Ελένη Καρασαββίδου
Η άνοιξη και ιδίως το καλοκαίρι του 1916 υπήρξε μια εποχή που η γεωπολιτική είχε αρπάξει από τον γιακά την Βαλκανική χερσόνησο και η ιστορία μετρούσε την ανάσα της μπροστά σ’ ένα παιχνίδι πόκας που μετέβαλλε κράτη και άλλαζε ζωές.
Στην Ελλάδα ο τυφώνας είχε επίκεντρο μια πόλη βαθύ μωσαϊκό πολιτισμών οραμάτων και σφαλμάτων, την συγκλονιστική Θεσσαλονίκη της εποχής, την πόλη που μαζί με τα νησιά του Β. Αιγαίου και την Κρήτη, πρωτοστάτησε στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Κίνημα που είχε σκοπό να κρατήσει ζωντανά τα όνειρα της ελληνικής αστικής τάξης σε μια κατά βάσην εσωστρεφή αναζήτηση ταυτότητας ανάμεσα σε έναν ‘πατριωτισμό’ που νοούνταν ‘αυτονόητα’ στις περισσότερες περιπτώσεις (παρά κάποιες λαμπρές του εξαιρέσεις) ως δορυφόρος των εξωστρεφών ‘δυτικών’ δυνάμεων της εποχής από την μια, και σε μια ‘αστική’ τάξη φεουδαλική, (θρησκόληπτη όπου ‘απαιτούνταν’), συχνά αντιδιαφωτιστική σε περίπλοκη αντίθεση με την υπόλοιπη Δύση, (που διαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό ανάλογες εκδοχές της δεξιάς της αριστεράς και του κέντρου, συμπεριλαμβανομένων και των Άκρων τους), από την άλλη.
Εάν γεωπολιτικά το πρωτεύον ζήτημα ήταν να διαμοιραστούν τα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ό,τι αυτά περιλάμβαναν σε ύλη και δυναμική, πολιτικά και πολιτισμικά από καιρό η κύρια ερώτηση ήταν ποια εκδοχή της Δύσης ήταν η καλύτερη για ένα κράτος δορυφόρο και για ηγεσίες μεταπρατικές τοπικών και διεθνών οικονομικών συμφερόντων. Αυτό το φαινόμενο, ενδημικό στον χώρο της Βαλκανικής, έκανε μελετητές όπως τον Kiossev (2004) να μιλήσουν για μια αυτο – αποικιοκρατική κουλτούρα, βασισμένη στην ιδέα πως ο πολιτισμένος δυτικός «άλλος», ήταν όλα όσα εμείς δεν ήμασταν.
Στην πραγματικότητα, στην περίπτωση της Ελλάδας, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την επώδυνη παρουσία μιας απουσίας: «Δεν είμαι το κλέος των αρχαίων», «δεν είμαι το κέντρο ούτε καν του κόσμου μου, έτσι όπως ετεροκαθορίζομαι διαρκώς» που ξεπέρασε τα σύνορα της πολιτισμικής συγκρότησης της ταυτότητας και πέρασε βαθιά μέσα στις πολιτικές αναγνώσεις και ρητορικές, παίρνοντας στα άκρα του εκκρεμούς είτε την μορφή μιας παραδομένης ξενολατρείας (ακόμη και αντίστοιχων πολιτικών κομμάτων) είτε μιας αντιδραστικής ξενοφοβίας και ενός κλειστοφοβικού τοπικισμού.
Όμως, σε εκείνον τον πολύπλοκο διάλογο μιας άγριας εποχής όπου σχεδόν τα πάντα συνυπήρχαν με τα πάντα, η σύγκρουση μεταξύ Αντάντ και Γερμανοαυστροουγγαρίας, αλλά και εσωτερικές πολιτικές μάχες νομής και διανομής, επέβαλλαν τους όρους μιας ‘τοπικής’ σύγκρουσης που σηματοδότησε τον σύντομο ελληνικό εμφύλιο του 1916. Ήδη από τις αρχές της άνοιξης το πρώτο προσφυγικό ρεύμα ελληνικών πληθυσμών από τις διώξεις του Γερμανικού και Βουλγαρικού στρατού στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ως εργαλείο του Βουλγαρικού εθνικισμού που αναζητούσε διέξοδο στην Μεσόγειο, δημιούργησε αναβρασμό σε μια πόλη που οι καπνοί των μαχών του 12 δεν είχαν καταλαγιάσει ακόμα.
Οι πιέσεις πολιτών και μερίδας του ελληνικού στρατού που πρόσκεινταν στον Βενιζέλο προς τον Γάλλο διοικητή Μωρίς Σαράιγ να αντιδράσει οδήγησαν στην μετεγκατάσταση ελληνικών συμμαχικών σωμάτων στην Λάρισα σε μια απόπειρα αποκλιμάκωσης (με εξαίρεση τον 2ο λόχο βρακοφόρων που έμεινε στην Θεσσαλονίκη με διοικητή τον ανθυπομοίραρχο Εμ.Τσάκωνα) αλλά και στην επιβολή Στρατιωτικού Νόμου από τις Γαλλικές Δυνάμεις Κατοχής.
Βασικοί πυλώνες της πόλης όπως το εργοστάσιο που τροφοδοτούσε την πόλη με ρεύμα, ο σιδηροδρομικός σταθμός και οι επικοινωνίες όπως το τηλεγραφείο και το τηλεφωνείο, αφαιρέθηκαν από την Ελληνική Διοίκηση, ενώ παράλληλα «μαχητικές» ελληνικές εφημερίδες έκλεισαν, λογοκρισία επιβλήθηκε, και Έλληνες διοικητές και αξιωματικοί, (οι Τρουπάκης, Νιδριώτης, Μεσσαλάς, Γουβέλης και Μπουκλάκος) απελάθηκαν. Τέσσερα μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση η απελευθέρωση είχε χαθεί.
Τον αμέσως επόμενο μήνα (Απρίλιο του 16) η άφιξη του Βασιλιά της Σερβίας και της κυβέρνησης του, με την ταυτόχρονη έλευση 120.000 Σέρβων στρατιωτών και η πρόθεση των «Συμμάχων» να ανακηρύξουν την Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους, δημιούργησαν ένα εξαιρετικά τεταμένο καλοκαίρι, με βομβιστικές επιθέσεις κρυφή διπλωματία και εξοπλισμό ομάδων εντός των τειχών μιας πόλης που κράτη κι ανεξάρτητες ομάδες έπαιζαν τα ρέστα τους, ενώσω η ίδια έπαιζε μια άγρια παρτίδα σκακιού.
Στα μέσα Αυγούστου η κήρυξη του Κινήματος Εθνικής Άμυνας, με προμετωπίδα ‘στρεφόμαστε εναντίον του Βουλγαρικού Στρατού Κατοχής και όχι εναντίον του Βασιλιά’, σηματοδότησε παρόλα αυτά τον διχασμό όσων στρατιωτικών σωμάτων και πολιτών ήθελαν να μείνουν πιστοί στον θρόνο και στις Γερμανικές επιδιώξεις, και όσων, ολιγάριθμων στρατιωτικών μονάδων (κυρίως Βρακοφόρων Κρητικών) μα και της πλειοψηφίας των πολιτών, ήθελαν να αντιδράσουν.
«Ευτυχώς για τους κινηματίες η Κρητική Χωροφυλακή κατόρθωσε μόνη της στην ουσία να επικρατήσει στη Θεσσαλονίκη και να εδραιώσει το Κίνημα. Αρκετοί αξιωματικοί της κρητικής χωροφυλακής ήταν ήδη μυημένοι στα της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης» (wiki) που είχαν αρχίσει να απλώνουν τα δίκτυα τους στην πόλη από τα τέλη Μαίου, αρχές Ιουνίου του 1916.
Περιέργως, και δείγμα της αδυναμίας του ελληνικού πατριωτισμού να αυτοθεαθεί (το βλέπουμε και στην εποχή μας γύρω από την σύγκρουση περί Πούτιν) ο αντισυνταγματάρχης του ιππικού Επ. Ζυμβρακάκης, από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης (και του κινήματος στο Γουδί), ανέλαβε την ηγεσία των συγκεντρωθέντων κινηματιών και αφού τους οδήγησε στο Γενικό Στρατηγείο, ανακοίνωσε στον Στρατηγό Σαρράιγ ότι οι επαναστάτες τάσσονται κάτω από τις διαταγές του.
Ο Βρετανός αξιωματικός Price Ward στο έργο του «The Story Of The Salonica Army» γράφει σχετικά: «Ο στρατηγός Sarrail δέχθηκε τις προσφερόμενες υπηρεσίες μια που ήδη είχε την συνήθεια να δέχεται Έλληνες εθελοντές από τότε που οι Βούλγαροι ήρθαν στην Ελλάδα» (ό.π.).
Οι πρώτες συγκρούσεις μέσα στην πόλη μεταξύ φιλοβασιλικών και φιλοβενιζελικών μονάδων γρήγορα διασπείρονται σε όλη την Βόρεια Ελλάδα, και νεοαπελευθερωμένες ελληνικές πόλεις, όπως οι Σέρρες και η Καβάλα, αλλά και η ίδια η Θεσσαλονίκη, υποβάλλονται δυστυχώς (κάτι που προκαλεί βαθύ σοκ στους κατοίκους) σε πολύνεκρους βομβαρδισμούς από Ζέπελιν, (λίγα μάλιστα χρόνια μετά τις πανταχόθεν ακρότητες των Μακεδονικών Αγώνων, κατ’ εντολήν του ελληνικού κράτους, δηλαδή των Γερμανών επιτελικών και της «κυβέρνησης των Αθηνών»).
Μεμονωμένοι στρατιωτικοί και πολίτες από όλη την Βόρεια Ελλάδα (αλλά και απομεινάρια του θρυλικού για την τοπική ιστορία 4ου Σώματος Στρατού) συρρέουν πια στην Θεσσαλονίκη και ενισχύουν το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης και την υπό τον Ελ. Βενιζέλο κυβέρνηση του. Γράφει ο Στρ. Δορδανάς στο «Θερμό Καλοκαίρι του 1916», «συχνά στην επιστήμη της ιστορίας υπάρχουν περίοδοι, οι οποίες λόγω του πλήθους των γεγονότων, των καταιγιστικών εξελίξεων και των συνεπακόλουθων πολλαπλών κοινωνικών μεταμορφώσεων χαρακτηρίζονται για την πυκνότητα του ιστορικού τους χρόνου.
Το σωτήριο 1916 θεωρείται δικαίως έτος – σταθμός… ο βομβαρδισμός μεγάλων πόλεων…, οι αναγκαστικές εκκενώσεις για στρατιωτικούς λόγους ολόκληρων περιοχών – κυρίως στην παραμεθόριο – οι ναυτικοί αποκλεισμοί, οι καταστροφές περιουσιών και η απειλή του λιμού, οι αναίτιες συλλήψεις και οι παράνομες ομηρίες, το κίνημα της Εθνικής Άμυνας… συνέβησαν στο έδαφος μιας χώρας που μόνο κατ’ όνομα ήταν εθνικά ανεξάρτητη».
Και σηματοδότησαν τον Σύντομο ελληνικό εμφύλιο εκείνο το φριχτό, ιδίως για τους κατοίκους, καλοκαίρι…
Via : tvxs.gr