Η έξοδος από τον φαύλο κύκλο του παράνομου ιδιωτικού χρέους στον Νότο του πλανήτη
Στην Ασία, την Αφρική όπως και στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, το «σύστημα χρέους» γίνεται πιο σκληρό, όπως και στις πιο βιομηχανοποιημένες χώρες. Πολλές θεμελιώδεις αλλαγές συνέβησαν κατά την διάρκεια των τελευταίων 40 ετών, κυρίως από τότε που ξέσπασε η κρίση του χρέους στον Τρίτο κόσμο, στις αρχές της δεκαετίας του 80.
Tου Eric Toussaint
Μέρος 3ο
Οι πολιτικές λιτότητας για την δομική προσαρμογή ευνοούν την προσφυγή στο ιδιωτικό χρέος
Οι πολιτικές των διαρθρωτικών προσαρμογών γενικεύθηκαν με πρόσχημα την κρίση του δημοσίου χρέους. Η κρίση αυτή προκλήθηκε από την συνδυασμένη επίδραση της πτώσης των προϊόντων που εξήγαγε ο Τρίτος κόσμος στην παγκόσμια αγορά, από το 1981-1982 και της αύξησης των επιτοκίων που επέβαλε η Federal Reserve από το 1979-1980[1]. Η εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας και διαρθρωτικών προσαρμογών κυριάρχησε στο τέλος του 20ου αιώνα στις περισσότερες χώρες, ειδικότερα δε στις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» χώρες και αυτές του πρώην Ανατολικού μπλοκ.
Αυτές οι πολιτικές διαρθρωτικών προσαρμογών υπαγορεύτηκαν από τους διεθνείς θεσμούς ενώ οι δεξιές κυβερνήσεις δεν επιζητούσαν τίποτε περισσότερο παρά να βασιστούν σε αυτές τις επιταγές για να εφαρμόσουν μια σειρά αντιμεταρρυθμίσεων που, όλες τους, υπηρετούσαν τα συμφέροντα των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, των μεγάλων δυνάμεων και των τοπικών κυρίαρχων τάξεων[2]. Οι πολιτικές αυτές έπληξαν τις συνθήκες ζωής ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, ειδικότερα στις αγροτικές περιοχές αλλά και στις αστικές.
Ποια είναι τα μέτρα που προκάλεσαν ειδικότερα στον πληθυσμό μεγαλύτερη ανάγκη να προσφύγει στο ιδιωτικό χρέος για να προσπαθήσει να επιβιώσει; Απαριθμούμε τα ακόλουθα:
–Το τέλος των επιδοτήσεων σε μια σειρά βασικών καταναλωτικών προϊόντων (τρόφιμα, καύσιμα θέρμανσης, κλπ) και υπηρεσιών (ηλεκτρική ενέργεια, νερό, μεταφορές) οδήγησε σε αύξηση του κόστους ζωής,
–Η πολιτική επιβολής πληρωμών στους τομείς της παιδείας και της υγείας ώθησε τις λαϊκές τάξεις να συνάψουν χρέη για να καταβάλουν τα έξοδα σχολείων και υγείας,
–Η κατάργηση ή ιδιωτικοποίηση των δημόσιων τραπεζών, ειδικότερα εκείνων που παρείχαν πιστώσεις σε αγρότες, γεγονός που τους έσπρωξε στην αγκαλιά των τοκογλύφων και/ή των οργανισμών μικροπίστωσης,
–Η κατάργηση των δημόσιων επιχειρήσεων που αγόραζαν από τους αγρότες βασικά αγροτικά προϊόντα σε εγγυημένες προκαθορισμένες τιμές. Η κατάργηση αυτή είχε δραματικές συνέπειες όταν έπεσαν οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στις τοπικές ή παγκόσμιες αγορές και ώθησε τους αγρότες στη χρέωση,
–Το τέλος της αποθήκευσης δημητριακών με δημόσιες δαπάνες, που άλλοτε διασφάλιζε τον εφοδιασμό σε τρόφιμα του πληθυσμού σε περίπτωση κακής σοδειάς και άλλων αρνητικών γεγονότων. Η διακοπή των αποθεμάτων ευνόησε ξαφνικές και κερδοσκοπικές αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και ώθησε τις οικογένειες να χρεωθούν για να αγοράσουν τρόφιμα με οποιοδήποτε κόστος,
–Το άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς στον ανταγωνισμό με εισαγωγές και ξένες επενδύσεις, που οδήγησε πολλές τοπικές επιχειρήσεις στην πτώχευση και στην εξαθλίωση των μικρών παραγωγών (αγροτών, τεχνιτών, κλπ.)·
–Η προώθηση της πράσινης επανάστασης και η αυξανομένη χρήση χημικών εισροών (φυτοφάρμακα, λιπάσματα,…) και γενετικά τροποποιημένων σπόρων (GMO), γεγονός που οδήγησε τους αγρότες να δανειστούν για να προμηθευτούν τους σπόρους, τα φυτοφάρμακα, τα ζιζανιοκτόνα, τα λιπάσματα με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να αποπληρώσουν τα χρέη τους μετά τη σοδειά και την πώληση στην αγορά,
–Η ιδιωτικοποίηση των γαιών (βλ. τις αντιμεταρρυθμίσεις στο Μεξικό, το 1993, στην Αίγυπτο, την ίδια εποχή, και σε πολλές άλλες χώρες),
–Η μονοπώληση των γαιών από ξένες εταιρείες,
-Η μείωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα,
-Το πάγωμα ή η μείωση μισθών,
-Η γενίκευση της επιβολής του ΦΠΑ και των έμμεσων φόρων,
-Η μείωση των συντάξεων, εκεί όπου υπήρχαν.
Ο συνδυασμός αυτών των αντιμεταρρυθμίσεων και μέτρων αύξησε την προσφυγή των λαϊκών τάξεων στη σύναψη χρεών, τόσο για την τρέχουσα κατανάλωση όσο και για μικρό-επενδύσεις στον άτυπο αστικό τομέα, αλλά και ανάμεσα στους μικρούς και μεσαίους αγρότες.
Η ανάπτυξη των μικροπιστώσεων από τις δεκαετίες 1980-1990 και εντεύθεν
Από την δεκαετία του 1980 αναπτύσσονται πρωτοβουλίες στον τομέα των μικροπιστώσεων. Εξ αρχής, κυβερνήσεις και μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα υποστήριξαν την προώθηση της μικροπίστωσης. Έτσι συνέβη στην Κολομβία, όπως περιγράφει ο Daniel Munevar, σε μια ανέκδοτη μελέτη[3]. Στη χώρα αυτή, αναπτύχθηκε ο τομέας της μικρό-χρηματοδότησης στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τη στήριξη ιδιωτικών ιδρυμάτων, της Διαμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης (BID) και της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ήδη από το 1984 η Κολομβιανή κυβέρνηση υιοθέτησε ένα σχέδιο ανάπτυξης της μικρό-πίστωσης προς τις μικρές επιχειρήσεις του άτυπου τομέα. Παρόμοια πειράματα αναπτύχθηκαν στην Βολιβία, το Περού και το Μεξικό. Ο πλέον γνωστός σε παγκόσμιο επίπεδο θεσμός μικρο-πίστωσης είναι αναμφισβήτητα η Grameen Bank που ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από τον Muhammad Yunus, στο Μπαγκλαντές. Η Παγκόσμια Τράπεζα προώθησε συστηματικά την μικρό-χρηματοδότηση. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε την ίδια άποψη και ανακήρυξε το 2005 σε «διεθνές έτος της μικροπίστωσης.» Το 2006, το Νόμπελ Ειρήνης δόθηκε στον Muhamad Yunus και την Grameen Bank. Εκείνη τη χρονιά, οι αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων, με πρώτους τους Ζακ Σιράκ, Ζοζέ Θαπατέρο, Τζορτζ Μπους, Λουίς Ινάθιο Λούλα, χωρίς να ξεχνούμε τους Μπιλ Κλίντον και Μπιλ Γκέητς, έπλεκαν σύσσωμοι το εγκώμιο της μικροπίστωσης.
Το διακύβευμα είναι μεγάλο
Με σημαντική θεσμική στήριξη από τις κυβερνήσεις[4] και από πολλούς διεθνούς οργανισμούς, τα ιδρύματα μικρό-πίστωσης πολλαπλασιάστηκαν σταδιακά στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σε παγκόσμια κλίμακα, περί τα 2 δισεκατομμύρια ενηλίκων δεν διαθέτουν τραπεζικό λογαριασμό. Αυτό ανοίγει εξαιρετικές προοπτικές ανάπτυξης στις επιχειρήσεις μικροπίστωσης. Το 2014, ο αριθμός τους ανερχόταν στις 1.045 με 112 εκατομμύρια πελάτες, εκ των οποίων 81 % γυναίκες, και με χαρτοφυλάκιο πιστώσεων ύψους 87 δις δολαρίων. 57% των δανειζόμενων ζουν σε αγροτική περιοχή. Τα στοιχεία αυτά είναι του 2014 και προέρχονται από μια έκθεση με τίτλο Baromètre 2016 de la microfinance (Βαρόμετρο 2016 της μικροχρηματοδότησης)[5]. Το έγγραφο αυτό εκδίδεται στη γαλλική γλώσσα από μια «σύμπραξη» που συγκεντρώνει τις τρεις κύριες γαλλικές τράπεζες (BNP Paribas, Crédit Agricole, Société Générale), το Ίδρυμα Grameen – Crédit Agricole, Renault, Véolia (πρώτη παγκόσμια διεθνής εταιρεία υπηρεσιών: νερό, απορρίμματα, ενέργεια), τις εταιρίες Master Card, Engie (GDF Suez), Danone (αγρο-διατροφική), KPMG (μια από τις τέσσερις σημαντικότερες εταιρείες λογιστικού ελέγχου σε παγκόσμιο επίπεδο), τη Vinci (υποδομές μεταφορών και διαχείρισης – αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια, ενέργεια, δημόσια έργα), τον Δήμο του Παρισιού, την κυβέρνηση του Πριγκιπάτου του Μονακό, το γαλλικό υπουργείο εξωτερικών και διεθνούς ανάπτυξης … Η συντριπτική πλειοψηφία των χορηγούμενων πιστώσεων κυμαίνονται μεταξύ 100 και 1.000 δολαρίων.
Οι περισσότερες μεγάλες διεθνείς ιδιωτικές τράπεζες έχουν δημιουργήσει κάποιο κλάδο μικρό-πίστωσης με σκοπό να διεισδύσουν στο συγκεκριμένο τομέα, συνήθως αναπτύσσοντας συνεργασίες με τις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις μικροπίστωσης.
Βέβαια, είναι μικρά τα χορηγούμενα ποσά, αλλά όπως προαναφέραμε, δυο δισεκατομμύρια ενηλίκων δεν διαθέτουν τραπεζικό λογαριασμό και συνιστούν εν δυνάμει πελάτες της μικρό-πίστωσης. Πρέπει να ληφθούν υπόψη δυο ακόμη σημαντικότατοι παράγοντες. Πρώτον, τα πραγματικά επιτόκια που εφαρμόζονται στον τομέα της μικρό-χρηματοδότησης (προσθέτοντας στο επίσημο επιτόκιο τις διάφορες προμήθειες που απαιτούν οι δανειστές) κυμαίνονται μεταξύ 25 και 50%. Δεύτερον, σύμφωνα με τις εταιρείες μικρό-πίστωσης, το ποσοστό αποπληρωμής είναι ανώτερο των 90%, διότι οι φτωχοί τείνουν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.
Ένα στρατηγικό διακύβευμα για τον καπιταλισμό
Το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί επιζητώντας διαρκώς τη διείσδυση και την κυριαρχία σε σφαίρες και χώρους όπου δεν κυριαρχεί εξ ολοκλήρου. Στο τέλος του 20ού αιώνα, πέτυχε μια τεράστια νίκη με την αποκατάσταση των καπιταλιστικών σχέσεων σε κοινωνίες όπως η ΕΣΣΔ, άλλες ευρωπαϊκές χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ καθώς και με την Κίνα και το Βιετνάμ. Προσεγγίζει την περιβαλλοντική κρίση ως ευκαιρία ανάπτυξης της αγοράς αδειών μόλυνσης του περιβάλλοντος (δηλ. των αδειών εκπομπής αερίων θερμοκηπίου) και ανάπτυξης ενός πράσινου καπιταλισμού[6]. Από τη δεκαετία του ’60, με την πράσινη επανάσταση, ο καπιταλισμός κατάφερε να αλυσοδέσει εκατομμύρια αγρότες, υποβάλλοντας τους σε καλλιέργεια στείρων σπόρων για τους οποίους είχαν κατατεθεί άδειες από μεγάλες πολυεθνικές, καθιστώντας τους αγρότες δέσμιους από ζιζανιοκτόνα, φυτοφάρμακα, λιπάσματα που πωλούσαν. Από την δεκαετία του 1990 και μετά, αναπτύχθηκε ένα νέο κύμα εκποίησης περιουσίων με μια πολιτική αρπάγης των γαιών σε μεγάλη κλίματα, σε διεθνές επίπεδο[7].
Από την δεκαετία του 1980, με την ανάπτυξη της μικροπίστωσης, ο καπιταλισμός στοχεύει στην προοδευτική είσοδο στο κυρίαρχο χρηματοπιστωτικό κύκλωμα των 2 δισεκατομμυρίων ενηλίκων που δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό. Αυτά τα 2 δισεκατομμύρια ενηλίκων, γυναίκες στην πλειοψηφία τους, έχουν ήδη ενταχθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε νομισματικές ανταλλαγές, αλλά ένα τμήμα της εργασίας τους και ένα τμήμα της παραγωγής τους παράγεται ακόμα για τη μη-νομισματική οικιακή ή κοινοτική σφαίρα (διατροφική παραγωγή αυτάρκειας, οικιακή εργασία). Αποτελεί στρατηγικό διακύβευμα για τους καπιταλιστές να καταφέρουν να τους εισάγουν κατά συστηματικό τρόπο στο καπιταλιστικό σύστημα, δια του χρέους, μέσω των συμβατικών σχέσεων δανεισμού. Ο στόχος είναι, για παράδειγμα, να μπει τέλος στο παραδοσιακό σύστημα αμοιβαιοποίησης της αποταμίευσης μεταξύ γυναικών, εκεί όπου υπάρχει ακόμη, να μπει τέλος για παράδειγμα στις tontines (αποταμιευτικούς συνεταιρισμούς) της Υποσαχάριας Αφρικής όπου οι γυναίκες βάζουν στη μέση τις αποταμιεύσεις τους και δανείζονται με σειρά τα ποσά απαραίτητα για ορισμένες έκτακτες δαπάνες ή για σχέδια/επενδύσεις. Το να ενταχθεί, μέσω του χρέους, το μέρος εκείνο της ανθρωπότητας που, ως τώρα, δεν ήταν ακόμη πλήρως ενταγμένο στις επίσημες (συμβατικές) καπιταλιστικές ανταλλαγές, αποτελεί πραγματικά στρατηγική πρόκληση.
Γι’ αυτό αναπτύσσεται στο συγκεκριμένο χώρο η δράση κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και όλων των πολυμερών τραπεζών που επιχειρούν στις χώρες του Νότου (Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης, Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, κλπ.), μεγάλες χρηματιστικές επιχειρήσεις (σχεδόν όλες οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες και όλα τα επενδυτικά ταμεία), μεγάλες εμπορικές εταιρείες (μεγάλες αλυσίδες διανομής), εταιρείες επικοινωνιών (κυρίως εκείνες της κινητής τηλεφωνίας).
Δίπλα στην καθαυτή μικροπίστωση, στην οποία το κείμενο αυτό επικεντρώνει, πρέπει να προσθέσουμε την ανάπτυξη των καταναλωτικών δανείων από αλυσίδες εμπορικής διανομής (σουπερμάρκετ) σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε τη χρήση των κινητών τηλεφώνων για πληρωμές και μεταφορές χρημάτων, ειδικότερα για όσους δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό[8]. Η ανάπτυξη των συγκεκριμένων μέσων πληρωμών με κινητό αξίζει να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης.
Ο μύθος της μικροπίστωσης
Για τον Muhammad Yunus, το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: «πώς να επιτρέψεις στο πιο αδύναμο μέρος του πληθυσμού ανά τον πλανήτη να συμμετέχει στο κύριο ρεύμα της παγκόσμιας οικονομίας και να αποκτήσει την ικανότητα να συμμετέχει στις ελεύθερες αγορές;»[9]. Ο Yunus ξεκινάει από το αξίωμα που θέλει την παγκόσμια οικονομία να λειτουργεί ομαλά μέσω της ελεύθερης αγοράς: το μόνο πρόβλημα των φτωχών είναι να κάνουν την αρχή. Η πρόσβαση σε ένα πρώτο δάνειο θα τους ανοίξει τον δρόμο. Οι τράπεζες θεωρούν πως οι φτωχοί δεν είναι φερέγγυοι; Αρνούνται να τους χορηγήσουν δάνεια; Ο Yunus θα δοκιμάσει το δανεισμό στους φτωχούς. Με τις ομάδες του, ασκεί πραγματική εκστρατεία πίεσης μ’ αυτό το θέμα: «Όταν ένας εν δυνάμει δανειολήπτης προσπαθεί να αποφύγει ένα δάνειο προφασιζόμενος ότι δεν έχει εμπειρία στις επιχειρήσεις και δεν θέλει να δανειστεί αυτά τα χρήματα, προσπαθούμε να τον πείσουμε ότι ίσως έχει μια ιδέα οικονομικής δραστηριότητας που μπορεί να δημιουργηθεί» (σελ. 40). Χρεωθείτε πρώτα, θα δούμε στη συνέχεια τι θα καταφέρετε να κάνετε … Για τον Yunus, «το social-business είναι το κομμάτι που λείπει από το καπιταλιστικό σύστημα. Η εισαγωγή του μπορεί να επιτρέψει τη διάσωση του συστήματος» (σελ. 171). Το παν είναι να ξέρουμε αν πρέπει να σώσουμε ένα θανατηφόρο σύστημα.
Πολλές εμπειρικές μελέτες αφιερωμένες στη μικροπίστωση και πολλοί συγγραφείς δείχνουν ότι αυτή δεν επιτρέπει πραγματικά στους πελάτες να βγουν διαρθρωτικά από τη φτώχεια[10]. Η μικροπίστωση βυθίζει μεγάλο ποσοστό των χρηστών της στο χρέος, δηλαδή στην υπερχρέωση. Δεν επιτρέπει την ανάπτυξη επιχειρήσεων εντός του επίσημου τομέα. Οι μικροεπιχειρήσεις που χρεώνονται στις εταιρείες μικροπίστωσης παραμένουν στον άτυπο τομέα. Η μικροπίστωση δεν επιτρέπει στις τοπικές κοινότητες να ενισχυθούν και να αντικαταστήσουν δημόσιες υπηρεσίες των οποίων η ποιότητα υποβιβάζεται ή που εξαφανίζονται μετά την αποχώρηση του Κράτους, στα πλαίσια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στην ουσία, η μικροπίστωση αναπαράγει τους μηχανισμούς που δημιουργούν τη φτώχεια. Όταν χρεωθούν, τα άτομα (γυναίκες στην πλειοψηφία) πιο εύκολα αποστερούνται από την περιουσία τους, πιο εύκολα τους επιβάλλεται η αναγκαστική ενσωμάτωση στην αγορά εξαρτώμενης εργασίας ώστε να βρουν κάποια πηγή εισοδήματος. Με τον τρόπο αυτό, συμβάλλουν στο να ενισχύουν τη μάζα των ανέργων και τραβάνε τους μισθούς προς τα κάτω. Σε πολλές περιπτώσεις, οι πελάτες των ιδρυμάτων μικροπίστωσης που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποπληρωμή του δανείου τους καταλήγουν στους παραδοσιακούς τοκογλύφους που θέτουν λιγότερους όρους αλλά απαιτούν επιτόκια ακόμη υψηλότερα.
Συγκεκριμένα παραδείγματα μικροπίστωσης
Μπαγκλαντές: εμβληματική χώρα της μικροπίστωσης
Στο Μπαγκλαντές, μια από τις χώρες όπου η μικροπίστωση είναι η πλέον ανεπτυγμένη, σε πληθυσμό 160 εκατομμυρίων κατοίκων, το 2015, είχαν χορηγηθεί μικροπιστώσεις σε 29 εκατομμύρια, για ένα μέσο ποσό 200 ευρώ (17.000 τάκα, το νόμισμα του Μπαγκλαντές)[11]. Πάνω από 80% των δανειοληπτών είναι γυναίκες. Ο Abul Kalam Azad, μέλος του CADTM, εργάζεται για την Action Aid στη Ντάκα, στο Μπαγκλαντές, και εξηγεί: «Στην ‘κλασσική’ της λειτουργία, η μικροπίστωση συνίσταται στην χορήγηση μικρών δανείων σε πολλούς οφειλέτες που συγκεντρώνονται σε μια και μοναδική ομάδα. Μια ομάδα στην οποία χορηγείται ένα δάνειο αποτελείται από 25 με 30 άτομα που πρέπει να δεσμευτούν βάσει 16 αρχών (που έχουν ως στόχο την εγγύηση ότι οι δανειολήπτες θα ενεργούν με τρόπο συλλογικό και συμμετοχικό, ως ομάδα δανειοληπτών). Τα μέλη μιας ομάδας ξεκινούν συνιστώντας ένα κοινό ταμείο αποταμίευσης, πριν απευθυνθούν σε εταιρεία μικροπίστωσης σε αυτή τη βάση για να ζητήσουν ένα δάνειο. Πιο πρόσφατα, οι εταιρείες μικροπίστωσης άρχισαν να χορηγούν δάνεια σε άτομα. Στην περίπτωση του ατομικού δανείου, ο οφειλέτης πρέπει να συστήσει μια εγγύηση στην εταιρεία που ανέρχεται στο 30% του ποσού που θα χορηγηθεί.» [12]
Το πραγματικό επιτόκιο κυμαίνεται μεταξύ 35 και 50% (αν λάβουμε υπόψη τις επίσημες προμήθειες που παρακρατούνται). Συνεπώς, δεδομένης της δυσκολίας καταβολή ενός τέτοιου επιτοκίου, μια πελάτισσα της μικροχρηματοδότησης (χρησιμοποιούμε το θηλυκό, καθώς οι γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία της πελατείας), κατά μέσο όρο, είναι χρεωμένη σε 3 οργανισμούς μικροπίστωσης. Ας πάρουμε ένα φανταστικό αλλά τελείως αληθοφανές παράδειγμα. Μια γυναίκα ξεκινά δανειζόμενη από την Grameen Bank (τρίτη τράπεζα μικροπίστωσης σήμερα, σε όρους όγκου, στο Μπαγκλαντές). Αν δεν καταφέρει να αποπληρώσει εντός προθεσμίας, δανείζεται από την BRAC (που είναι ο κύριος οργανισμός μικροπίστωσης) για να αποπληρώσει την Grameen. Στη συνέχεια, μη μπορώντας να αποπληρώσει την BRAC και την Grameen, στρέφεται προς την ASA (τη δεύτερη τράπεζα μικροπίστωσης). Αν δεν καταφέρει να αποπληρώσει, αποφασίζει να εξαφανιστεί με τους δικούς της. Αν οι οικογένεια ζει σε χωριό, το εγκαταλείπει χωρίς να αφήσει διεύθυνση, και πηγαίνει στην πόλη για να χαθεί μέσα στη μάζα, με ένα αίσθημα ενοχής. Η Ντάκα, η πρωτεύουσα, έχει 14,5 εκατομμύρια κατοίκους ενώ αναπτύσσονται κι άλλες πόλεις.
Η δύσκολη αποπληρωμή των μικροπιστώσεων αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα άγχους και ταπείνωσης για τα χρεωμένα άτομα. Σύμφωνα με τον Abul Kalam Azad: «Οι δυσκολίες αποπληρωμής της μικροπίστωσης έχουν προκαλέσει τεράστιο στρες στις οικογένειες των δανειοληπτών». Καθώς ένα μεγάλο μέρος των δανειοληπτών δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία, η αποστέρηση περιουσίας δεν σχετίζεται με την γη ή την κατοικία αλλά με την εγγύηση του 30% που η δανειολήπτρια είχε καταθέσει στην επιχείρηση μικροπίστωσης. Για να κατανοήσουμε πώς οι οργανισμοί μικροπίστωσης αναφέρουν ένα ποσοστό αποπληρωμής άνω του 98 %, πρέπει να λάβουμε υπόψη αυτόν τον σημαντικότατο παράγοντα. Ένα άτομο που επιθυμεί να δανειστεί, πρέπει να καταθέσει ως εγγύηση το 30% του δανειζόμενου ποσού. Αν δεν καταφέρει να αποπληρώσει το δάνειο, ο οργανισμός μικροπίστωσης κρατά την εγγύηση. Έτσι, οι εταιρείες μικροπίστωσης φθάνουν σε ποσοστό αποπληρωμής 98 %. Το ποσοστό αυτό κρύβει ένα φαινόμενο υφαρπαγής της περιουσίας σημαντικού αριθμού ανθρώπων που, μην καταφέρνοντας να αποπληρώσουν τα δάνεια, χάνουν την εγγύηση που είχαν καταθέσει και εγκαταλείπουν το χωριό τους για να ξεφύγουν από την κατακραυγή.
Ένα πρόσθετο στοιχείο: στο Μπαγκλαντές, οι τρεις κύριες τράπεζες μικροπίστωσης ελέγχουν το 61% της αγοράς. Όταν κυκλοφορείς στην πρωτεύουσα Ντάκα, διαπιστώνεις ότι τα περισσότερα ΑΤΜ (αυτόματες μηχανές αναλήψεων) ανήκουν στις τρεις εκείνες κύριες τράπεζες.
Κολομβία: η μικροπίστωση υποστηρίζεται συστηματικά από το Κράτος
Όπως προαναφέραμε, η κολομβιανή κυβέρνηση και αυτή των ΗΠΑ, όπως και η Παγκόσμια Τράπεζα και η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης επενέβησαν ενεργά στο ξεκίνημα, την υποστήριξη αλλά και την επέκταση της μικροχρηματοδότησης.
Στη χώρα αυτή, οι μικροεπιχειρήσεις, που αποτελούν την πλειοψηφία των θέσεων απασχόλησης, αποτέλεσαν τον κύριο στόχο της μικροπίστωσης. Πέντε ιδρύματα κυριαρχούν στον τομέα και ελέγχουν το 72 % των πιστώσεων, το 2014. Η κύρια τράπεζα μικροπίστωσης, Bancamia, συνδέεται με τη δεύτερη μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της Ισπανίας, την BBVA. Το Κράτος τις στηρίζει με τρόπο διαρθρωτικό. Το 1996, η Corposol/Finansol, που έλεγχε το 40 % της αγοράς των νέων δανείων στις μικροεπιχειρήσεις, χρειάστηκε να διασωθεί χάρη σε δημόσιο χρήμα, καθώς είχε δώσει την προτεραιότητα στην επίτευξη, με κάθε τίμημα, της μέγιστης επέκτασης[13]. Υψηλόβαθμα στελέχη των τραπεζών μικροπίστωσης προέρχονται από μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες των ΗΠΑ, όπως η Citibank. Όλες οι αξιολογήσεις από την Κολομβιανή κυβέρνηση αναφέρουν την επιτυχία αυτού που ονομάζει βιομηχανία της μικροπίστωσης. Ο λόγος είναι απλός: οι αξιολογήσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τους παρά μόνο την ανάπτυξη του τομέα της μικροχρηματοδότησης χωρίς να ασχοληθούν με τα αποτελέσματά της στην οικονομική δραστηριότητα, χωρίς να μελετήσουν την ικανότητα των μικροεπιχειρήσεων να περάσουν από τον άτυπο τομέα στον επίσημο. Στην πραγματικότητα, η κολομβιανή μικροχρηματοδότηση περιόρισε τις μικροεπιχειρήσεις στον άτυπο τομέα και τις οδήγησε στην υπερχρέωση, γεγονός που αύξησε τις παύσεις πληρωμών. Από τη δεκαετία του 2000, η κυβέρνηση έπεισε τις μεγάλες ιδιωτικές κολομβιανές τράπεζες να επενδύσουν στην χρηματοδότηση. Μεταξύ 2002 και 2006, 130 εκατομμύρια δολάρια επενδύθηκαν κάθε χρόνο, ως επί το πλείστoν με εγγύηση του δημοσίου σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών ή πτώχευσης[14]. Τα δάνεια με εγγύηση του δημοσίου πενταπλασιάστηκαν μεταξύ 2001 και 2005. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει περαιτέρω τις χορηγούμενες μικροπιστώσεις, έθεσε ως στόχο την χορήγηση 5 εκατομμυρίων μικροπιστώσεων μεταξύ 2006 και 2010.
Υπερέβη τελικά τον στόχο και χορηγήθηκαν 6,1 εκατομμύρια δάνεια. Υπέρβαση έγινε και την περίοδο 2010-2014: ενώ η κυβέρνηση σκόπευε στις 7,7 εκατομμύρια μικροπιστώσεις, το σύνολο ανήλθε σε 10,2 μικροπιστώσεις. Αλλά το πρόγραμμα σε πλήρη εξέλιξη δεν πέτυχε καμιά βελτίωση στην ποιότητα της απασχόλησης. Το 2006, υπό την πίεση των τραπεζών μικροπιστώσεων, η κυβέρνηση επέτρεψε αύξηση των επιτοκίων[15]. Τα επιτρεπόμενα επιτόκια έφτασαν να κυμαίνονται μεταξύ 22,6 % και 33,9 %.
Από το 2010, τα επιτρεπόμενα επιτόκια αυξήθηκαν και πάλι, και έφταναν μέχρι και μεταξύ 30 και 50%. Επιπλέον, η κυβέρνηση επέτρεψε την εισαγωγή των κυμαινόμενων επιτοκίων με τρίμηνη τιμαριθμική προσαρμογή. Στην Κολομβία, η επέκταση της μικροπίστωσης είναι ραγδαία. Πέρασε από ένα συνολικό όγκο 136 εκατομμυρίων δολαρίων το 2002, στα 3.800 εκατομμύρια το 2016, δηλαδή μια ετήσια αύξηση της τάξης του 28,1 %. Σε όρους μεγέθους των δανείων, το 2015, το 72% των μικροπιστώσεων κυμαίνεται μεταξύ 1 και 25 φορές το ελάχιστο νόμιμο μισθό, ενώ το υπόλοιπο 28% κυμαίνεται μεταξύ 25 και 120 φορές το ελάχιστο μισθό. Το 2015, η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) ήταν τεράστια[16]: Η Bancamia έφτανε το 11,7 %, η Παγκόσμια Τράπεζα Γυναικών – sic ! – (WWB) το 9,1 % και η Τράπεζα Κόσμος της Γυναίκας (Mundo Mujer) το 21 %. Η Goldman Sachs, μια από τις τράπεζες με τις μεγαλύτερες επιδόσεις παγκοσμίως έχει σαφώς χαμηλότερα αποτελέσματα!
Ενώ η φαινομενική υγεία των κολομβιανών τραπεζών που ειδικεύονται στην μικροπίστωση είναι εξαιρετική, δεν συμβαίνει το ίδιο για τους ανθρώπους και τις μικροεπιχειρήσεις που προσφεύγουν στα δάνειά τους. 32% των πελατών είναι υπερχρεωμένοι και χρειάστηκαν να ζητήσουν αναδιάρθρωση των οφειλών τους, με αποτέλεσμα κυρίως μια επιβράδυνση της περιόδου αποπληρωμής. Με την υποβάθμιση της οικονομικής συγκυρίας στην Κολομβία το 2016-2017, ο αριθμός των αθετήσεων πληρωμής αυξήθηκε κατά πολύ[17].
Νότια Αφρική: Είναι συχνό φαινόμενο τα αφεντικά να παρακρατούν άμεσα το ποσό αποπληρωμής, με δικαστική παραγγελία, από το μισθό των εργαζομένων τους
Στις 16 Αυγούστου 2012, στην περιοχή Μαρικάνα της Νότιας Αφρικής, η αστυνομία άνοιξε πυρ πάνω στους ανθρακωρύχους και σκότωσε τριάντα τέσσερις εξ αυτών. Αυτό το τραγικό επεισόδιο θεωρείται συχνά πως σημειώνει μια στροφή στην ιστορία της δημοκρατίας της χώρας που ονομάζεται «έθνος-ουράνιο τόξο». Δεν αποκαλύπτει μόνο την σχεδόν άνευ όρων στήριξη που παρέχει στις δυνάμεις του κεφαλαίου το ANC (που ηγήθηκε της μάχης κατά του απαρτχάιντ) και η νέα ηγετική τάξη των μαύρων, αλλά σημειώνει το μέγεθος του επίπεδου χρέους των ανθρακωρύχων. Το κύριο τμήμα του χρέους τους οφείλεται σε «μικρο-δανειστές».
Πράγματι, η ανάπτυξη της μικροπίστωσης στην Νότια Αφρική είναι τεράστια. Νοτιοαφρικάνοι που κερδίζουν μεταξύ 3500 και 10000 ραντ το μήνα (μισθός ενός εργάτη) καταβάλουν ως και 40% του εισοδήματός τους στην αποπληρωμή δανείων. Είναι συχνό φαινόμενο τα αφεντικά να παρακρατούν άμεσα το ποσό αποπληρωμής από τον μισθό των εργαζομένων τους, με δικαστική παραγγελία. Οι ανθρακωρύχοι απεργούσαν το 2012 για να πετύχουν αύξηση του μισθού τους γιατί οι παρακρατήσεις αυτές τους άφηναν μόλις μερικά χρήματα για να ζήσουν και διότι είχαν δανειστεί με τοκογλυφικά επιτόκια από τους «ανεξάρτητους» δανειστές που πολλαπλασιάστηκαν κοντά στα ορυχεία ή σε τοποθεσίες όπως η Μαρικάνα[18].
Μαρόκο: όταν τα θύματα οργανώνονται
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το μαροκινό Κράτος προώθησε τη μικροπίστωση μέσω δημόσιων εθνικών και διεθνών χρηματοδοτήσεων (Ταμείο Χασάν Β’ για την Ανάπτυξη, PNUD, US Aid…).
Σήμερα ο τομέας δομείται από 13 θεσμούς, που συντονίζονται στα πλαίσια της εθνικής ομοσπονδίας ενώσεων μικροπίστωσης, όπου οι τέσσερις μεγαλύτερες εκπροσωπούν το 95% των δανείων (εκ των οποίων δυο θυγατρικές τραπεζών). Ο τομέας γνώρισε μια κρίση από το 2008 ως το 2011, λόγω των προβλημάτων αποπληρωμής, η οποία οδήγησε στην πτώχευση του ιδρύματος Zakoura, οδηγώντας στην παρέμβαση του Δημοσίου για την εκ νέου οργάνωση και σταθεροποίηση των δομών αυτών.
Από τη δεκαετία του 1990 ως τα τέλη του 2015, διανεμήθηκαν περί τα 50 δις ντιράμ σε δάνεια με ποσά που κυμαίνονται μεταξύ 500 και 50.000 ντιράμ (50 ως 5000 ευρώ) το πολύ, με πραγματικό μέσο επιτόκιο ύψους 35% αλλά που μπορεί να ανέλθει πολύ περισσότερο.
Επωφελούμενοι της επείγουσας κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι δανειολήπτες, του επιπέδου σπουδών τους και της άγνοιάς τους σχετικά με τις διαδικασίες, οι οργανισμοί μικροπιστώσεων κρύβουν το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, δίνοντας μόνο το μηνιαίο.
Οι δυσκολίες στην αποπληρωμή υπερβολικών δανείων και η εφαρμογή τοκογλυφικών επιτοκίων εξηγούν την γέννηση ενός κινήματος θυμάτων της μικροπίστωσης στην περιοχή της Ouarzazate (Νοτιοανατολικό Μαρόκο), το 2011[19]. Το κίνημα αυτό συγκέντρωσε περί τα 4500 θύματα, με μεγάλη πλειοψηφία γυναικών. Η ATTAC CADTM Μαρόκου στήριξε τη μάχη αυτή και τη θεώρησε ως δίκαιο αγώνα κατά της απληστίας των τραπεζικών ιδρυμάτων και των επενδυτών που τα ελέγχουν, καταδεικνύοντας τον αθέμιτο και παράνομο χαρακτήρα των δανείων αυτών.
Όπως γράφει η ATTAC CADTM Μαρόκου: «Μέσα από τον αγώνα του, το κίνημα αποκάλυψε την απατηλότητα του δεδηλωμένου στόχου των θεσμών της μικροχρηματοδότησης μέχρι και του νόμου που τα διέπει και τα παράνομα μέσα που χρησιμοποιούν στην περίπτωση χρεών που δεν αποπληρώνονται. Οι δανειολήπτες υποβλήθηκαν σε διάφορες μορφές απειλών και απογυμνώθηκαν από τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι γυναίκες ειδικότερα αντιμετώπισαν τεράστιες πιέσεις: ορισμένες εγκατέλειψαν τις οικογένειές τους, άλλες μετανάστευσαν, ορισμένες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην πορνεία»[20]
Οι οργανωτές του κινήματος υπέστησαν δικαστικές διώξεις και καταδικάστηκαν σε πρώτη φάση σε αυστηρές ποινές. Απέναντι στην έντονη κινητοποίηση των θυμάτων και στην διεθνή αλληλεγγύη, το δικαστήριο, τελικά, τους αθώωσε[21].
Όπως υπογραμμίζει η ATTAC CADTM Μαρόκου: «Το θέμα των μικροπιστώσεων ξεπερνά αυτό της αδηφαγίας και της απληστίας διεθνών και τοπικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αλλά θέτει το γενικότερο πρόβλημα του είδους των πολιτικών που εφαρμόζονται για την καταπολέμηση της φτώχειας και, ευρύτερα ακόμη, του μοντέλου ανάπτυξης στο οποίο βασίζονται οι πολιτικές αυτές. Από μια πλευρά, καταργούμε τα μέσα επιβίωσης ενός τμήματος του πληθυσμού, με τη μονοπώληση των γαιών, την επέκταση του αγροδιατροφικού τομέα, το κλείσιμο των δημόσιων οργανισμών κοινής ωφέλειας ή την ιδιωτικοποίησή τους και, από την άλλη, του δανείζουμε χρήματα για να είναι φερέγγυο ώστε να έχει πρόσβαση σε επί πληρωμή υπηρεσίες: ιδιωτικά σχολεία, κλινικές, κλπ., ενώ του ζητούμε να δημιουργήσει τις δικές του δραστηριότητες που θα παράγουν εισόδημα σε έναν κόσμο σε κρίση και αφαιρώντας του, καθοδόν, ένα σημαντικό τμήμα των κερδών της επιχείρησης.»[22]
Άλλοι μηχανισμοί ιδιωτικών χρεών
Άλλοι μηχανισμοί ιδιωτικού χρέους παίζουν θεμελιώδη ρόλο στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, είτε είναι αναδυόμενες είτε όχι.
Στην Κίνα, περισσότερα από εκατό εκατομμύρια ατόμων είναι θύματα μιας τεράστιας φούσκας ακινήτων που αναπτύσσεται εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Οι κατοικίες φτάνουν σε αστρονομικές τιμές. Δεκάδες εκατομμύρια αγροτών είναι θύματα της κερδοσκοπίας στα ακίνητα που οδηγεί στην αύξηση των τιμών των αγροτικών γαιών που βρίσκονται κοντά στις αστικές περιοχές. Οι κινεζικές τράπεζες μπήκαν στον τομέα των όλο και μαζικότερων ενυπόθηκων δανείων και πολλαπλασιάζονται οι καταχρήσεις από μέρους τους. Το ποσοστό αθέτησης πληρωμών αυξάνεται. Όταν οι τιμές των ακινήτων θα καταρρεύσουν, οι οικογένειες που θα απειλούνται με έξωση από την κατοικία τους θα μετρούνται σε δεκάδες εκατομμύρια.
Στην Ινδία, τα τελευταία 20 χρόνια, καταμετρώνται περισσότερες από 300.000 αυτοκτονίες χρεωμένων αγροτών, και ο αριθμός των θυμάτων δεν μειώνεται[23].
Εν κατακλείδι, στην αυγή του 21ου αιώνα, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο του πλανήτη μας, οι καταπιεσμένοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια επιδείνωση της χρήσης των ιδιωτικών χρεών ως μηχανισμού υποδούλωσης, λεηλασίας και αποστέρησης περιουσίας. Για το λόγο αυτόν, το CADTM αποφάσισε να περιλάβει στις δραστηριότητές του τον αγώνα κατά των παράνομων ιδιωτικών χρεών.
Ευχαριστίες: Ο συγγραφέας ευχαριστεί για την ανάγνωση και τις προτάσεις τους: Τους Damien Millet και Claude Quémar. Ευχαριστεί επίσης τον Daniel Munevar για την βοήθειά του στο επίπεδο των ερευνών.
Ο συγγραφέας φέρει την πλήρη ευθύνη των ενδεχόμενων λαθών που περιέχει η εργασία αυτή.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman
Τέλος 3ου μέρους.
Μέρος 1ο: 5.000 χρόνια χρέους ως όπλο αποστέρησης περιουσίας. Να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο του αθέμιτου ιδιωτικού χρέους
Μέρος 2ο: 5.000 χρόνια χρέους ως όπλο αποστέρησης περιουσίας: Η κατάλυση των αλυσίδων των αθέμιτων ιδιωτικών χρεών
Via : www.thepressproject.gr