Συντάκτης: Ηλίας Γκρης*
Πρωτάκουσα το όνομά του δεκαπέντε χρόνων, όταν συμμαθήτρια με ρώτησε αν έχω διαβάσει Καζαντζάκη!
Εκείνη η βουβή άρνηση με το όλο ντροπή κούνημα του κεφαλιού με συνοδεύει ακόμα και τώρα, μισόν αιώνα μετά, που βγαίνω για πολλοστή φορά στα καζαντζακικά τοπία με τις κορφές και τις χαράδρες, με τα διαυγή ξανοίγματα στην αιθρία ενός μοναδικού πνεύματος.
Για πενήντα χρόνια μέχρι το 1957, που ο Νίκος Καζαντζάκης θ’ αφήσει το σώμα του, φανερώνεται σαν ένα πυρετικό, ανειρήνευτο μυαλό που πολεμούσε τους φόβους του γράφοντας συνεχώς και μελετώντας. Στη διαδοχή των έργων που τον κατέστησαν μια από τις πλέον ευδιάκριτες κορυφές των γραμμάτων μας, πάνω στη λαμπερή σειρά που ξεκινά από τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο και φτάνει στις μέρες μας, στη διαδοχή των έργων του, εδώ ας δούμε έναν άλλο Καζαντζάκη∙ αυτόν της ποίησης και της φιλοσοφίας!
Το ποιητικό έργο του κορυφούται σ’ ένα θηριώδες έπος που το ‘πε «Οδύσσεια»! Αυτό που, απ’ όλα τα έργα του, το θεωρούσε σπουδαίο κατόρθωμα. Και πώς αλλιώς;
Σε μια έκταση μοναδική 33.333 στίχων σε 24 ραψωδίες, όσες και η ομηρική, ξεδιπλώνει όλη την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου και τις αναζητήσεις του.
Την έγραψε σε δεκατέσσερα χρόνια μέχρι το 1938 σε ανομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.
Με γλώσσα λαϊκή, γήινη, πομπώδη, που διανθίζεται σποραδικά εμπλουτισμένη στο πνεύμα ενός διανοούμενου κοσμοπολίτη, η «Οδύσσεια» βαραίνει απ’ την κρητική ντοπιολαλιά και από την ψυχαρική δυναστική επίδραση.
Παίρνει όμως κάτι από το ειδικό βάρος που έχουν τα μοναδικά έργα.
Πραγματική οδύσσεια το έργο αυτό μοιάζει με δύσβατο, αγχωτικό οδοιπορικό ενός νέου Οδυσσέα που ταλαντεύεται ανάμεσα στη δράση και τη χαυνωτική παρακμή, στην ενόραση ενός άλλου κόσμου και την απελπιστική κατάδυση για αυτογνωσία.
Ολη η βιοθεωρία και στάση ζωής του Καζαντζάκη είναι εδώ. Περικλείεται ολόσωμη σπαράσσουσα και βοά.
Η σημερινή εντύπωση; Θαυμάζεις τον γλωσσικό πλούτο, με την κελαρυστή ροή και το πάθος του ποιητή να τιθασεύσει με τη γλώσσα τον δαίμονα που τον ωθούσε στο αδύνατο!
Αλλά βρίθει από ιδιωματισμούς, αδολεσχίες, νεολογισμούς, που κάνουν τον ποιητικό λόγο βαρύ, τερατώδες επίτευγμα.
Είναι η εποχή (1924-1938) που στη Δύση προελαύνει ο μοντερνισμός. Στην ποίηση πρωτολάτης και πρωτουργός ο Εζρα Πάουντ που θά ‘βρει συμπαραστάτες στα πρόσωπα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, του Γέιτς και του Ελιοτ. Θα φτάσει και στην Ελλάδα ο μοντερνισμός με είκοσι χρόνια καθυστέρηση. Και θά ‘βρει στη «γενιά του ’30», που μόλις αναφαίνεται, γόνιμο έδαφος.
Ο Νίκος Καζαντζάκης σαν αδιάφορος θ’ ακολουθήσει απόμακρα, μοναχικό δρόμο.
Αυτός και άλλοι δημοτικιστές έχοντας «προίκα» τη Δημοτική Μούσα και τον ψυχαρισμό, με τη λογική του απόβλητου, καταγίνονται να ορίσουν τα όρια της γλώσσας τους.
Ο Καζαντζάκης θα μείνει ολομόναχος στην απέναντι πλευρά ενός χάσματος που θα γίνει γκρεμός αγεφύρωτος.
Και όταν τίποτα δεν φαίνεται ικανό να αποτρέψει τον ελληνο-ελληνικό σπαραγμό, είναι που το πολιτικό, εκκλησιαστικό και πνευματικό κατεστημένο σε ανίερη, αγαστή σύμπνοια και συμμαχία θα στείλει (;) στη Στοκχόλμη τον Σπύρο Μελά.
Κι αυτός δεινός μηχανορράφος, θα βυσσοδομήσει φράζοντας τον δρόμο του Κρητικού προς το Νόμπελ.
Αήθης, άθλια κι απεχθής πράξη, άθλιων Ελλήνων.
Είναι από την αρχαιότητα ακόμη που ο τροχός της συκοφαντίας και δόλιας σπίλωσης δούλεψε καλά!
Και ο πιο συκοφαντημένος ανελέητα με βορβορώδη ψεύδη κι άγριες αναίσχυντες επίνοιες φανατικών, ο αγαπητικός του πάσχοντος ανθρώπου, ο Επίκουρος.
Και στην εποχή μας, πέρα από Λασκαράτο και Ροΐδη, ο άνθρωπος που συγκέντρωσε το πιο άγριο μένος του πολυπλόκαμου μηχανισμού συντήρησης και σκοταδισμού ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης…
Εξήντα χρόνια μετά την εμφάνιση της «Οδύσσειας», ένας Ελληνας, που κάτεχε φιλολογία και λογοτεχνία θα πει:
«Το έργο κυριαρχείται από υπερβολική φαντασία, θολότητα και ίλιγγο που μπερδεύει, κουράζει και προκαλεί ανία στους αναγνώστες».
Το όνομα του αιρετικού και εύτολμου γραφιά: Δημήτρης Λιαντίνης.
Ας αλλάξουμε ρότα κι ας πάρουμε το ρεύμα της φιλοσοφίας. Γιατί είναι αυτό που έβγαλε τον Καζαντζάκη στις μεγάλες απλωσιές της καθολικής αναγνώρισης.
Είναι που στη γραφή του συνέκλιναν υπό μορφήν οντολογικών διερωτήσεων η αγωνία και ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου με μια διαρκή μετατόπιση στοχασμού σαν αιώρα από τον Μπερξόν στον Νίτσε κι από τον Ιησού στον Βούδα και στη Θεοσοφία!
Αυτός ήταν ο Καζαντζάκης! Ενας δαιμονικός της διαιώνιας οντολογικής απορίας, που θέλησε διακαώς να χαράξει έναν δικό του κανόνα ηθικής.
Εκεί σε Ενα να σμίγουν σαν παραπόταμοι οι πολυποίκιλες θεωρίες, προκειμένου να πλάσει σαν λιθοξόος το κοσμοείδωλό του.
Μετεκπαιδευόταν στο Παρίσι όταν διάβασε Νίτσε. Αυτόν τον μεγάλο αριστοκρατικό του πνεύματος που αναλώθηκε φλεγόμενος να σμίξει σ’ αιώνια αρμοδεσιά το Διονυσιακό με το Απολλώνειο στοιχείο: που έφτιαξαν το Ελληνικό θαύμα!
Αλλά ο αγαπημένος του πνευματικός στάθηκε ο Μπερξόν. Τον άκουσε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο, για την κινήτρια δύναμη του Σύμπαντος που ολοένα εξελίσσεται προσπαθώντας να μετουσιώσει την ύλη σε πνεύμα.
Η θεωρία του, που αποκλήθηκε βιταλισμός, ερχόταν σε σφοδρή αντίθεση με τον υλισμό που υποστηρίζει, από την εποχή του Λεύκιππου, του Δημόκριτου και του Επίκουρου, ότι η ζωή εξηγείται με βάση τους ακατάλυτους νόμους της Φυσικής.
Με την εμμονή φανατικού ο Καζαντζάκης στάθηκε συνεπής μόνο στις μεγάλες αντιφάσεις του. Αντιφάσεις που πάλλονται ακατάπαυστα στο κύριο φιλοσοφικό του έργο την ΑΣΚΗΤΙΚΗ, έργο του 1927.
Το πρωτοδιάβασα πρωτόπειρος φοιτητής κι ενθουσιάστηκα! Το μελέτησα λευκόθριξ πια για τις ανάγκες τούτης της εξερευνητικής αποστολής. Και είδα και άκουσα!
Ολοζώντανη η παρουσία του Ομηρου, του Δάντη, κυρίως, του Μπερξόν, του Νίτσε, του Βούδα, του Μπέρκλεϊ… Φυσούν αέρηδες, μακρινοί απόηχοι του μαρξισμού και φροϊδισμού. Και σε πρώτο αισθητό πλάνο αναγνωρίσιμος ο δάσκαλος του βιταλισμού.
Αγωνιώδης η προσπάθειά του να διαπλέξει κινήματα, ρεύματα, σχολές και υποσυστήματα σκέψης. Και μέσ’ από όλα, να ορθώσει το δικό του κάστρο.
Και εν τούτοις η ΑΣΚΗΤΙΚΗ, με στοχαστική βαρύτητα, άσκησε τη μέγιστη επιρροή. Γιατί με όπλο ακριβώς αυτές τις αντιφάσεις, ως απόρροια ενός φιλτραρισμένου φιλοσοφικού εκλεκτικισμού, ξυπνά και προσελκύει την αναγνωστική περιέργεια.
Εκεί συμπυκνώνεται, σαν απόσταγμα ενός πολύχρονου στοχασμού, όλη η φιλοσοφική του αναζήτηση.
Ο λόγος, σε ποιητικό ρυθμό και μορφολογία πεζοποιήματος, ακούγεται όμοια με κατηγορική προσταγή ενός κηρύγματος που εξαγγέλλει ο μεταφυσικός και προφήτης.
Και όμως αυτός ο μεταφυσικός είναι που έφτασε να γοητευτεί και από τη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής.
Αποκαλύπτεται αλλού, λέγοντας:… «κι αν ξύσεις λίγο το πετσί μας, αν ξύσεις λίγο την ψυχή μας, θά ‘βρεις από κάτω τη γιαγιά μας τη μαϊμού».
Παρ’ όλα αυτά δείχνει να προτιμά τον φιλοσοφικό εκλεκτικισμό, φλερτάροντας σαν ερωτευμένος δίχως ανταπόκριση, με τον αγνωστικισμό.
Αυτόν που ο Ρίτσαρντ Ντόκινς λέει, ότι προσφέρεται για ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν ποτέ, όσα στοιχεία κι αν συγκεντρώσουμε…
Ενας επιφανής αγνωστικιστής, αλλά γόνιμος, ο Καζαντζάκης; Αν συμφωνήσουμε, ίσως ελαφρά τη καρδία, ας συνυπολογίσουμε όσα καταμαρτυρά ένας καθολικός ιστορικός ονόματι Γουίλιαμσον –τον αναφέρει ο Ντόκινς– «που σεβόταν τον αφοσιωμένο πιστό, και επίσης τον αφοσιωμένο άθεο», φύλαγε, όμως, την περιφρόνησή του «για τις χλιαρές, ασπόνδυλες μετριότητες που φτεροκοπούσαν σαστισμένες κάπου ενδιάμεσα».
Σκληρά λόγια που κανείς δεν ξέρει με σιγουριά, αν και σε ποιο βαθμό αναλογούν και στον Καζαντζάκη. Η ουσία παραμένει! Κι ας την οσμιστούμε μόνο, με μιαν άσκηση, επί χάρτου.
Εδώ κι εκεί μες στην ΑΣΚΗΤΙΚΗ μυείσαι σε υπέροχες στιγμές διανοητικής έξαρσης, με λόγο μεστό, ποιητικά φιλοσοφικό…
εδώ κι εκεί συναντιέσαι με μια, της εποχής μας, άγρυπνη συνείδηση που χτυπιέται αδιάκοπα με το αδύνατο…
παντού, όμως, ακολουθείς τα ίχνη που άφησε ο ασίγαστος στοχασμός ενός δαιμονικού μυαλού που δεν καταστάλαξε, σ’ έναν αυτόνομο, αυστηρά δικό του προσανατολισμό.
Τελικά στη διερώτηση τι είναι κείνο που καθορίζει την αξία ενός σπουδαίου έργου, ας συνομολογήσουμε, ότι πάντα είναι ένα: η αισθητική και ψυχαγωγική αξία του έργου. Διότι αυτή βρίσκει δίοδο μες στον χρόνο και επιδρά στο αναγνωστικό γούστο.
Και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη που εν πολλοίς ανταποκρίνεται σ ‘αυτό (εκτός από την ΑΣΚΗΤΙΚΗ), είναι τα έξι μυθιστορήματά του. Αυτά τον εκτόξευσαν στην παν-Ανθρώπινη συνείδηση ως έναν Συγγραφέα που στέκει, στην αρένα ενός αθέατου, ανηλεούς διαγκωνισμού, ισοϋψής με τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
*Ποιητής
*Πρόκειται για περίληψη ομιλίας που έγινε στο Κιάτο, στις 27 Μαΐου 2017
Επιμέλεια: Γιώργος Σταματόπουλος
Via : www.efsyn.gr