Παραγωγή: η μόνη διέξοδος από την κρίση
του Αλέξανδρου Οικονομίδη [1]
1. Τα αίτια της οικονομικής κρίσης
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν ήρθε από το πουθενά. Αυτή προήλθε διότι η χώρα μας σταμάτησε να παράγει και έκτοτε ζει με δανεικά. Αυτό δεν έγινε τυχαία αλλά επιβλήθηκε σκοπίμως από όλες τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, με όση βία ανά καιρούς διέθεταν.
Οι κυβερνήσεις αυτές για να το κατορθώσουν δημιούργησαν και τα αντίστοιχα μέσα. Δηλαδή τους αντίστοιχους θεσμούς, την αντίστοιχη εκπαίδευση και έναν αντίστοιχο κρατικό μηχανισμό που, πέραν των άλλων, βασικό σκοπό είχε την επιβολή της καταστροφής της ελληνικής παραγωγής.
2. Ο Πειραιάς είναι η ίδια η βιομηχανική ιστορία του τόπου μας
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ ιδρύεται το 1860, το πρώτο μηχανουργείο, του Βασιλειάδη, που είναι κατά την ίδρυση του το μεγαλύτερο εργοστάσιο του τότε περιορισμένου νεοελληνικού κράτους, που και σύντομα αναδεικνύεται σε κεντρικό σύμβολο μιας νέας βιομηχανικής εποχής στην οποία εισέρχεται ο Πειραιάς.
Στα 1874, ιδρύεται το μηχανουργείο «Ήφαιστος» του Σκοτσέζου Τζον Μακ Δούαλλ. Την ίδια εποχή ιδρύθηκαν το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας του Ρετσίνα (1872-1979), τα μηχανουργεία του Νικολάου Αργυρίου, του Κούπα (1882 – 1987), του Ροντήρη – Στρουμπούλη (1923), του Δράκος Πολέμης που κατασκεύαζε τις περίφημες αντλίες, του Αξελού και του Μαλκότση (1934-1991) που κατασκεύασαν τις πρώτες πετρελαιομηχανές και το πρώτο ελληνικό τρακτέρ, του Δαμασκινού, του Περράκη, του Μιλιόνη, του Σωτηρόπουλου, του Καουκάκη, του Ζούλια, του Λαλιάμου, του Πετσάλη, των αδελφών Μυτιληναίου, του Κορφιάτη και πάρα πολλά άλλα.
Μαζί με τα πολλά μηχανουργεία δημιουργήθηκαν και οι ξακουστές ιστορικές τεχνικές σχολές μηχανικών, του Προμηθέα, του Αρχιμήδη, του Πειραϊκού Συνδέσμου και τόσες άλλες.
3. Η συνεχής αποβιομηχάνιση των τελευταίων δεκαετιών
Οι πρώτες δεκαετίες του 1950 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είναι χαρακτηριστικές. Τότε ξεκινά η οργανωμένη σταδιακή καταστροφή της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής, πλήττοντας άμεσα την μέχρι τότε αστική βιομηχανική τάξη, η οποία και αντικαθίσταται σταδιακά με μια νέα ευκαιριακή, μεταπρατική, κρατικοδίαιτη, παρασιτική τάξη.
Τις δεκαετίες αυτές εφαρμόζονται νόμοι και μέτρα, οι οποίοι καταστρέφουν τις τότε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και τα αντίστοιχα μεγάλα μηχανουργεία που απασχολούσαν εκατοντάδες τεχνίτες μαστόρους.
Οι βασικοί λόγοι για την καταστροφή ήταν:
- Επιβάλλονται υψηλοί δασμοί στις πρώτες ύλες, ενώ αντίστοιχα δίνεται απαλλαγή δασμών, ατέλεια, στις εισαγωγές έτοιμων μηχανημάτων από το εξωτερικό. Το αποτέλεσμα ήταν οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούντο για την κατασκευή των μηχανημάτων στην Ελλάδα να καθίστανται ακριβότερες από τα έτοιμα μηχανήματα που εισάγονταν.
- Οι Τεχνικές υπηρεσίες του κράτους έθεταν προϋπόθεση στους δημόσιους διαγωνισμούς, την αγορά των μηχανημάτων μόνο από τους οίκους του εξωτερικού!
- Οι ίδιοι οι μηχανικοί που επέστρεφαν στην Ελλάδα μετά τις σπουδές τους στο εξωτερικό, επέλεγαν την εύκολη απασχόληση του αντιπρόσωπου και για τον λόγο αυτό συκοφαντούσαν τα εγχωρίως κατασκευαζόμενα μηχανήματα!
- Ο ίδιος ο Ροντήρης αναφέρει σε επιστολή του, μέσα της δεκαετίας του 1950, προς την τότε κυβέρνηση: [2] «Εν συνεχεία επέπεσεν επί της ατυχούς αυτής βιομηχανίας το Κράτος με την βαρυτάτην φορολογίαν του επί όλων των σταδίων της δραστηριότητός της.
- Τέλος η παντελής έλλειψις πιστώσεων, οι υψηλοί τόκοι, τα υπερβολικά βάρη των διαφόρων ασφαλιστικών ταμείων, αι πάσης φύσεως εισφοραί και επιβαρύνσεις επί των ημερομισθίων ως και αι διάφοροι δυσχερείς τελωνειακαί διατυπώσεις όσον αφορά τας επισκευάς πλοίων, κατέστησαν πλέον αδύνατον την συνέχισιν της δραστηριότητος των Μηχανουργείων»
4. Ανάπτυξη της μικρής βιοτεχνίας
Αυτή η εποχή παρήγαγε υπεραξία κατεξοχήν από τις μικρές βιοτεχνίες.
5. Η δημιουργία και το τέλος της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας
Μιας προσπάθειας που ενώ αρχικά υπερνίκησε κατά κράτος τον σκληρό και αθέμιτο ανταγωνισμό των «αντιπροσώπων-μεσαζόντων», τελικά όμως, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, υποχώρησε κάτω από την συμμαχία αυτών με τον κρατικό μηχανισμό και τους εκάστοτε «πολιτειακούς» εκπροσώπους του.
6. Οι επιπτώσεις των ενισχύσεων της ΕΟΚ στην παραγωγή
Στο οικονομικό τεύχος της Eurobank Οκτώβριος του 2011 αναφέρεται[3]:
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο γεωργικός τομέας. Η γεωργία, δέχθηκε μεταξύ́ 1962-2009 ακαθάριστα ποσά αξίας €169 δις σε σταθερές τιμές 2010.
Ένδειξη της αναποτελεσματικότητας των χορηγηθέντων κεφαλαίων είναι το γεγονός ότι το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα (Γεωργία, δασοκομία και αλιεία) στο ΑΕΠ μειώθηκε από το 20% το 1960, και 15,6% το 1980, στο 4,8% το 2010.
Αναμφισβήτητη απόδειξη αποτυχίας αποτελεί το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, το οποίο από πλεονασματικό, πριν την έναρξη των προγραμμάτων ενίσχυσης, μεταβλήθηκε σε ελλειμματικό από το 1981 κι έκτοτε επιδεινωνόταν συνεχώς για να φτάσει το 2008 τα -3δισ.€. (στοιχεία ΥΠΑΝΤ).
Τα προηγούμενα χρόνια εισέρρευσε στη χώρα πακτωλός χρημάτων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αλλά και από εθνικούς πόρους, μέσω των αναπτυξιακών νόμων και των επενδυτικών προγραμμάτων, των ενισχύσεων και των επιδοτήσεων. Παρότι οι πόροι αυτοί προορίζονταν για την ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού και τον εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση της οικονομικής δομής της χώρας, σε μεγάλο βαθμό κατευθύνθηκαν στην ενίσχυση των προσωπικών εισοδημάτων και της κατανάλωσης, ως τμήμα μίας ευρύτερης διαδικασίας πελατειακής συναλλαγής Κράτους, πολιτών -ψηφοφόρων και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας.»
Με την είσοδό μας στην Ευρωζώνη και την υιοθέτηση σκληρού νομίσματος, επήλθε ένα ισχυρό κτύπημα στις εξαγωγικές βιομηχανικές μονάδες οι οποίες και παρήγαγαν μαζικό βιομηχανικό προϊόν.
Μεταξύ του 2003 και του 2010 το ΑΕΠ αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 30% από 172 δις σε 230 δισ.
Μήπως τα δανεικά χρησιμοποιήθηκαν για παραγωγικές επενδύσεις; Όχι, χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν μια ανεξέλεγκτη, θα έλεγα παρανοϊκή, κατανάλωση…. Αποτέλεσμα, ήταν η δημιουργία του μεγαλύτερου εμπορικού ελλείμματος στην Ευρωζώνη, το οποίο καλυπτόταν από δανεισμό, κυρίως μέσω του δημοσίου, ο οποίος δανεισμός με τη σειρά του δημιουργούσε ένα ανεξέλεγκτο χρέος.
7. Πτώχευση όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα
Το πολιτειακό σύστημα της χώρας μας προκειμένου να μπορέσει πάλι να λάβει νέα δάνεια για να προστατέψει και συντηρήσει όλον αυτόν το πελατειακό κράτος και τους διαφόρους συγκατανευσιφάγους του (τράπεζες, εργολάβους, κρατικούς αξιωματούχους, ΜΜΕ, κλπ), φρόντισε να μεταφέρει τα βάρη του στους πολίτες, ώστε να καταστήσει τελικά και τον ιδιωτικό τομέα πτωχευμένο, με έναν τρόπο όχι μόνο κοινωνικά άδικο αλλά και οικονομικά ατελέσφορο.
8. Τεχνολογική καινοτομία και Παραγωγή στη Δύση
Σήμερα η ίδια η βιομηχανική παραγωγή της Δύσης, εκτός της Γερμανίας, έχει μεταφερθεί στον τρίτο κόσμο.
Οι συνθήκες που επέτρεψαν στην Αμερική να ηγηθεί στην πραγματική τεχνολογική καινοτομία, η οποία και βασίστηκε στα μικρά διάσπαρτα γκαράζ και στις μικρές βιοτεχνίες, έπαψαν προ πολλού να υπάρχουν.
Στην μέγιστη πλειονότητα των αμερικανικών εταιρειών ουσιαστικά απουσιάζει το R&D. Επαφίενται στην συναρμολόγηση εξαρτημάτων κατασκευασμένων στην Κίνα ή αλλού με ότι κι αν σημαίνει αυτό.
9. Βιομηχανία μεταποίησης στην Ελλάδα.
Βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής βιομηχανίας είναι το πολύ μικρό μέγεθος των παραγωγικών μονάδων.
Το 2014 το 95% των μεταποιητικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα απασχολούν 1 έως 9 άτομα (πολύ μικρές επιχειρήσεις).
Το 2013 δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταποίησης 57.736 επιχειρήσεις και απασχολούν το 18,5% των εργαζομένων (320.000).
Στην Ελλάδα οι μεταποιητικές βιοτεχνίες, λόγω ακριβώς του μικρού τους μεγέθους, σχεδόν ποτέ δεν είχαν τα απαραίτητα κεφάλαια για μεγάλες επενδύσεις. Οι παραγγελίες και οι ανάγκες που είχαν να εξυπηρετήσουν, ήταν πολύ μικρές σχετικά με τις αντίστοιχες βιομηχανίες της αναπτυγμένης Δύσης.
Το R&D και οι «πατέντες» είναι η καθημερινότητά τους.
Η εμπλοκή των Ελλήνων μαστόρων με προϊόντα και τεχνολογίες διαφορετικών κλάδων, τους παρότρυνε και ταυτόχρονα τους υποχρέωσε να αναπτύξουν, από πολύ νωρίς, την αντίληψη δημιουργικής σύνθεσης των διαφόρων τεχνολογιών, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους στο βιομηχανικό βορρά, όπου εξειδικεύονται συνήθως σε μία τεχνολογία μέχρι το πέρας της παραγωγικής τους ζωής.
10. Οι επικρατούσες πηγές χρηματοδότησης είναι αυτές που καθορίζουν και τον τύπον ανάπτυξης που θα έχεις.
Αυτές σήμερα είναι κύρια 2 ειδών:
- Των επενδυτών – funds. Οι επενδυτές αυτοί κυνηγούν το γρήγορο κέρδος και την άμεση ρευστοποίηση αυτού.
- Οι τράπεζες οι οποίες χρηματοδοτούν την ασφάλεια.
Μετά από εννέα χρόνια συνεχούς κρίσης το αποτέλεσμα είναι:
Από την μία η συνέχιση της καταστροφής του παραγωγικού ιστού της χώρας μας, ενώ όσο αφορά τη νεανική επιχειρηματικότητα αυτή εξαντλείται σε σχήματα ολιγάριθμων ατόμων που επικεντρώνεται βασικά στη δημιουργία applications στον τομέα των υπηρεσιών με ορίζοντα διάρκειας μόνο λίγων ετών.
Ο στόχος για να θεωρηθούν επιτυχημένες είναι:
1. Να εξαγορασθούν άμεσα από μεγάλες εταιρείες, οι οποίες και θα τις εντάξουν στα στρατηγικά τους σχέδια, μεταφέροντας τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό.
2. Να καταφέρουν να πείσουν τις διάφορες εταιρείες συμμετοχών – funds να επενδύσουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Ακόμα όμως και τότε το σχήμα αυτό είναι εξαιρετικά θνησιγενές, διότι αυτές οι εταιρείες ενδιαφέρονται να βγούνε όσον το δυνατόν πιο σύντομα, συνήθως μετά από 3-5 χρόνια, δημιουργώντας πολύ γρήγορα υπεραξίες valuations.
11. Η αναγκαιότητα υιοθέτησης ενός Ενδογενούς Παραγωγικού Σχεδίου
Ποιο είναι το υπ αριθμόν ένα πρόβλημα της χώρας;
Δεν είναι άλλο από την ενδογενή ή όχι δυνατότητά της να παράξει πλούτο.
- Μια οικονομία στην οποία το εισόδημά της ανακυκλώνεται μεταξύ καταστημάτων ρουχισμού, καφετεριών και σουβλατζίδικων, δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάπτυξη.[6]
- Την κρίση δεν την έφεραν ούτε η Τρόικα, ούτε το ΔΝΤ, ούτε οι Γερμανοί όπως κραυγάζει η εύκολη δημαγωγία. Η κρίση ήταν αναπόφευκτη και τίποτα δεν μπορούσε να την αποτρέψει.[7]
Το σύνολο του σημερινού πολιτικού προσωπικού προέρχεται, αν ποτέ του έχει εργασθεί, από τους αποκαλούμενους διεθνώς προστατευόμενους τομείς της οικονομίας (κράτος, εκπαίδευση, κατασκευές, τράπεζες, εμπόριο, δημοσιογράφοι και υπηρεσίες). Δηλαδή ακριβώς από τους τομείς οι οποίοι κατέστρεψαν και συνεχίζουν να καταστρέφουν το ελληνική οικονομία.
Αυτοί που είναι μέρος του προβλήματος.
Αν θέλανε να συγκροτήσουν στην πραγματικότητα ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση, τότε θα έπρεπε να αναγνωρίσουν όχι μόνο σαν βασικούς συνομιλητές τους αλλά και σαν καθοδηγητές τους, όλους αυτούς που μπορούν να το στηρίξουν, να το κάνουν προσωπικό τους ζήτημα, σηκώνοντας κυριολεκτικά στην πλάτη τους αυτό το τιτάνιο έργο της εξόδου της χώρας μας από την κρίση.
Ένα τέτοιο σχέδιο
- είναι αδύνατο να δημιουργηθεί μέσα σε γραφεία από οιοσδήποτε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ως δια μαγείας, στο όνομα της κοινωνίας αλλά με απούσα αυτήν,
- είναι αδύνατο να συμβεί χωρίς την αληθινή αφύπνιση και συμμετοχή της ιδίας της κοινωνίας,
- και η ίδια η κοινωνία είναι αδύνατο να συμμετέχει αν δεν διαθέτει σαφέστατη συγκεκριμένη ανάλυση του πραγματικού ζητήματος, των αληθινών προοπτικών που ανοίγονται και της πραγματικής υποκειμενικής της δυνατότητας να συνεισφέρει στη λύση, όχι απλά σαν ψηφοφόρος αλλά κυρίως σαν ενεργό κοινωνικό και παραγωγικό υποκείμενο.
12. Ποια είναι όμως αυτή η Στρατηγική για την ελληνική οικονομία;
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ορίσουμε είναι το εξής:
- Θέλουμε μια ανάπτυξη τύπου «Μπαχάμες» βασιζόμενη ουσιαστικά στις ξένες επενδύσεις; ή
- μια ανάπτυξη που να βασίζεται στην εγχώρια παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας;
Αυτό τουλάχιστον πρέπει να απαντηθεί.
Αν όμως θέλουμε μια ανάπτυξη που να βασίζεται στη δεύτερη επιλογή τότε πρέπει τουλάχιστον να απαντηθούν τα εξής απλά ερωτήματα:
- Τι μπορούμε να παράγουμε καλά σήμερα σε αυτόν τον τόπον;
- Τι θέση μπορεί να έχει το προϊόν αυτό στις διεθνείς αγορές;
και φυσικά
Ποιοι είναι αυτοί που θα το παράγουν;
- Ποια είναι αυτά που τους εμποδίζουν μέχρι σήμερα να παράγουν αυτό το προϊόν
- Ποιες είναι οι ανάγκες τους σήμερα;
- Τι συμβαίνει στα αλήθεια, οι Γερμανοί είναι καλύτεροι απο εμάς στην παραγωγή σύνθετων προϊόντων ή απλώς δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά μια και οι ίδιοι μας έχουν επιβάλλει τις προδιαγραφές τους που αποκλείουν την δυνατότητά μας να εξάγουμε;
- Μήπως θα έπρεπε να αντεπιτεθούμε δημιουργώντας τις δικές μας προδιαγραφές, αρχίζοντας τουλάχιστον από τις κρατικές προμήθειες και φθάνοντας στις εξαγωγές;
- Είναι πλέον γνωστό ότι οι τράπεζες μας είναι πτωχευμένες, το δε κράτος επίσης. Μήπως αντί να ψάχνουμε για καινούργια λεφτά και δάνεια, θα έπρεπε να εξαλείψουμε όλα τα άδικα κόστη που επιβαρύνουν σήμερα τον παραγωγικό ιστό; και πιστέψτε με είναι πάρα μα πάρα πολλά.
- Δεν θέλουμε άλλα δάνεια για να πληρώνουμε την θηλιά στο λαιμό μας!
- Θέλουμε επενδύσεις έτσι γενικά και αν όχι τελικά ποιες;
- Με ποιόν τρόπο μπορεί να συμβεί μια ουσιαστική αποκέντρωση;
- Πως είναι δυνατόν να ενισχυθεί στην πράξη η ανάπτυξη προϊόντων με μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία, τη στιγμή που λεφτά δεν υπάρχουν;[8]
- Τα παραγόμενα προϊόντα πρέπει να απευθύνονται βασικά στην κάλυψη των εσωτερικών αναγκών ή στις εξαγωγές και πως μπορεί να συμβεί αυτό;
- Ποιες είναι οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές, προκειμένου όλα αυτά να μπορούν να συμβούν;
- Τι πρέπει να αλλάξει στη λειτουργία του κράτους, να μην μπορεί να μας τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια μας.
Δεν υπάρχει ένα manual που να περιέχει όλες τις λύσεις για πάσα νόσο. Ούτε και μπορεί να υπάρξει διότι άλλως δεν θα υπήρχε και επιχειρηματικότητα.
Οι προτεινόμενες λύσεις και διέξοδοι δεν μπορούν παρά να έχουν μόνο τοπική εφαρμογή.
Με απλά λόγια το παραγωγικό πρότυπο για μια περιοχή δεν σημαίνει αυτόματα ότι και ταιριάζει στις υπόλοιπες περιοχές τις Ελλάδας. Η ανάπτυξη π.χ. ενός μικρού νησιού δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η ίδια με ένα άλλο μεγάλο νησί. π.χ. στη Ρόδο ή στη Μύκονο.
Το σχέδιο αυτό βεβαίως θα το διαμορφώσουν οι ίδιοι οι τοπικοί παραγωγικοί φορείς. Το θέμα είναι πως θα διαμορφωθούν οι θεσμικοί εκείνοι κανόνες που θα επιτρέψουν σε αυτούς, όχι απλά να λένε την γνώμη τους, αλλά αντίθετα να συμμετέχουν οι ίδιοι στην διαμόρφωση των αποφάσεων που τους αφορούν.
Σήμερα έχει σημασία να παράγουμε τελικό προϊόν με υψηλή ελληνική προστιθέμενη αξία, ανεξάρτητα από το αν προβαίνουμε σε υποκατάσταση εισαγωγών ή όχι.
13. Η Ελλάδα μπορεί να βγει από την σημερινή κρίση πολύ πιο εύκολα από πολλές μεγάλες πρώην βιομηχανικές χώρες στη Δύση.
Σήμερα ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν να παράγουν σ’ αυτόν τον τόπο και προσπαθούν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να παράξουν πλούτο σε πείσμα όλων αυτών, μαζί και τα ΜΜΕ, που περιμένουν να τους σώσει ο Σόϊμπλε.
Έ ήμαρτον πια, υπάρχει και ο άλλος κόσμος, ο κόσμος της παραγωγής, ο οποίος σήμερα δεν έχει ακόμα φωνή, και πάνω του πέφτουν όλα τα δεινά που προκαλούν οι αδιέξοδες κυβερνητικές πολιτικές της χώρας μας.
Είμαστε μία μικρή χώρα και μπορούμε να παράγουμε ιδιαίτερο προϊόν, για ιδιαίτερες απαιτήσεις και υψηλής αξίας για τις μητροπόλεις του κόσμου. Εκεί έγκειται η δυνατότητα μας να υπερβούμε την κρίση.
Αρκεί η κοινωνία με όλες τις παραγωγικές της δυνάμεις να το κάνει δικό της ζήτημα. Δεν φθάνει απλώς να το απαιτήσει, αλλά πρέπει και να το κατακτήσει.
Αρκεί οι παραγωγοί, μαζί με την κοινωνία, που δεν έχει αντίρρηση να ζήσει μεν λιτά αλλά χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά της και τον πολιτισμό της, να προσπαθήσουν να επιβάλλουν νέους θεσμούς για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, επιτυγχάνοντας την ευημερία και την ευτυχία των πολιτών της.
Με μια κουβέντα, δίπλα στο εθνικό μας μότο «Ελευθερία ή Θάνατος» πρέπει να προσθέσουμε το εξής: «Παραγωγή ή Θάνατος».
Σημειώσεις[1] Ομιλία του Αλέξανδρου Οικονομίδη στην εκδήλωση του Άρδην στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιά στις 30 Ιανουαρίου 2017.
http://endogenis.blogspot.gr/2016/05/blog-post.html
Η συνεχής αύξηση του ΑΕΠ, ιδιαίτερα την δεκαετία της ΟΝΕ, συνιστούσε «ανάπτυξη»; Η απάντηση είναι πως δεν συνιστούσε «ανάπτυξη», ούτε σύγκλιση με την Ευρώπη, αλλά «παραίσθηση ανάπτυξης» και απόκλιση από την Ευρώπη.Μεταξύ του 2003 και του 2010 το ΑΕΠ αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 30% από 172 δις σε 230 δισ. Όμως, ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 90% από 168 δις. σε 326 δισ., δηλαδή από 96% σε 140% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, για κάθε 1 ευρώ αύξησης του κατά κεφαλή εισοδήματος, δανειζόμασταν 3!
Το 2014 η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία ΑΠΑ της μεταποίησης ήταν κατά 1.905,3 εκ. ευρώ (-14,6%) χαμηλότερη σε σχέση με την ΑΠΑ του 1995.
Στοιχεία από τη μελέτη του ΚΕΠΕ: Εξελίξεις και προοπτικές της μεταποίησης στην Ελλάδα Ιανουάριος 2016