Τι κοινό έχει άραγε ο θάνατος της 62χρονης εργαζόμενης στην καθαριότητα στο Δήμο Ζωγράφου, με την αυτοκτονία της 42χρονης απλήρωτης εργαζόμενης από τα Γιαννιτσά και το θανατηφόρο δυστύχημα ενός 23χρονου διανομέα; Τι κοινό έχουν, πέρα από τον αδόκητο θάνατο τους εξ’ αιτίας των συνθηκών ή των παραμέτρων της εργασίας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας; Τι κοινό έχουν, πέρα από τη δικαιολογημένη οργή των απλών ανθρώπων ενάντια στη βία της μισθωτής εργασίας και στις αδιανόητες συνέπειες της; Μοιάζει να μην έχουν κανένα άλλο κοινό. Απλά, άνθρωποι της «διπλανής πόρτας», καταβάλλουν, με την ίδια τη ζωή τους, μέρος του τιμήματος για την απρόσκοπτη λειτουργία της βαρβαρότητας που παριστάνει την οργανωμένη οικονομία.
του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Κι’ όμως, παρά τους θανάτους, αυτούς και εκατομμύρια άλλους σ’ όλο τον πλανήτη, το σύστημα προσπερνάει την απώλεια της ζωής περίπου σαν να πρόκειται για φυσικό φαινόμενο ή σπεύδει να εντοπίσει την ευθύνη στην απερισκεψία, στην απροσεξία, στην επιπολαιότητα ή και στη ψυχική βλάβη των ίδιων των θυμάτων. Και εκατομμύρια άνθρωποι σπεύδουν να υιοθετήσουν τις απόψεις αυτές που ταυτίζουν την ανάγκη για επιβίωση του εργαζόμενου με μια περίπου ανήκεστο βλάβη. Η φτώχεια είναι απόδειξη ατομικής ανικανότητας πλουτισμού, θα σου πουν οι νεοφιλελεύθεροι. Η φτώχεια είναι αποτέλεσμα ατομικής ανεπάρκειας, θα δηλώσουν οι πεφωτισμένοι υποστηριχτές της εκ γενετής εξασφαλισμένης «αριστείας».Κι’ όλο αυτό μοιάζει απόλυτα λογικό. Λες και μ’ έναν παράδοξο τρόπο οι τόσες τοξικές εμπειρίες ενώ αθροίζονται δεν προκαλούν,για κάποιους ανθρώπους,τίποτα άλλο παρά ένα συναισθηματικό-γνωστικό μοτίβο, ένα φίλτρο κατανόησης, έναν τρόπο να καταλαβαίνουν τα πράγματα, ένα χάρτη-οδηγό ζωής – ίσως κι έναν Πολιτισμό, με την έννοια αυτή- που αν και είναι σε ατομικό επίπεδο εξαιρετικά δυσλειτουργικός, αν και προκαλεί πόνο, είναι εν τέλει άνετο και οικείο. Δηλαδή, μόνον εντός αυτού του Σχήματος οι άνθρωποι έχουν τη «σωστή» αίσθηση, αλλιώς βρίσκονται κάπως έξω από τα νερά τους. Πρόκειται για ό,τι θα ορίζαμε ως Νεοφιλελεύθερη Συναισθηματική Αναστολή. Δηλαδή, μια ψυχοπαθολογία που ενδύεται-αναπληρώνεται από το προσωπείο μιας ιδεολογίας και παριστάνει μάλιστα τη ψυχική υγεία.
Ο Νεοφιλελεύθερος τύπος ανθρώπου,είναι σφιγμένος συναισθηματικά και έχει υπερβολικές αναστολές στο να εκφράσει τα συναισθήματα του, εκτός αν πρόκειται για τη φθονερή επικριτικότητα του. Το κυρίως πρόβλημα εντοπίζεται στην έκφραση της τρυφερότητας του, όπου είναι μάλλον άτονος παρά συναισθηματικός και περισσότερο αυτοελεγχόμενος παρά αυθόρμητος. Τις πιο πολλές φορές συγκρατεί τυχόν εκφράσεις ζεστασιάς και φροντίδας, δίνοντας περισσότερο αξία στον αυτοέλεγχο παρά στην οικειότητα. Το ζήτημα του Ελέγχου είναι κορυφαίας σημασίας γι’ αυτόν, ακριβώς γιατί φοβάται ότι αν αφήσει έστω και ελάχιστα ελεύθερα τα συναισθήματα του μπορεί να χάσει εντελώς τον έλεγχο. Συχνά μάλιστα,ο υπερβολικός έλεγχος επεκτείνεται και στους σημαντικούς άλλους, στο περιβάλλον του ατόμου ή ακόμη ευρύτερα στο κοινωνικό περιβάλλον. Κι έτσι, στην περίπτωση αυτή, το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα για «λιγότερο κράτος», για «λιγότερη κοινωνία» δηλαδή, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά η έκφραση της βαθιάς ασυνείδητης ανάγκης για περισσότερο ατομικό έλεγχο. Στη ρίζα της νεοφιλελεύθερης κουλτούρας βρίσκεταιη καταδίκη του αυθορμητισμού, καθώς το κυρίαρχο πολιτισμικό σχήμα δίνει τεράστια αξία στον αυτοέλεγχο. Και αυτός ο αυτοπεριορισμός δεν μπορεί, εν τέλει, παρά να παράγει ένα απόθεμα ανέκφραστου και αδυσώπητου θυμού που κάνει τους ανθρώπους εχθρικούς, μνησίκακους και μερικές φορές απάνθρωπους.
Πως συστήνεται-στοιχειοθετείται-συγκροτείται όμως αυτό το κυρίαρχο πολιτισμικό σχήμα του ανελέητου αυτοελέγχου και από πού αντλεί την καταλυτική του ισχύ στη συγκρότηση της νεοφιλελεύθερης προσωπικότητας-κοινωνίας;
Η γυναίκα που εργάζεται στην καθαριότητα μέχρι τα 62 της χρόνια ή ο διανομέας που τρέχει να προλάβει τις παραδόσεις που του έχει αναθέσει το αφεντικό του, σύμφωνα με το αξιακό σύστημα του νοεφιλελέθερου, βρίσκονται σε μια μάχη με τον χρόνο, προσπαθώντας να υπηρετήσουν τον αδήριτο κανόνα της παραγωγικότητας της εργασίας. Και βέβαια, η Παραγωγικότητα της Εργασίας είναι ένας οικονομικός όρος. Μπορεί να παρουσιαστεί με τη μορφή του λόγου Π/Ε, όπου Π = συνολική ποσότητα προϊόντος και Ε = συνολική ποσότητα της χρησιμοποιούμενης εργασίας.
Μια απλή μαθηματική συνάρτηση βρε αδερφέ, στον αριθμητή τα φράγκα και στον παρονομαστή -όπως πάντα- οι άνθρωποι.Στον ελάχιστο παρονομαστή οι άνθρωποι.Γιατί στην τελική, ο χρόνος είναι χρήμα! Και άρα, δεν πρέπεινα υπολογίζει κανείς μονάχα αυτά που κερδίζει, αλλά και το κόστος ευκαιρίας. Δηλαδή, μία ώρα εργασίας πάνω στο μηχανάκι του διανομέα ή μία ώρα εργασίας της 62χρονης καθαρίστριας μετριέται όχι μόνο με την απόδοση της, για τη συγκεκριμένη ώρα εργασίας, αλλά και με αυτό που ο εργοδότης χάνει ή θα μπορούσε να κέρδιζε αν η εργασία ήταν περισσότερο αποδοτική. Δεν συζητάμε βέβαια για την απώλεια αν ο εργαζόμενος «λουφάρει», «τεμπελιάζει» ή ακόμη κι αν ξεκουράζεται. Η απώλεια του χρόνου ως χρηματικής αξίας μοιάζει αδιανόητη. Κι εδώ ακριβώς, καθώς μια παράμετρος της ζωής όπως ο χρόνος, αποκτά φετιχιστικά χαρακτηριστικά, μπορεί κανείς να αρχίσει να υποψιάζεται τις θεολογικές ρίζες του προβλήματος. Γιατί, πως αλλιώς θα μπορούσε να αποθεώνεται ένας κατ’ εξοχήν παράλογος συλλογισμός που ταυτίζει το χρόνο με το χρήμα, μετατρέποντας την ίδια την ανθρώπινη ζωή σε μια αξία χρήσης, παρά μόνο αν κατάφερνε να ενδυθεί το μανδύα μιας μεταφυσικής αυθεντίας, άσχετα αν ομολογείται ή όχι κάτι τέτοιο. Η φαντασιωσική θέσμιση του χρόνου ως χρήμα, έχει τέτοια ισχύ στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση ακριβώς επειδή αντλεί την ισχύ της κάπου έξω από τον άνθρωπο, σαν να πρόκειται για μια θεόσταλτη εντολή. Μια θεόσταλτη εντολή απόλυτα βέβαια συμβατή με την πυρηνική ανάγκη ελέγχου. Γιατί ο χρόνος μας, ο χρόνος που μας δίνεται σ’ αυτή τη ζωή, το διάστημα δηλαδή ανάμεσα στη γέννηση και στο θάνατο μας, είναι, με την έννοια αυτή, μια πίστωση! Μια πίστωση που μας προσφέρει ο καλός θεούλης. Και η ίδια η ανθρώπινη ζωή δεν είναι τελικά τίποτα περισσότερο παρά μια ευκαιρία να κερδίσουμε κάνοντας καλή χρήση της πίστωσης αυτής. Ο Θεός είναι ένας τραπεζίτης που μας ανοίγει έναν λογαριασμό, μια πίστωση, κι εμείς οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε με την εργασία μας. Κι αν ο Θεός είναι τραπεζίτης, τότε εύκολα και ο τραπεζίτης γίνεται θεός.
Αρκεί να μην ξεχνάμε ποτέ πως εμείς έχουμε τον έλεγχο και ως εκ τούτου σε μας εναπόκειται αν θα ανταποκριθούμε ή όχι με συνέπεια και ευλάβεια στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την πίστωση μας. Και κάπου εδώ μπαίνει από το παράθυρο και η έννοια της πίστης. Της θρησκευτικής πίστης στο θεό ή της καλής πίστης στην αγορά. Ποιά είναι η διαφορά; Η πίστη ως βασικός κανόνας λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι μια εγκόσμια παρομοίωση του κανόνα της μεταφυσικής πίστης στο θεό που μας πίστωσε με τη ζωή. Κι όσο διατυμπανίζεται η πίστη, τόσο δεν ακούγεται τσιμουδιά για την εμπιστοσύνη. Γιατί εμπιστοσύνη σημαίνει σχέση και όχι χρήση. Γιατί εμπιστοσύνη σημαίνει οικειοθελή, αυτόβουλη, παραίτηση από την ψυχαναγκαστική ανάγκη του ελέγχου του εαυτού μου και του άλλου. Γιατί εμπιστοσύνη σημαίνει αυτεξούσια παράδοση στην αγαπητική σχέση με τον Άλλο. Γιατί εμπιστοσύνη σημαίνει εθελούσια παραίτηση από την ψυχαναγκαστική λειτουργία του ελέγχου.
Κάπως έτσι, διαμορφώνεται μια λίστα, ένας κατάλογος, των πράξεων ή των παραλείψεων που αποδεικνύουν ή διαψεύδουν την πίστη. Ο πιστωτής, όπωςκαι ο θεός παραμονεύουν, να τσεκάρουν, να ελέγξουν την τήρηση των κανόνων της πίστης με κύριο κριτήριο την εργατικότητα, δηλαδή την απόλυτη τήρηση του κανόνα που ταυτίζει το χρόνο με το χρήμα. Η απόκλιση από τον κανόνα είναι η αμαρτία και βέβαια αυτό έχει ως συνέπεια την απώλεια της πίστωσης. Και όπως ορίζει ο κατ’ εξοχήν προτεστάντης Βενιαμίν Φραγκλίνος «Ο ήχος του σφυριού στις 5 το πρωί και στις 8 το βράδυ, καθησυχάζει τον δανειστή σου. Η φωνή σου στην ταβέρνα τον σπρώχνει να σου ζητήσει πίσω τα δανεικά, πριν την προθεσμία».Αλλά το ίδιο κάνει, άλλωστε, και ο τιμωρός θεός, ο μέγας πιστωτής. Με κριτήριο την παραγωγικότητα της εργασίας όλα μετριούνται και καταγράφονται.«Μελέτη χρόνου και κινήσεων», που λένε και οι executives. Και τίποτα δεν είναι ασήμαντο στη μεζούρα αυτή. Είπαμε άλλωστε, πάνω απ’ όλα ο Έλεγχος!
Και επειδή πάνω απ’ όλα ο Έλεγχος, του εαυτού σου και των άλλων,οφείλειςανά πάσα στιγμή να μετράς, να κάνεις υπολογισμό, ώστε να μην αμαρτήσεις, να μην αποκλίνεις από τον μέγιστο κανόνα, να μην ξεφύγεις από τις δυνατότητες σου στην κατανάλωση. Γιατί αν παραβείς τον κανόνα, τότε την αμαρτία ακολουθεί η ποινή. Η απώλεια του παραδείσου, η χρεοκοπία, η απώλεια της κατανάλωσης. Και αυτό είναι μια τεράστια ενοχή, αντίστοιχη της αμαρτίας που διαπράχθηκε. Δηλαδή, της απώλειας του ελέγχου.
Για τον νεοφιλελεύθερο ψυχισμό, δηλαδή για τον ψυχισμό της ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής και του διογκωμένου και τιμωρητικού «υπερ-εγώ», η υπερβολή, η απώλεια του ελέγχου, ο αυθορμητισμός και οι ποικίλες εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, απομακρύνουν από τα ψυχαναγκαστικά ανελαστικά πρότυπα χάρις στα οποία το άτομο αυτό συγκροτεί το «εγώ» του. Αποδεκτή είναι μόνο μια συμπεριφορά συμβατή με την επένδυση και το κέρδος. Όπως είναι «κακό» να δείχνει κανείς τα συναισθήματα του, να μιλάει γι’ αυτά ή να λειτουργεί παρορμητικά στη βάση αυτών και όπως είναι «καλό» να κρατιούνται τα συναισθήματα μέσα μας και να κυριαρχεί η αυτοσυγκράτηση, έτσι είναι «κακό» να καταναλώνει κανείς ή να «καίει» τσάμπα –χωρίς εργασία/επένδυση/κέρδος/αποτέλεσμα- το λαδάκι της εν ζωή πίστωσης του.
Για τον νεοφιλελεύθερο ο έλεγχος και η ευθύνη ανήκει στο άτομο. Ακριβώς όπως στον προτεστάντη. Το άτομο έχει τον απόλυτο έλεγχο των πράξεων του και γι’ αυτό η φτώχεια είναι αποτέλεσμα ατομικής αποτυχίας-αστοχίας-αμαρτίας. Για τον ίδιο λόγο, οι αναξιοπαθούντες δεν έχουν ανάγκη την υποστήριξη της κοινωνίας αλλά την παρακίνηση-επιβολή να εργαστούν περισσότερο αποτελεσματικά. Δηλαδή, να ασπαστούν το δόγμα που ταυτίζει το χρόνο με το χρήμα. Γι’ αυτό το λόγο, δεν χρειαζόμαστε το κοινωνικό κράτος που είναι όπως και η «φιλανθρωπία, μια ανώφελη πράξη», που δεν «εκπαιδεύει» το άτομο στον αυτοέλεγχο.
Όπως διακηρύττει ο προτεσταντισμός, «έχουμε τοποθετηθεί στη γη από τον θεό για να είμαστε παραγωγικοί και να προστατεύουμε τα δημιουργήματά του. Εφόσον είμαστε κατ’ εικόνα του, θα πρέπει να τον ακολουθήσουμε. Όπως αυτός είναι παραγωγικός και δημιουργικός, έτσι πρέπει να είμαστε και εμείς». Η εργασία, δηλαδή, είναι μια απόλυτη αξία, με βαθιές θεολογικές ρίζες.Μια απόλυτη αξία, βέβαια, στο βαθμό που είναι κερδοφόρα και αποτελεσματική, όπως άλλωστε και η εργασία του θεού. Να γιατί και πότε η Εργασία απελευθερώνει!
Εν τούτοις, υπάρχει κάτι ισχυρότερο της εργασίας και αυτή είναι η πίστη. Στην τελική, η πίστη είναι αυτή που ανταμείβεται, είτε πρόκειται για τον καπιταλισμό, είτε πρόκειται για τη Δευτέρα Παρουσία. Γιατί όπως θα σταθούμε μια μέρα ενώπιον του θεού όχι με τα έργα μας, αλλά με την πίστη μας έτσι στεκόμαστε και απέναντι στον πιστωτή μας σήμερα. Κι όπως ο θεός θα μας ανταμείψει για την πίστη μας, έτσι και ο καπιταλιστής θα μας ανταμείψει, πάνω απ’ όλα, για την πίστη μας στο καπιταλιστικό σύστημα. Κι εκείνο που θα ελεγχθεί δεν είναι τα όποια εγκλήματα μας -ακόμη και σε βάρος ολόκληρης της ανθρωπότητας- αλλά η πίστη μας, δηλαδή η αταλάντευτη εμμονή μας στον ψυχαναγκαστικό αυτοέλεγχο. Η ακαμψία μας στις λογής τελετουργίες που επιβάλλουμε στον εαυτό μας και στους άλλους, αρκεί να νιώσουμε ατομικά ασφαλείς.
Ο νεοφιλελεύθερος άνθρωπος του καιρού μας, που δίνει έμφαση στη λογική και στην τάξη της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, αυτός που λειτουργεί απομακρυσμένος από το συναίσθημα του με ελεγχόμενο και αδιαφοροποίητο τρόπο, απέναντι στον διπλανό Άλλο, αυτός που πάντα προσπαθεί, εξαντλούμενος, να ανταποκριθεί στα τελειοθηρικά, ανελαστικά στάνταρ της κοινωνίας της κόπωσης,είναι ο προτεστάντης του χθες.
Με μια κουβέντα, αν ο προτεσταντισμός υπήρξε η θεολογικοποίηση της ψυχαναγκαστικής δυσλειτουργίας της ανθρώπινης ψυχής στην νεωτερικότητα, ο νεοφιλελεθερισμός είναι η ιδεολογικοποίηση της ίδιας διαταραχής στην εποχή μας σήμερα.
Η νεοφιλελεύθερη συναισθηματική αναστολή του σήμερα είναι ίδια με την προτεστάντικη συναισθηματική αναστολή του χθες. Κι αν μέχρι χθες χρειαζόταν ο Θεός για να εγκρίνει και να νομιμοποιεί τη θεολογία της χρήσης και του ελέγχου, σήμερα, που ο θεός πέθανε, η χρήση -και ο έλεγχος- μπορεί να θεοποιείται από μόνη της. Η θεολογία του χθες έγινε ιδεολογία του σήμερα, για να αποκρύψει και πάλι το πάτερν της διαρκώς επαναλαμβανόμενης ψυχοπαθολογίας του δυτικού ατόμου.
Αυτή η ψυχοπαθολογία –και η ανάδειξη της σε κοινωνική θεραπεία- έχει την κύρια ευθύνη για εκατομμύρια θύματα,αλλά και για τον άδικο θάνατο της Ντανιέλας Πρελορέντζου και την αυτοκτονία της 42χρονης απλήρωτης εργαζόμενης από τα Γιαννιτσά, αλλά και του 23χρονου διανομέα που έτρεχε να προλάβει το χρόνο…Στη μνήμη τους αφιερώνεται το άρθρο αυτό..
Via : www.thepressproject.gr