Νικόλ Λειβαδάρη
Το δίλημμα Σόιμπλε δεν έχει μόνον μία ανάγνωση, ούτε έναν και μοναδικό αποδέκτη. Και η τελική απάντηση που θα λάβει μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις στο ελληνικό ζήτημα και την ευρωζώνη πολύ πέραν της β’ αξιολόγησης.
Στην πραγματικότητα, το μήνυμα (και το δίλημμα) Σόιμπλε δεν ήρθε εν κενώ αλλά εν όψει, και υπό την πίεση, της «εποχής Τραμπ». Διότι, κατά τις πληροφορίες από κοινοτικές πηγές, σε Βρυξέλλες και Βερολίνο έχει ήδη διαμηνυθεί με σαφήνεια πως μετά και την επίσημη αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο, το ΔΝΤ δεν θα έχει το παραμικρό περιθώριο να μετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα εάν δεν ικανοποιηθούν οι – «καταστατικοί», όπως σημειώνεται – όροι που θέτει.
Δηλαδή, είτε η γενναία μείωση του χρέους και των στόχων για τα πλεονάσματα, είτε η λήψη μέτρων 4 έως 5 δις για να διασφαλιστούν τα πλεονάσματα του 3,5% και μετά το 2018. Το πρώτο είναι απαγορευτικό για το Βερολίνο και το δεύτερο για την Αθήνα.
Τα μηνύματα προς Αθήνα και Βρυξέλλες
Κατόπιν τούτου, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – με μια κίνηση τακτικής κατ’ αρχάς, αλλά με βάθος στη δυναμική της – ζητά ευθέως από την ελληνική κυβέρνηση, την Κομισιόν, και το Παρίσι να αποφασίσουν τι επιλέγουν:
Να κλείσει άμεσα η συμφωνία με το ΔΝΤ και με τα σκληρά μέτρα που εκείνο ζητά ή να πάμε σε τροποποίηση, και ενδεχομένως επιμήκυνση, του προγράμματος με επίσης αυστηρά μέτρα και με τον ESM στον ρόλο του ΔΝΤ;
Εν ολίγοις, ζητά από την Αθήνα να επιλέξει εάν προτιμά το ΔΝΤ του Τόμσεν ή το «ευρωπαϊκό ΔΝΤ» του Σόιμπλε, και από την Κομισιόν να αποφασίσει εάν θα σκληρύνει την στάση της ως προς την τήρηση των περίφημων κανόνων ή θα αποδεχθεί μεταβίβαση του ρόλου και των εξουσιών της στον γερμανοκρατούμενο ESM του Κλάους Ρέγκλινγκ.
Ταυτοχρόνως, δε, όπως επεσήμανε και η Handelsblatt, στέλνει μήνυμα και στους «δικούς του» Χριστιανοδημοκράτες να είναι έτοιμοι για υπαναχωρήσεις προκειμένου το ελληνικό ζήτημα να μην διαταράξει τη γερμανική προεκλογική περίοδο.
Γιατί η κυβέρνηση δεν θέλει το ΔΝΤ
Η απάντηση του Μαξίμου στο δίλημμα ήταν εξαιρετικά γρήγορη και θετική στην προοπτική αποχώρησης του ΔΝΤ. Η κυβέρνηση θέλει να φύγει το ΔΝΤ, και δεν το κρύβει, για δύο βασικούς λόγους:
Ο ένας – στον οποίον συνηγορούν σθεναρά όσοι υπουργοί έχουν περάσει από τη διαδικασία της μακράς διαπραγμάτευσης με τους δανειστές – είναι πως το Ταμείο έχει «σταθερά τις πιο ακραίες θέσεις και απαιτήσεις». Η δε άποψη ότι «εάν δεν υπήρχε το ΔΝΤ, η αξιολόγηση θα είχε κλείσει» είναι και η κρατούσα στις τάξεις των κυβερνητικών στελεχών.
Ο δεύτερος είναι η πεποίθηση πως, χωρίς το Ταμείο, η διαπραγμάτευση στην Ευρώπη θα είναι «περισσότερο πολιτική και λιγότερο τεχνοκρατική και δογματική» όπως λέει κυβερνητικός παράγοντας που έχει μετάσχει στη διαπραγμάτευση, σπεύδοντας μάλιστα να σημειώσει: «Κι ο ίδιος ο Σόιμπλε, άλλωστε, σε έναν χρόνο μπορεί να μην είναι καν υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας».
Ο αντίλογος στην άποψη αυτή, σε Αθήνα και Βρυξέλλες, λέει ότι ο Σόιμπλε δεν είναι μόνος, αλλά ηγείται ενός ολόκληρου πολιτικού, οικονομικού και τραπεζικού συστήματος που θα παραμένει ισχυρό και μετά τις γερμανικές εκλογές.
Οι τρεις πιθανές παγίδες
Οι δε λιγότερο αισιόδοξοι του κυβερνητικού στρατοπέδου εκπέμπουν προβληματισμό για τρία κυρίως ζητήματα:
- Την μακρά νέα διαπραγμάτευση και καθυστέρηση που μπορεί να επιφέρει η μεταβίβαση του ρόλου του ΔΝΤ στον ESM και η τροποποίηση του ισχύοντος προγράμματος.
- Την αποδυνάμωση του ρόλου της Κομισιόν στην περίπτωση που η δημοσιονομική εποπτεία μεταβιβαστεί πλήρως στον ESM. Η Κομισιόν κι ο Γιούνκερ, με όλα τα κατά καιρούς προβλήματα, ήταν και είναι μέχρι στιγμής ο μεγαλύτερος σύμμαχος της κυβέρνησης.
- Την απώλεια δυναμικής στην υπόθεση του χρέους σε περίπτωση πλήρους αποχώρησης του ΔΝΤ. Το Ταμείο είναι εκείνο που ζητά επίμονα τη γενναία μείωση του χρέους. Αντιθέτως ο ESM, ακόμη και εκ του καταστατικού του, είναι αρνητικός σε οποιαδήποτε ριζική απομείωση χρέους.
«Η απόφαση για την ελάφρυνση του χρέους είναι ήδη ειλημμένη σε αμιγώς ευρωπαϊκό επίπεδο και έχει ήδη αρχίζει να εφαρμόζεται», είναι η απάντηση που έδινε χθες υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος σ’ αυτό το τελευταίο ερώτημα.
Ο ίδιος, δε, πρόσθετε πως «και τα μεσοπρόθεσμα, και τα μακροπρόθεσμα μέτρα αποτελούν απόφαση του Eurogroup από τον περασμένο Μάιο, κι αυτή η απόφαση δεν μπορεί να αναιρεθεί είτε μείνει το Ταμείο, είτε φύγει».
Στην Ευρώπη όμως των… ευέλικτων πολιτικών αποφάσεων και των μεγάλων πολιτικών αντιφάσεων, τίποτα δεν θεωρείται απολύτως δεδομένο και τίποτα δεν είναι αμετάκλητο. Όπως απέδειξε και αυτή καθ’ αυτή η ντρίπλα Σόιμπλε. Που έθεσε υπό – θεωρητική έστω – αίρεση το έως τώρα γερμανικό ταμπού της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα…
Via : tvxs.gr