Λάδια σε χαρτί & κολάζ 21X40εκ. Έργο του Γιώργου Μικάλεφ
Αν και ο ίδιος δεν αποδέχτηκε ποτέ τον χαρακτηρισμό «ποιητικός κινηματογράφος», χαρακτηρίστηκε ως ένα κορυφαίο κομμάτι αυτού. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε «καλλιτεχνικό» περιβάλλον, ανέπτυξε από νωρίς την άποψη ότι η «τέχνη δεν μπορεί να διδάξει τίποτε σε κανέναν, αφού εδώ και 4000 χρόνια η ανθρωπότητα δεν έχει μάθει τίποτα».
Κείμενο: Νάντια Ρούμπου
Ο Αντρέι Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1932 στην Ζαβράγιε της Ρωσίας και ήταν Ρώσος σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ανήκει στους κορυφαίους εκπροσώπους του ρωσικού κινηματογράφου, στους σημαντικότερους σύγχρονους σκηνοθέτες και πολλοί θεωρούν ότι ήταν αυτός που «καθιέρωσε» τον ρωσικό κινηματογράφο.
Γεννημένος σε καλλιτεχνική οικογένεια, όντας γιος του σημαντικού ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι, από τα πρώτα του μόλις χρόνια εξέφρασε το ενδιαφέρον του για τις τέχνες. Σπούδασε μουσική, ζωγραφική, γλυπτική και αραβικά. Από το 1956 φοίτησε για περίπου τέσσερα χρόνια στην κινηματογραφική σχολή VGIK (Ινστιτούτο κινηματογράφου της Σοβιετικής Ένωσης), υπό τις οδηγίες του Μιχαήλ Ρομ. Στις τελικές εξετάσεις παρουσίασε την πτυχιακή του εργασία, που αποτελεί την πρώτη του ουσιαστικά κινηματογραφική δουλειά, με τίτλο «Ο βιολιστής και ο οδοστρωτήρας».
«Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» (1962), αποτέλεσαν το έναυσμα για την διεθνή αναγνώριση του, καθώς με αυτήν την ταινία κέρδισε τρεις «Χρυσούς Λέοντες» στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, μεταξύ των οποίων το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας. Η επόμενη κινηματογραφική ταινία του αποτέλεσε η επική παραγωγή «Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1969), η οποία αντιμετώπισε τον εξονυχιστικό έλεγχο και πολλές παρεμβάσεις εκ μέρους των σοβιετικών αρχών, με αποτέλεσμα η δημόσια προβολή της στη Ρωσία να καθυστερήσει για αρκετά χρόνια μέχρι το 1971. Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών, αποκομίζοντας τελικά το βραβείο FIPRESCI. Μέσα στις σελίδες του ημερολογίου του («Μαρτυρολόγιο»), το οποίο διατηρούσε από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε σε Ιταλία και Γαλλία, αναφέρει: «Είμαι χαμένος. Δεν μπορώ να ζήσω στη Ρωσία, αλλά ούτε μακριά από αυτήν» και εκφράζει το παράπονό του ότι δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει όλες του τις ιδέες.
Το 1983 πραγματοποίησε για πρώτη φορά γυρίσματα εκτός της Ρωσίας, στην Τοσκάνη της Ιταλίας, για τις ανάγκες της ταινίας Νοσταλγία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιταλία και αργότερα στη Γαλλία. Η τελευταία του ταινία «Η Θυσία», γυρίστηκε στη Σουηδία το 1986 κερδίζοντας τέσσερα βραβεία στις Κάννες. Λίγο αργότερα, πέθανε στην Γαλλία από καρκίνο. «Ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε και γι’ αυτό ανά πάσα στιγμή είμαστε αθάνατοι», είχε γράψει και αποτέλεσε μία από τις γνωστότερες φράσεις της ταινίας του «Σολάρις». Αν και επιθυμία του ήταν να γυρίζει «δύο ταινίες κάθε χρόνο», όπως εξομολογείται στα κείμενα του, μέσα σε 23 χρόνια πρόλαβε να ολοκληρώσει μόλις 7 ταινίες, όμως η μοναδικότητα και η πρωτοτυπία τους τον καθιέρωσαν στους κορυφαίους του είδους του.
Ο Ταρκόφσκι ανέπτυξε μία προσωπική θεωρία γύρω από τον κινηματογράφο, που αποκαλείται συχνά και ως γλυπτική του χρόνου. Σύμφωνα με αυτή, πίστευε πως ένας από τους κύριους στόχους του κινηματογράφου ήταν η καταγραφή της αληθινής ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Οι ταινίες του χαρακτηρίζονται συχνά για την έλλειψη γραμμικής αφήγησης, υιοθετώντας ποιητικούς συνειρμούς και «ονειρική λογική». Ο ίδιος δεν θεωρούσε τα έργα του συμβολικά, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «…είμαι εχθρός των συμβόλων. Είναι μια πολύ στενή έννοια από την άποψη ότι ένα σύμβολο υπάρχει με σκοπό την αποκρυπτογράφησή του. Από την άλλη πλευρά, μια καλλιτεχνική εικόνα δεν χρειάζεται αποκρυπτογράφηση, είναι ένα ισοδύναμο του κόσμου που μας περιβάλλει. Η βροχή στο Σολάρις δεν είναι σύμβολο, είναι απλά μια βροχή που στην συγκεκριμένη στιγμή έχει μια ιδιαίτερη σημασία για τον ήρωα. Δεν συμβολίζει τίποτε, απλά εκφράζει. Είναι μια καλλιτεχνική αλληλουχία εικόνων. Το σύμβολο κατ’ εμέ, είναι κάτι πολύ περίπλοκο». Συχνά οι ταινίες του κατατάσσονται στο είδος του ποιητικού κινηματογράφου. Ο ίδιος ο Ταρκόφσκι δεν αποδεχόταν αυτό το χαρακτηρισμό, που απέδιδε κυρίως σε άλλους σκηνοθέτες όπως στον Φελίνι και στον Παζολίνι, θεωρώντας πως ο αποκαλούμενος ποιητικός κινηματογράφος γίνεται σκόπιμα ακατανόητος.
Via : www.thepressproject.gr