Δεν βλέπω ποιον άλλον λόγο έχει αυτή η τακτική αρθρογραφία εκτός από τη δημόσια δοκιμασία κάποιου που νομίζει πως σχολιάζει την πραγματικότητα. Oπως ο Βολταίρος, έτσι και αυτός, αναγορεύει σε μέθοδο την αμηχανία του μπροστά στην τρομαγμένη ζωή όλων μας.
«Κάποιος, εσείς ή εγώ, κάνει ένα βήμα μπροστά και λέγει: επιτέλους θα ήθελα να μάθω να ζω. Επιτέλους, αλλά γιατί;
Να μάθω να ζω. Παράξενο σύνθημα. Ποιος θα μαθαίνει; Από ποιον;».
Με αυτή την ανοίκεια συνθηματολογία για έναν σχολαστικό παρά ταύτα φιλόσοφο, ο Ντερριντά, το 1993, αρχίζει το βιβλίο του «Τα φαντάσματα του Μαρξ» (εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2000) εις πείσμα του κυρίαρχου νεοφιλελευθερισμού. Εννοείται πως το βιβλίο αυτό δεν αναγγέλλει την επαναφορά του κομμουνιστικού μοντέλου για όποιον θέλει πράγματι να μάθει να ζει αποφεύγοντας την κατίσχυση της νεοφιλελεύθερης φαντασμαγορίας πάνω στη δική του ζωή.
«Ο σοφός του μέλλοντος», συνεχίζει ο Ντερριντά, «αν τουλάχιστον αγαπά τη δικαιοσύνη θα έπρεπε να μάθει να ζει μαθαίνοντας όχι να κουβεντιάζει με το φάντασμα αλλά να συνομιλεί μαζί του». Θα έπρεπε να ακούει αλλά και να νουθετεί το φάντασμα του κομμουνισμού, που πλανιέται ξανά πάνω από την Ευρώπη, όχι χάριν των πολιτικών εκπροσώπων του αλλά χάριν της αλληλεγγύης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως υπενθυμίζει ο συγγραφέας Σάββας Μιχαήλ, η υπαρξιακή αυτή σχέση με το φάντασμα του κομμουνισμού δεν πρέπει να αποκόπτεται από τη συνάφειά της με το ιστορικό.
Να λοιπόν που βλέπουμε πάλι να πλανιέται πάνω από την Ελλάδα το φάντασμα της Δικαιοσύνης, όχι της αντεκδίκησης, αλλά της αξιοπρέπειας, την οποία ο Καντ θεωρεί ως σημαντικότερη της οικονομίας. Ποια άλλη δύναμη εκτός από την Αριστερά θα μπορούσε να την επαναφέρει;
Θα πρέπει να προετοιμάζονται σοβαρά στη ΔΗΜΑΡ για την υποστήριξή τους στον ΣΥΡΙΖΑ, υπό τον όρο ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ σοβαρεύεται. Αυτό δείχνει το 75% των προεδρικών της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης. Να ετοιμάζονται, διότι το σκηνικό στις επόμενες εκλογές με απλή, υποθέτω, αναλογική θα είναι ο Σαμαράς και η Κεντροαριστερά από τη μια και η ανανεωμένη Αριστερά από την άλλη. Κατά τη γνώμη μου, ο Δραγασάκης με τη θεωρία του περί «βίαιης ωρίμανσης του ΣΥΡΙΖΑ» αναγγέλλει έμμεσα μια πρωτοβουλία σύγκλισης – γιατί όχι επανένωσης – των δύο αριστερών κομμάτων προς μια πράγματι κυβερνώσα Αριστερά: ένα αντισυστημικό κόμμα που θα απεμπλέκει τον κοινοβουλευτισμό από το «σύστημα», επαναποδίδοντάς του τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα της Δημοκρατίας. Το υπαρξιακό πλεονέκτημα θέσεων όπως του Δραγασάκη εξαρτάται από το αν θα έχει ωριμάσει και ο Ελληνας μετά τη θλιβερή εμπειρία του με τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Οι Ελληνες κατάλαβαν ό,τι υπογράμμισε ο Δραγασάκης στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής: «αριστερό και ριζοσπαστικό στις ημέρες μας είναι ό,τι μας ενώνει».
Αυτή η επιστροφή της Δημοκρατίας στην εγγενή κοινοτική-κομμουνιστική της φύση θα μετασχηματίσει την κοινωνία.
Ο,τι θα διακυβευθεί στο μέλλον θα είναι η πρόσκληση του φαντάσματος του κομμουνισμού προκειμένου να μάθει από εμάς τι συνέβη στην Κολιμά. Γιατί σε μας «ο Μαρξ παραμένει εσωτερικός μετανάστης». Θα ήταν κρίμα να τον χαρίσουμε στον κ. Δένδια.
Οι κομμουνιστές, αν μη τι άλλο, έχουν πληρώσει το τίμημα των λαθών τους. Κυρίως, το ότι χρειάστηκε να αποτύχουν για να μπορούμε εμείς σήμερα να επικαλούμαστε τα φαντάσματα του Μαρξ.
Αυτοί όμως που δεν έχουν πληρώσει τίποτα είναι όσοι διακατέχονται απ’ την ψευδαίσθηση πως ο ενθουσιώδης μαρξισμός της νεότητάς τους τούς οδήγησε στον θλιβερό «μεταρρυθμιστικό» οίστρο του τέλους τους.