Νίκος Γραικούσης
Το πιο συνηθισμένο γεγονός σε ένα νοικοκυριό, είναι η σύνταξη της λίστας με τα ψώνια την οποία είτε αποστηθίζουμε είτε κρατάμε ανά χείρας σ το μπακάλικο ή στο super market της γειτονιάς.
Η λίστα αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αποτύπωση των άμεσων αναγκών μας σε τρόφιμα και λοιπά είδη καθημερινής ανάγκης.
Αποτελεί δε, ένα μεγάλο μέρος της πάγιας δαπάνης μας αν όχι το μεγαλύτερο.
Με ποιο τρόπο διαμορφώνουμε αυτή η λίστα;
Στην αρχή γράφουμε την ονομασία των προϊόντων προς αγορά και στη συνέχεια, αν θέλουμε να την εμβαθύνουμε, προχωράμε και σε δευτερογενή ανάλυση γράφοντας τη μάρκα και την ποσότητα του είδους που θέλουμε να αγοράσουμε. Η τελική επιλογή γίνεται μπροστά στο ράφι και είναι συνδυασμός της ποιότητας που θεωρούμε ότι έχει το προϊόν και της τιμής του.
Η επιλογή ενός προϊόντος γίνεται με βάση:
- την αγοραστική συνήθεια
- την γευστική ή ποιοτική προτίμηση
- την πίστη στη διαφήμιση και στο ενσωματωμένο στο προϊόν μάρκετινγκ
- για τυχαίο λόγο.
Αν είσαι ευχαριστημένος/η με αυτό που συμβαίνει γύρω σου και θεωρείς ότι ο σημερινός τρόπος ζωής και συμπεριφοράς είναι αυτός που πρέπει να είναι, σταμάτα την ανάγνωση του άρθρου εδώ.
Αν όμως θεωρείς ότι μας αξίζει κάτι καλύτερο για το οποίο πρέπει όλοι μας να κάνουμε το κάτι παραπάνω, προτείνω μια εναλλακτική προσέγγιση του τρόπου επιλογής των καθημερινών μας ειδών, σύμφωνα με την οποία αν όλοι μας την κάναμε πράξη έστω για μια ημέρα, θα πραγματοποιούσαμε τη μεγαλύτερη και αναίμακτη επανάσταση του αιώνα.
Τρεις ερωτήσεις είναι αναγκαίες και αρκετές, πριν απλώσουμε το χέρι μας στο ράφι ή πριν αποφασίσουμε την όποια αγορά:
1.- Ποιος είναι ο παραγωγός;
2.- Που παράγει το προϊόν του;
3.- Πως το παράγει;
Ποιος: Το ονοματεπώνυμο του παραγωγού είναι αναγκαίο για να γνωρίζουμε αν είναι μεμονωμένος παραγωγός ή μικρομεσαία επιχείρηση ή κάποια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία. Αν είναι συνεταιρισμός ή ομάδα παραγωγών σε συνεργατικό σχήμα.
Η ωφελιμότερη επιλογή μας σαφώς πρέπει να είναι αυτή η οποία διαχέει τον πλούτο (τα ευρώ μας) σε όσο το δυνατό μεγαλύτερες ομάδες παραγωγών, οι οποίες απολαμβάνουν τον κόπο της εργασίας τους χωρίς ή με ελάχιστους μεσάζοντες.
Έτσι λοιπόν τα συνεταιριστικά προϊόντα έρχονται πρώτα στην προτίμηση μας και ακολουθούν αυτά των μεμονωμένων παραγωγών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Σε τελευταία δε επιλογή τα προϊόντα των πολυεθνικών ή άλλων επιχειρήσεων, η αγορά των οποίων σημαίνει ολιγοπώλιο, συσσώρευση πλούτου σε ελάχιστα πρόσωπα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία οικονομικού και εν τέλει δημοκρατικού ελλείμματος.
Που: Η τοποθεσία της παραγωγής είναι αναγκαίο στοιχείο πληροφόρησης γιατί καθορίζει την τοπικότητα – εθνικότητα, την ποιότητα και το οικολογικό αποτύπωμα του προϊόντος.
Η τοποθεσία παραγωγής μας δείχνει (εν μέρει) το ποσοστό της προστιθέμενης αξίας, που έχει ενσωματώσει το προϊόν στον ενιαίο οικονομικό χώρο που καταναλώνεται (πχ Ελλάδα).
Η απόσταση δε του τόπου παραγωγής από τον τόπο κατανάλωσης, μας δείχνει το οικολογικό αποτύπωμα της παραγωγής. Όσο μεγαλύτερη η απόσταση τόσο δυσμενέστερο το οικολογικό αποτύπωμα.
Ο τόπος παραγωγής επίσης μας πληροφορεί σχετικά με τις ποιοτικές και γεωγραφικές συνθήκες παραγωγής (μολυσμένο έδαφος, τοξικότητα περιβάλλοντος, αντίξοες καιρικές συνθήκες κλπ)
Πως: Η γνώση του τρόπου παραγωγής είναι αναγκαία για την εξέταση της ποιότητας του προϊόντος καθώς και των εργασιακών συνθηκών με τις οποίες αυτό παράγεται.
Η χρησιμοποίηση μεταλλαγμένων ουσιών, χημικών λιπασμάτων και λοιπών βλαβερών ουσιών κατά τη διάρκεια της παραγωγής είναι απαγορευτικός παράγοντας προτίμησης ενός προϊόντος.
Πολύ δε περισσότερο αν στο προϊόν αυτό έχει ενσωματωθεί και επαχθής εργασία (παιδική, απλήρωτη, επικίνδυνη, υπερεργασία κλπ).
Η ενσωμάτωση των παραπάνω πληροφοριών στη διαδικασία επιλογής, μετατρέπει την απλή αγορά ενός καθημερινού προϊόντος σε ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ.
Δηλαδή, εμείς οι ίδιοι αποφασίζουμε τον τρόπο της παραγωγής και τον τρόπο της διανομής του πλούτου τουλάχιστον σε τοπική – εθνική κλίμακα.
Με τον παραπάνω τρόπο καταναλωτικής συμπεριφοράς διαχέουμε τον πλούτο σε ολόκληρο το φάσμα της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας, δίκαια, οικολογικά, αμείβοντας αυτούς που πραγματικά εργάζονται για να παράγουν το προϊόν που έχουμε ανάγκη.
Στην παραπάνω διαδικασία, που αποτελεί ταυτόχρονα και μια πρόταση για μια νέα καταναλωτική συμπεριφορά, μπορούν να υπάρξουν δύο ενστάσεις:
- Τι γίνεται στην περίπτωση που η τιμή των προϊόντων που οφείλω να επιλέξω είναι ακριβότερη των άλλων και δεν διαθέτω το απαιτούμενο εισόδημα; και
- Πως μπορώ να κατέχω ολόκληρο τον όγκο των πληροφοριών που χρειάζεται για να πάρω τη σωστή απόφαση;
Καταρχήν θα πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι αν θέλουμε ένα καλύτερο μέλλον, αυτό θα κατακτηθεί από εμάς τους ίδιους και δεν θα μας χαριστεί από άλλους.
Όπως όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις, έτσι και η παραπάνω απαιτεί θυσίες.
Στη συγκεκριμένη πρώτη περίπτωση η θυσία θα είναι οικονομική. Ο καθένας θα συμβάλει με ένα μέρος του εισοδήματος του, που ο ίδιος θα αποφασίσει ποιο θα είναι, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του.
Στη δεύτερη περίπτωση θα χρειαστεί να διαθέσουμε ελάχιστο χρόνο μπροστά στον υπολογιστή μας ή ρωτώντας, για να αποκτήσουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για μια σωστή απόφαση.
Στην τελευταία περίπτωση θα βοηθούσε τα μέγιστα ένα καλά οργανωμένο (αλλά ανύπαρκτο στη χώρα μας) καταναλωτικό κίνημα.
Σαν παράδειγμα θα μπορούσαμε να καταθέσουμε το εξής:
Αν όλοι μας αποφασίζαμε να διαθέσουμε το 5% του εισοδήματος μας για την αγορά προϊόντων με την παραπάνω φιλοσοφία επιλογής, τότε 5-9 δις ευρώ ετησίως θα άλλαζαν τσέπες, διαχεόμενα από τους λίγους στους πολλούς.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα συνιστά ’’οικονομική επανάσταση’’, η οποία υπερβαίνει την όποια κυβερνητική πολιτική , υπερβαίνει το καθεστώς του όποιου μνημονίου. Συμβαίνει δε αναίμακτα και άμεσα.
Η ‘’λύση’’ θα βρίσκεται πάντα στο χέρι μας και στο μυαλό μας.
*Ο Νίκος Γραικούσης είναι μέλος του Δικτύου Ανανεωτικής Αριστεράς