Από το λογότυπο του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη σημαία του GayPride ή τον πρόσφατο «πασοκότυπο» της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, η πολυχρωμία φαίνεται εκ πρώτης όψεως ό,τι επιχειρεί να συμβολίσει την πολυσυλλεκτικότητα, την ανοχή στη διαφορετικότητα, τη «συμμαχία», τη συνεργασία και διάφορα ανάλογα πολιτικά στερεότυπα «αποδοχής του διαφορετικού», της«συσπείρωσης» και της «ενότητας».
Είναι όμως έτσι ή μήπως αυτή ακριβώς η πολυχρωμία σημαίνει τελικά μη-χρώμα; Δηλαδή «Διαφάνεια» για να παραπέμψω και σε προηγούμενο άρθρο. Μήπως πρόκειται για την πολιτική του κανενός-χρώματος, την άχρωμη πολιτική, την μεταπολιτική; Μήπως πρόκειται για την απολιτικοποίηση, με τον ίδιο τρόπο που εικαστικά η ανάμιξη αντίθετων χρωμάτων καταλήγει στο λευκό, δηλαδή στο μη-χρώμα;
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Στην πραγματικότητα,σχεδόν για όλους, είναι φανερό ό,τι τα χρώματα πλέον δεν συμβολίζουν ιδεολογίες –αφού είναι τόσο αντιθετικές, ώστε δύσκολα θα μπορούσαν να συνυπάρχουν η μια μαζί με την άλλη- αλλά μόνον απόψεις. Πρόκειται ακριβώς για την έκπτωση ή καλύτερα για την αφυδάτωση της ιδεολογίας και την μετατροπή της σε στεγνή και ανούσια άποψη. Και όταν η ιδεολογία εκπίπτει σε άποψη, δηλαδή σε μια «πολιτική» χωρίς συνέπειες, δίχως τη δραστικότητα και την ισχύ της ιδεολογίας, ο όποιος θεσμικός χώρος της Δημοκρατίας, ο δημόσιος χώρος-λόγος γίνεται Facebook: δηλαδή πετάμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα. Η δε Δημοκρατία γίνεται Δημοκρατία της άποψης που δεν μπορεί να θίξει σε τίποτα την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια η Δημοκρατία της Άποψης, η Ρευστή Δημοκρατία (LiquidDemocracy), όπως την ορίζει ο Byung-ChulHan (2015), έχει την ευελιξία να αλλάζει χρώμα ανάλογα με την κατάσταση…αρκεί να μην αλλάξει η κατάσταση. Και είναι αυτό ακριβώς που εντοπίζει τόσο εύστοχα στην σπουδαία ταινία του «Ο Γατόπαρδος», ο Λουκίνο Βισκόντι, όταν ο αγαπημένος ανιψιός του μεγαλοαστού γαιοκτήμονα προσχωρεί στην πλευρά των επαναστατών του Γαριβάλντι, «προδίδοντας» την τάξη του. Στον απορημένο ευγενή θείο, ο νεαρός εξηγεί με όλο τον αστικό σαρκασμό του «Ξέρεις θείε, μερικές φορές πρέπει να αλλάζουν τα πράγματα… για να μην αλλάξει τίποτα». Και όλοι καταλαβαίνουμε πια- μετά τη συριζέικη περιστροφή- τι ακριβώς εννοεί.
Στη Ρευστή Δημοκρατία των Απόψεων, ιδιαίτερα μάλιστα των επικριτικών απόψεων, ενώ όλοι μπορούν να έχουν την πολύχρωμη «αποψάρα» τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα καφενεία ή στις παρέες, εντούτοις καμιά συλλογικότητα δεν είναι σε θέση αρθρώσει μια σχετικά ολοκληρωμένη κοινωνική αφήγηση -διαφορετική από την κυρίαρχη- και να απειλήσει τις καθεστηκυίες κοινωνικές συντεταγμένες. Κι’ αυτό γιατί οι ατομικές απόψεις δεν συγκροτούν επ ουδενί συλλογικότητα, δυναμικό πεδίο σχέσεων, αλλά…το πολύ άθροισμα πολύμορφων και πλουραλιστικών κωλοτρυπίδων.
Αν δεν το κατάλαβες, στις «Δημοκρατίες» δυτικού τύπου, η άποψη μας, το «μακρύ και το κοντό μας» δηλαδή, είναι η χαρά των κυρίαρχων τάξεων. Έτσι κι αλλιώς η «άποψη» είναι ,εξ’ ορισμού, μια οπτική από ψηλά. Από μια απόσταση, μακριά από τη βουή των πραγμάτων και της κοινωνικής πάλης. Και ως τέτοια δεν μπορεί να θεμελιώνει μια Σχέση, αλλά –αναγκαστικά- υπηρετεί μια Χρήση. Η «άποψη» γίνεται το υποκατάστατο, η αναπλήρωση, της ελευθερίας, όπως ακριβώς η Χρήση υποκαθιστά και αναπληρώνει τη χαμένη Σχέση. Γι’ αυτό άλλωστε, για παράδειγμα, και η Ηριάννα δεν βρίσκεται στη φυλακή για την άποψη της, αλλά για τη σχέση της.
Αλλά εδώ υπάρχει και κάτι επιπρόσθετο, καθώς η ελληνική κοινωνία σε όλο σχεδόν το εύρος της διαστρωμάτωσης της, από την οικογένεια μέχρι τα πολιτικά κόμματα και τις όποιες οικονομικές συγκροτήσεις ή ακόμη και τις παρέες ή τις διαπροσωπικές «σχέσεις», δυσχεραίνεται εξαιρετικά να ανταποκριθεί σε ένα αίσθημα αυταξίας και αυτοεκτίμησης, τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική, επαγγελματική ζωή. Η ανάγκη αυτή παραμένει λίγο ως πολύ ανεκπλήρωτη, καθώς ο νεοέλληνας μεγαλώνει εντός του επικριτικού και απορριπτικού χυλού της «ψωροκώσταινας», που δεν καταφέρνει να γίνει Ευρωπαία και γι’ αυτό… «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος». Με τον τρόπο αυτό, μια σχεδόν εγγενής «ντροπή» συνοδεύει τον Έλληνα του καιρού μας ήδη από τη γέννηση του. Μια «ντροπή», μια «ελαττωματικότητα», για την ίδια τη συλλογική του ταυτότητα. Γι’ αυτό άλλωστε φλέγεται από άγχος μην τυχόν και απολέσει την δανεική, ευρωπαϊκή του, ταυτότητα.
Ως εκ τούτου όποτε παρεμβαίνει για να εκφράσει την άποψη του σε όποιο δημόσιο πεδίο ή αποφεύγει να μοιράζεται τις σκέψεις και τα συναισθήματα ντροπής του και γίνεται ένας «επιτυχημένος κυρ-Παντελής» ή υπεραναπληρώνει τη μειονεξία του, συμπεριφερόμενος με επικριτικό ή και αλαζονικό τρόπο προς τους άλλους, προσπαθώντας διακαώς να φανεί «τέλειος». Η επικριτικότητα, με όχημα τη δήθεν ελεύθερη και δημοκρατική έκφραση άποψης, παροχετεύεται έτσι, μέσα από τους συστημικούς ιμάντες των media και των κοινωνικών δικτύων, στο σύνολο του κοινωνικού σώματος. Όλοι τα «χώνουν» σε όλους και προφανώς όλοι έχουν μια επικριτική άποψη για τα πάντα. Ανυποψίαστοι όμως ό,τι η επίκριση είναι πάντα ο ασφαλέστερος τρόπος να μάθει κανείς περισσότερα για το ποιόν του επικριτή, παρά για τον χαρακτήρα του επικρινόμενου. Γιατί πίσω από κάθε αλαζονική επικριτικότητα λανθάνει κάτω από το χαλί, η άρρητη ντροπή, η μειονεκτικότητα, του επικριτή.
Οι δυτικές κοινωνίες της απεριόριστης θετικότητας αποφεύγουν συστηματικά οποιαδήποτε αρνητικότητα, γιατί το Σύστημα γνωρίζει πολύ καλά ό,τι η αρνητικότητα και η επίκριση παρακωλύουν την επικοινωνία και μπορεί να διχάσουν και να ακυρώσουν την κοινωνική συνδεσιμότητα, πράγμα που εν τέλει δεν είναι καθόλου οικονομικά αποτελεσματικό, αλλά και καμιά κοινωνία που εκτιμά των εαυτό της δεν προτίθεται να αυτοκτονήσει για να γίνει κάτι άλλο, «εφάμιλλο των καλυτέρων ευρωπαϊκών». Ακόμη και το Facebook δεν είναι διόλου τυχαίο οτι αρνείται επίμονα να εισαγάγει την εντολή «Dislike» ( Byung-ChulHan 2015), γιατί το γενικό πρόταγμα των δυτικών κοινωνιών είναι το «Like», ως σύμβολο της θετικότητας.
Αντιθέτως, στην Ελλάδα, αρκεί και μόνο να ψηλαφίσει κανείς τα κοινωνικά δίκτυα ή να βρεθεί σε οικογενειακό τραπέζι για να διαπιστώσει την απόλυτη κυριαρχία της αρνητικής επικριτικότητας του «Dislike». «Άποψη σου!» είναι η αρχή και το τέλος της συνάντησης, της σχέσης, με τον απέναντι Άλλο. «Άποψη μου!» είναι το συμπυκνωμένο «συμφωνημένο υπονοούμενο» που θέλει στην πραγματικότητα να πει «άσε ρε, τι να μας πεις κι εσύ τώρα!» για να κρύψει την δική του άγνοια, αλλά και την αδιαφορία -έως απέχθεια- του να σχετιστεί με τον Άλλο.
Και όταν οι άνθρωποι δεν σχετίζονται, όταν δεν συμφωνούν, όταν δεν μοιράζονται κοινές απόψεις, δίχως επικριτικές αναιρέσεις, συλλογικότητα δεν συστήνεται. Αντίθετα, μια επικριτική εσωτερική φωνή εδραιώνεται όλο και περισσότερο από γενιά σε γενιά, «τσιμεντάρωντας» ένα χρόνιο αίσθημα εθνικής μειονεξίας, που θα υπεραναπληρωθεί στο επόμενο βήμα με περισσότερη επίκριση και εκ νέου μειονεξία. «Βούτυρο στο ψωμί της ντόπιας και της ξένης αντίδρασης», όπως λέγανε κάποιοι κάποτε. Στην τελική, καλή η πολυχρωμία, αλλά στο κόκκινο χρώμα έχουμε το έλλειμμα.
Via : www.thepressproject.gr