Γιώργος Ρούσσος
Το 1958, ο Νίκος Κούνδουρος κυκλοφορεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία: «Οι Παράνομοι» (The Outlaws). Στο φιλμ, υπάρχει μία σκηνή όπου ένας από τους παράνομους σκοτώνεται από τους χωροφύλακες καθώς τρέχει προς το μέρος τους με σκοπό να παραδοθεί. Η λογοκρισία της εποχής έκρινε πως η σκηνή αυτή έθιγε την εικόνα της χωροφυλακής και τη συνέπειά της. Ζητήθηκε από τον Κούνδουρο να την αφαιρέσει, εκείνος όμως πιστός στις αρχές του αρνήθηκε να παρέμβει καλλιτεχνικά στο έργο του, με αποτέλεσμα η ταινία μία εβδομάδα μετά την προβολή της να απαγορευθεί.
«Οι Παράνομοι είναι η ταινία της οργής. Η αντίσταση είχε πνιγεί, οι τρόποι έκφρασης των αγωνιστών είχαν καταργηθεί κάτω από τη βία ενός αστυνομικού κράτους. Θέλησα να αποτίσω ένα φόρο τιμής στον αντάρτη των βουνών, στον ταπεινωμένο στον εξευτελισμένο, στον αγνοημένο, στην καλύτερη περίπτωση, Έλληνα, που κράτησε ψηλά τη Ρωμιοσύνη.» – Νίκος Κούνδουρος (15 Δεκεμβρίου 1926 – 22 Φεβρουαρίου 2017)
Μια ταινία, χαρακτηριστικό δείγμα της νέας πνοής του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής. Ο Κούνδουρος χρησιμοποίησε κλασσικά μοτίβα, όπως εκείνο της παρανομίας και της περιπλάνησης στην ύπαιθρο, σε συνδυασμό με στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, προερχόμενα από τον αστείρευτο θησαυρό της αρχαίας τραγωδίας και της λαϊκής παράδοσης. Το μουσικό σκορ υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Η υπόθεση της ταινίας εκτυλίσσεται στην Ελλάδα λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου. Όταν ο ήρωας μας, ο Πέτρος (Πέτρος Φυσσούν) επιστρέφει στο χωριό του μετά από τρία χρόνια εγκλεισμού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, βρίσκει τον άντρα που τον είχε προδώσει και για να πάρει εκδίκηση, τον σκοτώνει.
Για να γλιτώσει από την αστυνομία, αναζητά καταφύγιο στο βουνό, όπου συναντά δύο άλλους φυγάδες. Ο ένας είναι ο Κοσμάς (Τίτος Βανδής), επαναστάτης και φυγόδικος, που παραδέχεται ότι έχει καταστρέψει τη ζωή του και το μόνο που θέλει είναι να τον αφήνουν στην ησυχία του.
Ο άλλος, ο Αργύρης (Ανέστης Βλάχος), είναι ένας νεαρός αγρότης, που σκότωσε τον αδελφό του πάνω στον καβγά για ένα μικρό κομμάτι γης. Όταν οι τρεις φυγάδες ανακαλύπτουν ότι τους έχει περικυκλώσει η χωροφυλακή, αποφασίζουν να αφήσουν το βουνό και να κατευθυνθούν προς τη θάλασσα ελπίζοντας ότι εκεί θα βρουν κάποιο καΐκι για να περάσουν στην απέναντι όχθη.
Το μόνο που εμποδίζει την υλοποίηση του σχεδίου τους, είναι η έλλειψη χρημάτων. Σκοτώνουν έναν πλούσιο αγρότη και του παίρνουν τα λεφτά. Το νέο έγκλημα τους δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες. Αναγκάζονται να βρουν ξανά καταφύγιο στα βουνά, παίρνοντας μαζί τους μια νεαρή γυναίκα, τη Μαρία (Νέλλη Αγγελίδου), η οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας στον φόνο και φοβούνται ότι θα τους προδώσει.
Σύντομα το νερό τους τελειώνει και σιγά σιγά χάνουν το κουράγιο τους και την εμπιστοσύνη στους υπόλοιπους. Ο Κοσμάς ξέρει ότι ήρθε η ώρα να πληρώσουν για τα κρίματά τους. Ο θάνατος δεν τον φοβίζει πια. Αισθάνεται ότι πρέπει να παίξει το τελευταίο του χαρτί και πείθει τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν προς τη θάλασσα.
Κυνηγημένοι από οπλισμένους χωροφύλακες, καταφέρνουν με δυσκολία να βρουν τον δρόμο προς την ακτή, όπου φτάνουν εξουθενωμένοι. Εκεί ένα γκρουπ από περιπλανώμενους μουσικούς τους αναγνωρίζει. Ο Κοσμάς προαισθάνεται ότι το τέλος έχει φτάσει και αρνείται να φύγει ξανά για το βουνό.
Όταν φτάνει το καΐκι, είναι πολύ αργά για να δραπετεύσουν. Η χωροφυλακή τους έχει ήδη περικυκλώσει. Ο Κοσμάς προτείνει στον Πέτρο να πάρει το κορίτσι και να φύγουν, ενώ ο ίδιος γνωρίζει ότι έχει φτάσει το τέλος του. Μένει πίσω και τελικά σκοτώνεται σε μια τελευταία προσπάθεια να κρατήσει μακριά τους οπλισμένους άντρες, δίνοντας έτσι στους υπόλοιπους την ευκαιρία να γλιτώσουν.
«Γύρισα τους Παράνομους πάνω σε ένα θέμα βγαλμένο κι αυτό μέσα από τη σιωπή που είχε ακολουθήσει τον Εμφύλιο κι απ’ τα σκοτάδια της ανελέητης λογοκρισίας. Από πείσμα κι από αφέλεια προσπάθησα ν’ αγγίξω τις ανοιχτές ακόμα πληγές του τόπου, χωρίς να’ χω καταλάβει πως ο πιο γρήγορος δρόμος για να βγούμε από την καταχνιά ήτανε η λήθη, για νικητές και νικημένους. Γύρισα την ταινία στα έρημα τότε Μετέωρα, με την ελπίδα πως εκεί δεν θα’ χε χωροφύλακες να μου ζητάνε απαραιτήτως άδεια που φυσικά δεν είχα. Εκεί με την γενναιόδωρη συμπαράσταση του Φίνου, που πίσω απ’ το ειρωνικό του χαμόγελο έκρυβε την τρυφεράδα και το συναισθηματισμό ενός φίλου, καταγράφτηκε στη ζελατίνα ο καημός και η απελπισία του κυνηγημένου αριστερού. Και, καθώς ήξερα πως στην Αθήνα θα με περίμενε το ψαλίδι της λογοκρισίας, αναζήτησα τις σιωπές και τα φοβερά βράχια των Μετεώρων να αντικαταστήσουν τα λόγια που δεν μπορούσαν να ειπωθούν.» – Νίκος Κούνδουρος
Το 1954, ο Νίκος Κούνδουρος πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το εξαιρετικό φιλμ «Μαγική Πόλη». Θα ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα «Ο Δράκος» (1956), ένα διαχρονικό αριστούργημα του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου σινεμά. Το 1958 ο Κούνδουρος κυκλοφορεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Οι Παράνομοι» (The Outlaws). Πρόκειται για ένα αξιόλογο φιλμ, με εξαιρετικό καστ που όμως δε θα λάβει την προσοχή που του άξιζε στην εποχή του…
«Ξαναμετρήθηκα με τον Κινηματογράφο και με το κοινό, φτιάχνοντας μια ταινία που δεν είχε την τύχη να ζήσει πολύ.» – ο Νίκος Κούνδουρος για την ταινία «Οι Παράνομοι»
Η Λογοκρισία
Το 1957 ο Νίκος Κούνδουρος καταθέτει το σενάριο της ταινίας προς έγκριση στην Επιτροπή Λογοκρισίας. Το σενάριο απορρίπτεται και η ταινία δεν παίρνει άδεια να γυριστεί. Παρόλ’ αυτά ο Νίκος Κούνδουρος με ολιγομελή ομάδα τεχνικών και ηθοποιών καταφεύγει στα Μετέωρα και φιλοξενούμενος σ’ ένα μοναστήρι, γυρίζει όλη την ταινία στο μαγευτικό τοπίο των Μετεώρων.
Τον Μάιο του 1958 η ταινία κυκλοφορεί στους κινηματογράφους. Η Επιτροπή Λογοκρισίας δέχεται να δώσει άδεια για το έργο, με την προϋπόθεση να κοπεί μια σκηνή. Αυτή που δείχνει την εν ψυχρώ δολοφονία ενός αντάρτη από μια διμοιρία αστυφυλάκων. Ο σκηνοθέτης αρνείται να κόψει τη σκηνή και να λογοκρίνει ο ίδιος την ταινία του, με αποτέλεσμα να σταματήσει η προβολή της.
Ευτυχώς όμως η ταινία κυκλοφορεί στο εξωτερικό. Συμμετέχει το 1959 στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου (Μπερλινάλε), όπου λαμβάνει εξαιρετικά θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό, ενώ την επόμενη χρονιά προβάλλεται από το BBC.
Χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Έλληνες θεατές να δουν την ταινία ολοκληρωμένη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτό έγινε τον Νοέμβριο του 1998, όταν «Οι Παράνομοι» (The Outlaws) του Νίκου Κούνδουρου προβλήθηκαν στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ενώ τον Ιούνιο του 2008, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη προβολή της ταινίες, το έργο κυκλοφόρησε σε επανέκδοση μία director’s cut εκδοχή της.
Οι Παράνομοι / The Outlaws
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Νίκος Κούνδουρος
Πρωταγωνιστούν: Τίτος Βανδής, Πέτρος Φυσσούν, Ανέστης Βλάχος, Νέλλη Αγγελίδου, Γιώργος Οικονόμου
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Φωτογραφία: Τζιοβάνι Βαριάνο
Μοντάζ: Νίκος Κούνδουρος, Γιώργος Τσαούλης
Σκηνογραφία: Τάσος Ζωγράφος
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Έτος Παραγωγής: 1958
Διάρκεια: 92 λεπτά
«Ο ελληνικός κινηματογράφος άνθησε, μεγαλύνθηκε και γνώρισε δόξες μοναδικές μέσα σε ένα κλίμα ηθογραφίας διανθισμένης κατά περίπτωση με μια λαϊκή θυμοσοφία, λαϊκό χιούμορ και λαϊκό μελόδραμα, στοιχεία που όρισαν και τη θεματολογία του και το ύφος του. Δεν θέλω να κρύψω κάποια περιφρόνησή μου για ένα είδος ελληνικού κινηματογράφου, που μέσα σε μια αλυσίδα παρεξηγήσεων συντηρεί ένα προβληματικό μικρόκοσμο. Συνωστιζόμενοι γύρω από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ που λέγεται Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, προσκυνητές και ικέτες, οι παλιοί και οι νέοι σκηνοθέτες προσμένουν την έλευση του αρχάγγελου. Ένα κλίμα ανθυγιεινό διαπερνά τον χώρο και μόλις τα τελευταία δύο χρόνια άρχισε να πνέει ένας αέρας ανανέωσης. Οι Έλληνες σκηνοθέτες είμαστε σε διαρκή συναλλαγή με πράγματα που ίσως δεν μας αρέσουν, αλλά αυτά είναι. Είναι τα δικά μας. Είναι σαν τη μυρουδιά μας. Θέλουμε δεν θέλουμε την κουβαλάμε. Αυτή είναι λοιπόν η μυρουδιά μας. πούμε σ’ αυτό το χώρο, έχουμε αυτόν τον πολιτισμό, έχουμε αυτές τις αποφάσεις κι αυτό το ταμείο, τόσα είναι πάνω κάτω, παραπάνω δεν είναι… και μετέχουμε σ’ αυτό το παιγνίδι… Εμείς. Αυτοί είμαστε. Άλλοτε περήφανοι, άλλοτε μίζεροι ή όμορφοι, αυτοί είμαστε. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν «εμείς» κι «αυτοί» στο χώρο μας. Δεν συμπλέω μ’ ένα είδος συρρίκνωσης των σπουδαίων πραγμάτων. Στο όραμα για κοινωνίες πιο σπουδαίες, για ιστορία πιο σημαντική, για κινηματογράφο πιο εξαιρετικό, μόνο ένας, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κουβαλάει το φλάμπουρο… Εμείς οι άλλοι πού είμαστε;» – Νίκος Κούνδουρος
Via : tvxs.gr