Ο φιλόσοφος και θεωρητικός της τέχνης, Ντιντί-Ιμπερμάν, τονίζει μεταξύ άλλων στην «Εφ.Συν» ότι «η Ακρα Δεξιά ενισχύει τα σκοτεινά πάθη (όπως έλεγε ο Σπινόζα) και κυρίως τον φόβο. Ο φόβος που, αν τον εκμεταλλευτούν μία φορά, μετατρέπεται σε μίσος. Ομως αν μου πείτε ότι η Αριστερά πρέπει να «εκμεταλλευτεί τα πάθη» για λογαριασμό της, τότε, κατά τη γνώμη μου, στρέφεστε στην ίδια λάθος λογική».

Ο Ντιντί-Ιμπερμάν θα μιλήσει στο Μέγαρο Μουσικής στις 28 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο του κύκλου «Θεωρία στο Μέγαρο: φιλοσοφία, κριτική, ιστορία», που πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Birkbeck Institute for the Humanities του Λονδίνου, υπό την επιμέλεια του Κώστα Δουζίνα, διευθυντή του Ινστιτούτου Μπέρκμπεκ.

● Σε μια εποχή κατά την οποία υπερεθνικοί οργανισμοί (Ε.Ε., Γιούρογκρουπ, ΔΝΤ κ.λπ.) αγνοούν επιδεικτικά τη βούληση ενός λαού, όπως για παράδειγμα του ελληνικού, τι σημαίνει το δικαίωμα στην εξέγερση;

Δεν είμαι ούτε πολιτικός ούτε δικηγόρος ούτε ηθικολόγος, και ως εκ τούτου, δεν μπορώ να απαντήσω στην ερώτησή σας σε ό,τι αφορά το «τι σημαίνει», όπως με ρωτάτε, το δικαίωμα της εξέγερσης.

Θα μπορούσα ωστόσο να απαντήσω σε ανθρωπολογικό επίπεδο, δηλαδή πιο περιγραφικά, λιγότερο αξιωματικά.

Μου φαίνεται ότι το ζήτημα του δικαιώματος στην αντίσταση είναι βασικό στοιχείο στη δρομολόγηση εξεγέρσεων.

Θεωρούνται λοιπόν νόμιμες οι εξεγέρσεις, όμως δεν παύουν να βρίσκονται εκτός γραπτού νόμου.

Θυμηθείτε τον Καρλ Μαρξ για την υπόθεση της κλοπής ξυλείας, όπου οι φτωχοί συσπειρώθηκαν για το καλό της κοινότητας, αλλά οι ιδιοκτήτες των δασών ήθελαν να οικειοποιηθούν όλες τις εκτάσεις, και, επικαλούμενοι τον νόμο, σύμφωνα με την «αρχαία συνήθεια», υποστήριζαν με δυο λόγια τη διαιώνιση της εξουσίας για να επιβιώνουν.

Το ίδιο βλέπουμε και στις ελληνικές τραγωδίες: ο ισχύων νόμος (Κρέων) συγκρούεται με τον άγραφο, ιερό νόμο της ηθικής (Αντιγόνη).

Αυτό υπάρχει και γραμμένο σε άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη:

«Οταν η κυβέρνηση παραβιάζει τα δικαιώματα του λαού, η εξέγερση είναι για τους ανθρώπους και για κάθε τμήμα του λαού το πιο ιερό των δικαιωμάτων και το πιο απαραίτητο καθήκον».

Το ίδιο ισχύει και με την πρόταση της Εμα Γκόλντμαν στο Αναρχικό Συνέδριο του Αμστερνταμ, το 1907, για το δικαίωμα στην εξέγερση, κ.λπ.

• Το 2010 ο Στεφάν Εσέλ, μέσω του βιβλίου του, καλούσε τους ανθρώπους να αγανακτήσουν. Στη διάρκεια των ετών 2011-2012 είχαμε στην Ευρώπη (Ελλάδα, Ισπανία κ.λπ.) το κίνημα των Αγανακτισμένων, το οποίο βασιζόταν περισσότερο σ’ αυτό που η Σαντάλ Μουφ ονομάζει πολιτικά πάθη. Πώς μπορούν αυτά τα πάθη να συνδυαστούν μ’ ένα ορθολογικό, περιεκτικό και ρεαλιστικό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο για ένα αύριο πέρα από τον αρπακτικό καπιταλισμό;

Δεν γνωρίζω… Θα έπρεπε το δίχως άλλο να εκπαιδεύσουμε τους πολιτικούς με τις βάσεις της φροϊδικής ψυχανάλυσης -που είναι όμως πολύ λεπτές- να μην καταπνίγουν τα πάθη μέσα σε μια τυφλή λογική ή στρατηγική και ταυτόχρονα να μην τα κολακεύουν (για παράδειγμα προς την κατεύθυνση της ταυτότητας και του εθνικισμού).

Διότι ανάμεσα στα βάθη του ασυνείδητου και του δημόσιου χώρου παρεμβάλλονται πολύ απλά τα ανθρώπινα σώματα, που με τις θεμελιώδεις χειρονομίες τους εκπέμπουν σήματα το ένα προς το άλλο.

Για τον λόγο αυτό έχει σημασία η ανθρωπολογία των πολιτικών χειρονομιών, την οποία βρίσκουμε σε θεωρητική μορφή στον Αμπι Βάρμπουργκ ή τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και σε φλογερή μορφή -πρακτική και ποιητική- στον Πιερ Πάολο Παζολίνι, για παράδειγμα.

• Δεδομένης της πολιτικής αδυναμίας της Αριστεράς να αξιοποιήσει θετικά την οργή των πολιτών για το παρόν σύστημα, η Ακρα Δεξιά ενισχύεται πολιτικά και απειλεί να καταλάβει την εξουσία ακόμα και σε μεγάλες χώρες. Τι μπορεί να γίνει;

Ναι, έχετε δίκιο, η Ακρα Δεξιά ενισχύει τα σκοτεινά πάθη (όπως έλεγε ο Σπινόζα) και κυρίως τον φόβο.

Ο φόβος που, αν τον εκμεταλλευτούν μία φορά, μετατρέπεται σε μίσος.

Ομως αν μου πείτε ότι η Αριστερά πρέπει να «εκμεταλλευτεί τα πάθη» για λογαριασμό της, τότε κατά τη γνώμη μου, στρέφεστε στην ίδια λάθος λογική.

Οι πολιτικές δράσεις πρέπει να είναι πολύ προσεχτικές σε ό,τι αφορά τα πάθη και να μην «τα εκμεταλλεύονται» υπό οποιαδήποτε έννοια.

Επιπλέον υπάρχει η σχέση ηθικής (η οποία δεν μπορεί να έχει μια στρατηγική που να βασίζεται στο συλλογικό συναίσθημα) και πολιτικής. Ερχόμαστε λοιπόν πίσω στην αναφορά μου στην ψυχανάλυση. Μην ξεχνάμε φυσικά και τον Καστοριάδη!

• Η τωρινή οργή των πολιτών συχνά αλλάζει κατεύθυνση και μετατρέπει τους ξένους σε αποδιοπομπαίους τράγους. Υπάρχει τρόπος να ξεπεράσουμε αποτελεσματικά σήμερα την ξενοφοβία και τον ρατσισμό;

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ -στο Ημερολόγιο Εργασίας το 1942- έλεγε για τον φασισμό ότι πρόκειται για «ένα σύστημα διακυβέρνησης ικανό να υποδουλώσει έναν λαό σε σημείο ώστε να μπορεί να τον εκμεταλλευτεί για να υποδουλώσει άλλους».

Είναι γνωστό, πρόκειται για μια τεχνική εγγενή στο στρατηγικό ψεύδος, στο ψεύδος που εκτρέπει τη νόμιμη οργή ενός λαού.

Αλλά αν κατονομαστεί ορθά ο εχθρός, τότε ο κυνικός υπολογισμός, που παράγει τους αποδιοπομπαίους τράγους, θα έπρεπε να καταρρεύσει από μόνος του.

• Σήμερα έχουμε μια έκρηξη της καλλιτεχνικής παραγωγής αλλά και των πολιτιστικών εκδηλώσεων, αλλά ελάχιστη επιρροή της τέχνης στην κοινωνική αλλαγή. Ποιος είναι σήμερα ο ρόλος της τέχνης;

Τι σημαίνει αυτό ακριβώς; Γιατί μιλάτε για «ρόλο»; Η τέχνη είναι φυσικά μέρος της κοινωνίας, του δημόσιου χώρου.

Κάθε φορά διαμορφώνεται συγκεκριμένα αυτή η «κατανομή του αισθητού», για την οποία μίλησε και ο Ζακ Ρανσιέρ.

Αλλά η τέχνη -και όχι οι καθηγητές, οι προφήτες, οι πολιτικοί κομισάριοι ή οι προεξάρχοντες φιλόσοφοι- πρέπει να επινοήσει τον δικό της «ρόλο» στην «τραγωδία του πολιτισμού» που αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη κοινωνία.

Μία από τις πιο συναρπαστικές πτυχές της σύγχρονης τέχνης είναι ο τρόπος, κάθε φορά καινούργιος, με τον οποίο ορισμένοι καλλιτέχνες γνωρίζουν τον εαυτό τους και μεταμορφώνουν τον «ρόλο» που θέλουν να τους δοθεί.

Για παράδειγμα, αν δώσουν μεγάλη προσοχή στη ζωή των συγχρόνων τους, αποκτούν μια ιστορική και πολιτική γνώση που μόνο αυτοί μπορούν να αποδώσουν.

Θα μπορούσα να αναφέρω ως παράδειγμα τον βασικό προβληματισμό του μακαρίτη Χαρούν Φαρόκι στην πολιτική των τεχνικών εικόνων ή τη ματιά του σκηνοθέτη Γουάνγκ Μπινγκ για τη βιομηχανική αποδόμηση στη βόρεια Κίνα.

Τελευταίο παράδειγμα, ελληνικό αυτή τη φορά: την περασμένη χρονιά, στην Ειδομένη, η σκηνοθέτις Μαρία Κουρκούτα, μαζί με τη σεναριογράφο Νίκη Γιάνναρη, γύρισε μια εξαιρετική ταινία μεγάλου μήκους – συμπεριλαμβανομένης μιας στατικής σκηνής δεκαοχτώ λεπτών που βρίσκεται στην έκθεση Soulèvements (Αναταραχές), στη Βαρκελώνη.

Αυτή η ταινία, με τον τίτλο «Φαντάσματα πλανώνται πάνω απ’ την Ευρώπη», δεν φιλοδοξεί να δώσει έναν «ρόλο» στην κοινωνική υποδοχή της «προσφυγικής κρίσης» ούτε να δώσει μια «λύση» στο «πρόβλημα».

Αλλά πρόκειται για μια καθεαυτή πολιτική μορφή, στον βαθμό ήδη που δίνει στον θεατή πολλές δυνατότητες (ταυτόχρονα πολύ ελεύθερες και ακριβείς) να αντιληφθεί και να προσεγγίσει αυτό το σημαντικό χαρακτηριστικό του καιρού μας, διά μέσου των χειρονομιών, των σωμάτων, των λόγων, των βλεμμάτων ή ακόμη και των παπουτσιών γεμάτων με λάσπη αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι επιχειρούν να αφήσουν πίσω τους την κόλαση του πολέμου.

 Ποιος είναι

Γεννημένος το 1953 στο Σεντ Ετιέν της Γαλλίας, είναι φιλόσοφος και ιστορικός τέχνης.

Διδάσκει στην Ecole des hautes etudes en sciences sociales (EHESS) στο Παρίσι, ενώ έχει διδάξει και στη Γαλλική Ακαδημία της Ρώμης.

Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Επιβίωση των πυγολαμπίδων» (2015), εκδόσεις Vesta, ενώ συμμετέχει και στο συλλογικό έργο «Τι είναι λαός;» (2014), εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

* Μετάφραση της συνέντευξης από τα γαλλικά: Διαλεκτή Αγγελή

Via : www.efsyn.gr