Σύμφωνα με έρευνα της Global Witness το 2016 καταγράφηκαν οι περισσότεροι θάνατοι ακτιβιστών που μάχονται για την προστασία του περιβάλλοντος μέχρι σήμερα. Στο στόχαστρο διεθνείς επενδυτικοί όμιλοι.
Για τους περισσότερους από εμάς η συμμετοχή σε απλές δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος είναι ένα θέμα ακίνδυνο. Κι όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι ακτιβιστές έχουν εμπλακεί σε νομικές έριδες, έχουν πέσει θύματα εκβιασμών, απειλών, απαγωγής, σεξουαλικής κακοποίησης. Πολλοί έχουν χάσει τη ζωή τους.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της MKO Global Witness το 2016 ήταν η χρονιά με τους περισσότερους θανάτους ακτιβιστών με δράση υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος που έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Ο αριθμός αυτός ανήλθε στους 200 ενώ το 2015 είχαν καταγραφεί 185 αντίστοιχοι θάνατοι. Επίσης οι θάνατοι αυτοί καταγράφηκαν σε ένα μεγάλο εύρος χωρών. Ειδικότερα σε 24 χώρες, ενώ το 2015 σε 16. Η Λατινική Αμερική παραμένει η πιο επικίνδυνη περιοχή για τους λεγόμενους «πράσινους ακτιβιστές». Εκεί καταγράφεται το 60% των εγκλημάτων εναντίον ακτιβιστών. Η Βραζιλία έχει το μεγαλύτερο αριθμό σχετικών εγκλημάτων, με 49 ακτιβιστές να έχουν δολοφονηθεί για τη δράση τους υπέρ της προστασίας του Αμαζονίου. Και στη Νικαράγουα η κατάσταση είναι έντονα ανησυχητική.
Τι ρόλο παίζουν μεγάλοι επενδυτικοί όμιλοι;
Σύμφωνα με την έρευνα της Global Witness πίσω από αυτές τις στυγνές δολοφονίες κρύβονται συχνά πρακτικές εκμετάλλευσης, που έχουν την υποστήριξη μεγάλων διεθνών επενδυτικών ομίλων. Συχνά οι απλοί άνθρωποι ζητούν από τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μπεν Λίδερ εκ των συντακτών της έρευνας «οι μεγάλοι επενδυτές συχνά δεν τραβούν την προσοχή κι έτσι γλιτώνουν από την κριτική». Πράγματι συχνά στην πράξη οι περισσότερες δράσεις ακτιβιστών θέτουν στο στόχαστρό τους συγκεκριμένα πρότζεκτ διεθνών ομίλων, για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες βίας, διαφθοράς, αθέμιτων πρακτικών. Όπως επισημαίνει ο ίδιος, βάσει επίσημων στοιχείων, οι περισσότεροι ακτιβιστές που έχασαν τη ζωή τους εναντιώθηκαν σε μεγάλα πρότζεκτ, τα οποία δεν μπορούσαν να έχουν υλοποιηθεί χωρίς τη χρηματοδότηση μεγάλων ομίλων. Μάλιστα σύμφωνα με την έρευνα, ιδιαίτερα προβληματική είναι η περίπτωση των λεγόμενων αναπτυξιακών τραπεζών, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ή η Αναπτυξιακή Τράπεζα Ασίας, οι οποίες χρηματοδοτούν με τη σειρά τους εθνικές τράπεζες προκειμένου να στηρίξουν επενδύσεις σε ορυχεία, σταθμούς παραγωγής ενέργειας κλπ, παρά τη συχνά έντονη αντίσταση τοπικών κοινωνιών και περιβαλλοντικών οργανώσεων. Ωστόσο, οι ίδιες διατείνονται ότι έχουν ως στόχο την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των περιβαλλοντικών στάνταρ. Εντούτοις σε ερώτηση της DW προς την Παγκόσμια Τράπεζα αναφορικά με τη χρηματοδότηση αμφιλεγόμενων πρότζεκτ που έχουν κατηγορηθεί για παράνομες πρακτικές, δεν ήρθε καμία απάντηση.
Δύσκολη υπόθεση η απόδοση ευθυνών
Το θέμα της απόδοσης ευθυνών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, αφού είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί άμεσα ευθύνη αντίστοιχων αναπτυξιακών τραπεζών για έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη ανά τον πλανήτη. Ακτιβιστές εκτιμούν ότι σε κάθε περίπτωση το θέμα των δραστηριοτήτων αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει να απασχολεί τις εθνικές κυβερνήσεις καθώς επίσης ότι θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά και τα εθνικά κοινοβούλια. «Το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, η Γερμανία είναι μέτοχοι στην Παγκόσμια Τράπεζα», λέει χαρακτηριστικά ο Λίδερ. Υπό αυτό το πρίσμα οι πολίτες των χωρών αυτών έχουν κάθε δικαίωμα να ζητούν από τους πολιτικούς τους να λογοδοτήσουν. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της δολοφονίας του διάσημου ακτιβιστή Μπέρτα Κάκερες στην Ονδούρα πέρσι. Ο ίδιος είχε εναντιωθεί σε έργο κατασκευής υδροηλεκτρικού σταθμού στη χώρα, ο οποίος έθετε σε κίνδυνο κοινότητες ιθαγενών. Η στυγνή δολοφονία του οδήγησε τελικά στην αποχώρηση της Ολλανδικής Αναπτυξιακής Τράπεζας FMO καθώς και της Φινλανδικής Finnfund από το έργο. Σύμφωνα με τον Λίδερ το ακραίο αυτό παράδειγμα τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας και θορύβησε πολλούς διενθείς ομίλους με αντίστοιχες δραστηριότητες. Το αν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό ή γενικότερη τάση που τείνει να επικρατήσει, μένει ακόμη να φανεί.
Ιρένε Μπάνοζ Ρουίζ / Δήμητρα Κυρανούδη
Via : www.dw.com