη για το brain drain φέρει το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο υποστήριξε ο κ. Λαμπριανίδης: «Ο λόγος για τον οποίο φεύγουν είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η ελληνική οικονομία δεν δημιουργεί επαρκή ζήτηση για επιστήμονες. Παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που δεν χρειάζονται σε αυτή τη φάση επιστήμονες, γιατί είναι προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας». Άλλωστε αυτό το «αδιέξοδο» μοντέλο είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στην οικονομική κρίση.
Η χώρα έχει ανάγκη από ένα νέο οικονομικό μοντέλο το οποίο θα στηρίζεται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και ειδικά σε κλάδους που η Ελλάδα έχει ήδη συγκριτικά πλεονεκτήματα, π.χ. στο λάδι και το κρασί, προϊόντα που στις περισσότερες περιπτώσεις στέλνονται ακατέργαστα στο εξωτερικό. «Αυτό πρέπει να σταματήσει», τόνισε ο κ. Λαμπριανίδης. «Και για να σταματήσει θα πρέπει να πάμε προς μια άλλη κατεύθυνση. Για αυτό χρειάζονται οι επιστήμονες στο εξωτερικό». Από τον Αύγουστο το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης όπου ο κ. Λαμπριανίδης είναι γ.γ. Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων λειτουργεί μια ιστοσελίδα δικτύωσης ελλήνων επιστημόνων ανά των κόσμο (www.knowledgebridges.gr).
Η περίπτωση της Γερμανίας
Σύμφωνα με το Κεντρικό Μητρώο Αλλοδαπών της Γερμανίας ο αριθμός των Ελλήνων αυξήθηκε στην περίοδο της κρίσης κατά 25%: από 278.063 το 2009 στους 348.475 το 2016. Στοιχεία για το μορφωτικό τους επίπεδο είναι μόνο μερικώς γνωστά. Σύμφωνα την Ένωση των Ιατρικών Συλλόγων Γερμανίας ο αριθμός των ελλήνων γιατρών αυξήθηκε από 1863 το 2009 στους 3118 το 2016, σημειώθηκε δηλαδή μια αύξηση της τάξεως του 60%. Στις δε ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ο αριθμός των ελλήνων ερευνητών που εργάζονται σε γερμανικά ιδρύματα αυξήθηκε σύμφωνα με τον Ανδρέα Γκολφινόπουλο από το Πανεπιστήμιο Ζίγκεν από 147 το 2000 στους 584 το 2014.
Εξετάζοντας τα κίνητρα για τη μετανάστευση ελλήνων επιστημόνων στη Γερμανία ο κ. Γκολφινόπουλος διαπίστωσε ότι αυτά είναι κάθε φορά διαφορετικά – άλλα είναι τα κίνητρα των ιατρών, των πληροφοριακών ή των ερευνητών: «Οι γιατροί φεύγουν επειδή δεν βρίσκουν θέση ειδικότητας ή επειδή έχουν χειροτερεύσει οι συνθήκες εργασίας στα νοσοκομεία. Οι πληροφοριακοί φεύγουν για οικονομικούς λόγους. Μπορούν μεν να βρουν δουλειά αλλά οι απολαβές δεν τους επιτρέπουν να κάνουν μια καλή ζωή στην Ελλάδα. Οι δε ερευνητές στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες φεύγουν λόγω των δομών, δηλαδή δεν υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες υποτροφίας, ελάχιστες θέσεις εργασίας και ούτω καθεξής.»
Τέλος, ευχής έργο θα ήταν να υλοποιήσει ο Σύλλογος Ελλήνων Επιστημόνων Βερολίνου και Βρανδεμβούργου την πρόθεση του να δημοσιοποιήσει τις ανακοινώσεις της διημερίδας.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο
Via : www.dw.com