ΝEIL IRWIN / THE NEW YORK TIMES

Τελικώς, το να προσπαθούν οι αμερικανικές επιχειρήσεις να κάνουν περισσότερο παραγωγικούς τους εργαζομένους τους είναι σφάλμα. Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι η ασθενέστερη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα. Φθάνει μόλις το 0,8% σε ετήσια βάση τα τελευταία πέντε χρόνια, έναντι του 2,3% κατά μέσον όρο την περίοδο 1947-2007. Εκεί έγκειται η βραδεία αύξηση στο ΑΕΠ και στις αυξήσεις των μισθών. Αυτός είναι ο συνήθης τρόπος σκέψης γύρω από την παραγωγικότητα και τη σχέση της με την οικονομία. Με απλά λόγια, η παραγωγικότητα είναι μια μαγική δύναμη, η οποία βοηθάει να δοθούν εξηγήσεις για την αύξηση της παραγωγής. Εμφανίζονται νέες ανακαλύψεις που διευκολύνουν την εργασία ή εφαρμόζονται νέες πρακτικές στην εταιρική διοίκηση, οι οποίες με τρόπο θαυμαστό επιτρέπουν στις εταιρείες με λιγότερες ώρες εργασίας να έχουν περισσότερο παραγόμενο έργο.

Δεν μπορεί κανείς πραγματικά να προβλέψει το πότε και το πώς αυτές οι καινοτομίες θα αναπτυχθούν. Ο Χένρι Φορντ, λόγου χάριν, μια δεδομένη στιγμή αρχίζει να χρησιμοποιεί την κινούμενη γραμμή παραγωγής. Ο Σαμ Γουόλτον τελειοποιεί την προμηθευτική αλυσίδα της έγκαιρης παράδοσης. Η εφεύρεση των επεξεργαστών κειμένων έχει ως αποτέλεσμα ολοένα και λιγότεροι επιχειρηματίες να χρειάζονται γραμματείς. Ιδού, λοιπόν, πώς η παραγωγική ικανότητα μιας χώρας αυξάνεται μαζί με το βιοτικό επίπεδο και τα εισοδήματα. Tι συμβαίνει, όμως, εάν αυτός είναι λάθος τρόπος σκέψης; Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Χούβερ και του Ινστιτούτου Αμερικανικών Επιχειρήσεων αναφέρει ότι η αμελητέα αύξηση στην παραγωγικότητα προκλήθηκε από ανεπαρκείς επενδύσεις σε κεφαλαιακό εξοπλισμό και λογισμικό. Ωστόσο, αναμένεται να ανακάμψει. Και στο σημείο αυτό φαίνεται πως τα συμπεράσματα της προαναφερθείσας μελέτης συμβαδίζουν με τις απόψεις ανθρώπων από τον επιχειρηματικό κόσμο, οι οποίοι εμβαθύνουν πολύ περισσότερο στο θέμα. Ο Μάρκο Ανουντσιάτα, επικεφαλής οικονομολόγος της General Electric, παραδείγματος χάριν, ισχυρίζεται ότι πολλές από τις πρόσφατες καινοτομίες, όπως η τρισδιάστατη εκτύπωση και τα γυαλιά διευρυμένης πραγματικότητας, όντως οδηγούν σε τεράστια αύξηση παραγωγικότητας.

Εντούτοις, οι κεφαλαιακές δαπάνες είναι ασθενικές γενικά και ακόμα πιο συγκρατημένες ειδικά όταν πρόκειται για σημαντικές καινοτομίες. «Εκεί όπου έπρεπε να έχουμε δυναμικές επενδύσεις, έχουμε άτολμες», υπογραμμίζει ο κ. Ανουντσιάτα. «Κι αυτό σημαίνει ότι όλες εκείνες οι καινοτομίες δεν εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα. Απλώς χρησιμοποιούνται σε μικρή κλίμακα και περιστασιακά». Εάν αναλογιστεί κανείς τα μακροπρόθεσμα μοντέλα αύξησης της παραγωγικότητας, θα διαπιστώσει ότι χονδρικά βασίζονται στην εξής ιδέα: μια ευημερούσα αγορά εργασίας συνοδεύεται από μια έκρηξη παραγωγικότητας, ενώ οι περίοδοι βαθιάς ύφεσης ακολουθούνται από πτώση της παραγωγικότητας. Η δυναμικότερη αύξηση παραγωγικότητας στις ΗΠΑ μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρήθηκε στα τέλη του ’60 και στις αρχές του 2000. Οι δύο περίοδοι με τη μεγαλύτερη εξασθένηση της παραγωγικότητας εντοπίζονται στις αρχές του ’80 και στην τελευταία δεκαετία μετά την κρίση. Ορισμένοι ιστορικοί διατείνονται ότι η βιομηχανική επανάσταση ξεκίνησε στην Αγγλία, και όχι αλλού, επειδή οι συγκριτικά υψηλότεροι μισθοί των εργατών εκεί παρακίνησαν τις εταιρείες να επενδύσουν σε συσκευές που διευκόλυναν και επιτάχυναν την εργασία τους.

Via : www.kathimerini.gr