Χριστόφορος Κάσδαγλης

Ένας «εφημεριδάς» ανασκοπεί την πορεία σταδιακής αποκαθήλωσης των εφημερίδων

Στις καλές εποχές, η καθημερινή έγνοια των δημοσιογράφων στις εφημερίδες ήταν πώς πήγε το φύλλο της προηγουμένης στο δελτίο των κυκλοφοριών.

Αυτό είχε ασφαλώς και την κακή του πλευρά, καθώς ευνοούσε φαινόμενα στην καλύτερη περίπτωση εντυπωσιασμού και στη χειρότερη κιτρινισμού, προκειμένου να επιτευχθεί η προσέλκυση περισσότερων αναγνωστών / αγοραστών. Είχε όμως και την καλή του πλευρά, γιατί επισφράγιζε την ιδέα ότι η εφημερίδα εκπροσωπεί ένα μέρος της κοινωνίας – σ’ αυτό το κοινό απευθύνεται και σ’ αυτό λογοδοτεί. Είχε κι ένα άλλο στοιχείο υγείας όλο αυτό, καθώς παρέπεμπε στην οικονομική αυτάρκεια της εφημερίδας – και η οικονομική αυτάρκεια κρινόταν κυρίως από την εμπιστοσύνη των αναγνωστών και όχι από άλλες πηγές εσόδων. Επομένως η εφημερίδα στηριζόταν πρωτίστως στην αξιοπιστία της, στην ποιότητά της, στις δημοσιογραφικές της επιτυχίες και αποκλειστικότητες (ή «αποκλειστικότητες»), στη μαχητικότητά της, στο ύφος με το οποίο παρενέβαινε στο πολιτικό παιχνίδι, ακόμα και στον πλουραλισμό της. Η κάθε μια, ανάλογα με τη φυσιογνωμία της, επεδίωκε ένα διαφορετικό μείγμα των παραπάνω αρετών.

Ανεπαισθήτως όμως, εκεί κάπου στο πρώτο ήμισυ της φοβερής δεκαετίας του ’90, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.  Δεν είχε πια τόση σημασία το δελτίο της κυκλοφορίας όσο το δελτίο του εμπορικού τμήματος: ο αριθμός και το τίμημα των διαφημιστικών καταχωρίσεων. Στις εφημερίδες δημιουργήθηκαν τμήματα μάρκετινγκ, οι διευθυντές των οποίων σταδιακά αποκτούσαν δύναμη πολύ μεγαλύτερη από τη δύναμη των αρχισυντακτών, καθώς έφερναν μπόλικο χρήμα από τους διαφημιστές και τα μίντια σοπς,  που δημιουργήθηκαν και ανδρώθηκαν εκείνη την περίοδο.

Κάτω απ’ αυτό το νέο μάνατζμεντ, η ερευνητική δημοσιογραφία υποχώρησε άτακτα, τα κείμενα μίκρυναν και οι φωτογραφίες μεγάλωσαν (λόγω και μιας λανθασμένης εκτίμησης για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί η επέλαση της ιδιωτικής τηλεόρασης), μειώθηκε η αξία της είδησης σε σχέση με την αξία της «υπογραφής». Όλ’ αυτά συνοψίζονται στην υιοθέτηση του λάιφ στάιλ, τόσο στην αισθητική όσο και στη δημοσιογραφική αντίληψη των εφημερίδων: θετική σκέψη, κοελισμός, απώθηση θλιβερών εικόνων και ιστοριών, μιμητισμός και φτηνή γλώσσα.

Αλλά και πάλι υπήρχαν κάποια κατάλοιπα υγείας σ’ αυτό το μοντέλο. Το δελτίο κυκλοφορίας διατηρούσε κάποιο μέρος της αξίας του αφού ενδιέφερε τους διαφημιστές, και στο κάτω κάτω η διαφήμιση αντιπροσώπευε επίσης ένα είδος οικονομικής αυτάρκειας, έστω και αν το τίμημα για την ποιότητα της εφημερίδας και τη σχέση της με τους αναγνώστες ήταν βαρύ.

Παράπλευρο αποτέλεσμα εκείνης της φάσης είναι η (διαφημιστική τουλάχιστον) απαξίωση των καθημερινών εφημερίδων (αν και για έναν εφημεριδά, νομίζω και για έναν αυθεντικό αναγνώστη, το καθημερινό φύλλο είναι η πραγματική εφημερίδα) και η υπερδιόγκωση των κυριακάτικων φύλλων που δεν τα λες «φύλλα» αλλά τόμους (ρωτήστε και τους εφημεριδοπώλες της εποχής). Στην ουσία επρόκειτο για πολυπεριοδικά.

Αλλά αυτό το μοντέλο, προϊόν ενός αυξημένου ανταγωνισμού είχε κοντά ποδάρια, δεν μπορούσε εύκολα να χρηματοδοτηθεί, οπότε περνάμε στη φάση όπου ο δημοσιογράφος της εφημερίδας αναγκάζεται πλέον να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία στο δελτίο της κυκλοφορίας αλλά ούτε και στα διαφημιστικά έσοδα, αλλά κυρίως στην εκάστοτε εμπορική προσφορά της κυριακάτικης εφημερίδας. Δεν έχει σημασία ποιο είναι το πρωτοδέλιδο θέμα, δεν έχουν ιδιαίτερη αξία τυχόν αποκλειστικότητες, υπογραφές ή άλλα δημοσιογραφικά καλούδια, αυτό που έχει σημασία και αυτό που διαφημίζεται προκειμένου να πουληθεί το πακέτο είναι τα cd, τα dvd και μια σειρά προϊόντα που προσφέρονται στον αναγνώστη – καταναλωτή είτε απευθείας, μέσα σε σακούλα μαζί με την εφημερίδα. είτε με κουπόνια. Δεν έλειψαν και οι κληρώσεις με έπαθλο διαρκή αγαθά μεγάλης αξίας ή ακόμα και μετρητά. (Σ’ αυτήν την ανάλυση δεν θα ασχοληθώ με το ζήτημα της διαφήμισης των εφημερίδων από τα τηλεοπτικά κανάλια, άλλη πονεμένη ιστορία…)

Κάπως έτσι πριονίσαμε το κλαδί στο οποίο καθόμασταν.

Αλλά το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Σύντομα έφτασε η στιγμή που τίποτα απ’ αυτά δεν είχε πλέον σημασία. Τα μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα μπήκαν το ένα μετά το άλλο στο χρηματιστήριο, οπότε το μόνο που ήσουν υποχρεωμένος να κοιτάς κάθε μέρα δεν ήταν ούτε το δελτίο, ούτε τα διαφημιστικά έσοδα, ούτε οι εκάστοτε προσφορές – μονάχα η τιμή της μετοχής στο ταμπλώ.

Κι έπειτα, ήρθαν οι τράπεζες. Κατά εκπληκτικό τρόπο τα έσοδα που είχαν εισρεύσει στις τσέπες των εκδοτών δεν μείωσαν τον τραπεζικό δανεισμό των επιχειρήσεων. Συνέβη το αντίστροφο: Ο δανεισμός των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατακόρυφα, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε στο έπακρο και το σπορ των μετοχοδανείων. Τα λεφτά του χρηματιστηρίου εξανεμίστηκαν και οι εφημερίδες βρέθηκαν αιχμάλωτες των τραπεζών.

Το αποτέλεσμα ήταν η ευθυγράμμισή τους με τη συστημική πολιτική γραμμή που είχαν ήδη επιλέξει οι τηλεοράσεις, η έκλειψη της πολυφωνίας, η υποστολή κάθε κριτικής φωνής. Οι απολύσεις που επακολούθησαν, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, στέρησαν από τα εφημερίδες τις τελευταίες αιρετικές φωνές και υπέσκαψαν τελειωτικά τον πλουραλισμό στο εσωτερικό τους. Η αξιοπιστία τους επλήγη ανεπανόρθωτα.

Πολλοί λένε ότι η κρίση του Τύπου αποτελεί μέρος της γενικότερης οικονομικής κρίσης (φυσικά αναφέρεται παράλληλα και η καταλυτική επίδραση του Ίντερνετ, φαινόμενο παγκόσμιας κλίμακας, με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε εδώ). Προσωπικά πιστεύω ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο: Η κρίση του Τύπου προηγήθηκε κατά τουλάχιστον μια πενταετία (αν όχι δεκαετία) της οικονομικής κρίσης! Σε μια πιο αυστηρή εκδοχή, την οποία προσωπικά συμμερίζομαι, ήταν από τις γενεσιουργές της αιτίες τουλάχιστον στο αξιακό της κομμάτι, που είναι και το πιο καίριο.

Η ουσία είναι ότι οι εφημερίδες, τα ΜΜΕ γενικότερα, την ώρα της κρίσης βρέθηκαν στα νύχια των τραπεζών. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, καθοριστικό ρόλο έπαιξε το προϋπάρχον σύστημα της διαπλοκής, το οποίο στην ώρα της κρίσης μετατράπηκε στο γνωστό τρίγωνο πολιτική εξουσία – ΜΜΕ – τράπεζες, που με τόσο αποκαλυπτικό τρόπο είχαν αναλύσει και περιγράψει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας κατά την επέλασή τους για την κατάκτηση της εξουσίας. Έχοντας πλήρη επίγνωση, αυτό ήταν το πιο εντυπωσιακό, του πόσο εκτεταμένη είχε γίνει η απαξίωση των ΜΜΕ λόγω της συστημικής συμεριφοράς τους.

Μπορείς αν θέλεις να γελάσεις εις βάρος μου, αλλά η αλήθεια είναι πως ένα από τα στοιχεία που με τράβηξαν περισσότερο εκείνη την περίοδο προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ειλικρίνεια και το θάρρος με τα οποία άσκησαν κριτική στην καθυπόταξη των ΜΜΕ από την πολιτική και την τραπεζική εξουσία. Ήταν στα μάτια μου ένα θετικό σημείο το γεγονός ότι για πρώτη φορά πολιτικό κόμμα -ακόμα και της Αριστεράς- τολμούσε να σηκώσει το ανάστημα και να καταγγείλει ευθέως τη διαπλοκή, αυτό που ζούσαμε δηλαδή τόσα χρόνια ως κοινωνία, ενώ ως δημοσιογράφοι το υφιστάμεθα από μέσα, αλλά κανείς πολιτικός δεν έπαιρνε το ρίσκο να το πει δημόσια για να μην τον καταπιεί το σκοτάδι της αφάνειας.

Προσέξτε, όμως, το υπαινίχθηκα ήδη: Κανείς δεν έχει αναλύσει καλύτερα από ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας τις παραμέτρους της εξάρτησης των ΜΜΕ από το τριγωνικό σύστημα της διαπλοκής…

Via : kasdaglis.wordpress.com