Ελάχιστοι άνθρωποι κατορθώνουν να περάσουν τη ζωή τους, από τη γέννηση μέχρι το θάνατο, χωρίς τη βαθιά γνώση των δυνατοτήτων που απλόχερα μπορεί να προσφέρει ένα τραυματικό γεγονός, αλλάζοντας το τοπίο της ψυχής μας. Είναι τόσες πολλές οι τραυματικές εμπειρίες όλων μας: ο πόλεμος, ο βιασμός, ο αιφνίδιος θάνατος αγαπημένων, τα αυτοκινητικά ατυχήματα, οι σεισμοί, ο εκφοβισμός, η αιμομιξία, η ενδοοικογενειακή βία, ο ρατσισμός, η ομοφοβία, αλλά και οι συνέπειες των Μνημονίων στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, αν μιλήσουμε για τη χώρα μας, και αυτό, είναι μονάχα μια πρόχειρη λίστα, στην καλύτερη περίπτωση. Ακόμα και αν είναι κανείς αρκετά τυχερός για να αποφύγει ένα τραυματικό γεγονός, είναι βέβαιο ότι όλοι μοιραζόμαστε μια αίσθηση για την τρομακτική δύναμη του, που μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή.

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Όταν συμβαίνει ένα τραυματικό γεγονός, και αυτό παραμένει ασύνδετο με το υπόλοιπο της ζωής, διανοίγοντας ένα σχίσμα, τα ανέκφραστα τμήματα της μνήμης στοιχειώνουν τον επιζώντα, σαν ένα φάντασμα που είναι εκεί για να υπενθυμίζει τη βλάβη, αλλά και τη ζωή πριν από αυτήν. Και τα Μνημόνια είναι ένας βομβαρδισμός από τέτοια σχίσματα. Κάπως έτσι, το Μνημονιακό Τραύμα γέννησε το δικό του κόσμο, κάπου εκεί δίπλα στον κανονικό κόσμο, εκφράζοντας μια νέα τάξη πραγμάτων στην καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων. Στην απόκοσμη σφαίρα του τραύματος – στο φαντασιωσικό τοπίο του μυαλού μας – ταξιδεύουν οι αποσπασματικές αφηγήσεις αυτού που αποκαλύφθηκε, αλλά και ό,τι απέτυχε να έρθει στην επιφάνεια σε σχέση: με την αποφυγή του κακού, με την αντιμετώπιση του «κακοποιητή», αλλά και την ανάκτηση μιας αίσθησης ασφάλειας. Εδώ, μπορεί να βρει κανείς την γενέτειρα της θλίψης, αλλά και της δημιουργικότητας και της αλληλεγγύης, καθώς επίσης και την προέλευση των τραυματικών ιστοριών, αλλά και τη δυνατότητα διαγραφής τους. Και όλα αυτά, σε μια προσπάθεια για σύνδεση με ό,τι δεν μπορεί πλέον να είναι – ή να γίνει – καθώς το τραύμα απαιτεί το δικό του χώρο.

Στην πραγματικότητα, το Μνημονιακό Τραύμα διανοίγει ένα «μεταβατικό πεδίο» ανάμεσα στο «Εγώ» και στο «Εμείς». Ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό «είναι». Μια ενδιάμεση σφαίρα ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Μια ενδιάμεση περιοχή εμπειρίας ανάμεσα στο αυτό-αναφορικό «πιπίλισμα του δαχτύλου» και στο «παιχνίδι» με τη συλλογικότητα. Ένα μεταβατικό πεδίο ανάμεσα στην εσωτερική υποκειμενική (αντιληπτή) πραγματικότητα και στην εξωτερική «πραγματική» πραγματικότητα. Η κουλτούρα, η τέχνη, η θρησκεία, η φαντασιακή ζωή, η εμπνευσμένη δημιουργία, οι μύχιες σκέψεις και τα καλά κρυμμένα συναισθήματα, ακόμη και οι ιδεολογίες, κατακλύζουν το χώρο αυτό, διευκολύνοντας ή παρεμποδίζοντας τη συγκρότηση του συλλογικού.

Πρόκειται, εν τέλει, για το χώρο στον οποίο στηρίζεται – και εντός του οποίου συγκροτείται ή διαλύεται- το «συμβολικό». Το χοντρό παιχνίδι παίζεται εδώ. Κι ίσως πρόκειται γι’ αυτό που ο Gabriel Garcia Marquez ορίζει όταν λέει πως «όλα τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν τρεις ζωές: τη δημόσια, την ιδιωτική και τη μυστική».

Το Τραύμα, όπως και η αναγνώριση του Άλλου, δηλαδή η αναγνώριση της ετερότητας που δεν είναι «εγώ», είναι ένα πλήγμα για τον ναρκισσισμό. Και τα Μνημόνια ήταν ακριβώς αυτό. Ένα πλήγμα για τον ναρκισσισμό μας και την «παντοδυναμία» του. Και τώρα, ύστερα απ’ αυτή την απώλεια, προσπαθούμε τσαλαβουτώντας στα θολά νερά του μεταβατικού χώρου, να γεφυρώσουμε το «εγώ» με το «εμείς». Πλημμυρίζουμε το μεταβατικό χώρο με λογής-λογής μεταβατικά αντικείμενα για να γεφυρώσουμε την απώλεια. Ιδεολογίες και ιδεοληψίες, συλλογικότητες της κακιάς ώρας, μάταιοι έρωτες και «αριστερές» κυβερνήσεις, δεν είναι παρά το «κουβερτάκι» που πιπιλάμε μπας και σωθούμε απ’ την απώλεια. Όπως το «ευρώ», ένα νόμισμα, είναι το «λούτρινο αρκουδάκι» που μασουλάνε τα βρέφη του νεοφιλελευθερισμού.

Ο μεταβατικός χώρος είναι ένα στήριγμα, αλλά ταυτόχρονα και ένα εμπόδιο, ανάμεσα στο «εγώ» και στο «μη εγώ». Ένα στήριγμα, αλλά και ένα εμπόδιο ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο. Ένα «κάτι» που στηριζόμαστε για να υπάρξουμε ως άτομα, αλλά και ένα κάτι που μπαίνει ανάμεσα στις σχέσεις και τις υποθηκεύει.

Κι έτσι βάζουμε διαρκώς στη θέση της απώλειας, της έλλειψης, κάτι, για να πούμε ότι δεν λείπει.

Ο φαντασιωσικός αυτός μεταβατικός κόσμος που άνοιξε το Μνημονιακό Τραύμα, δεν είναι απαραίτητα ένας παθολογικός κόσμος, έτοιμος να καταβροχθίσει ένα, κατά τα λοιπά, υγιές μυαλό. Αντίθετα, μπορεί να είναι μια αντίδραση προσαρμογής στον πραγματικό κοινωνικό κόσμο που αμαυρώθηκε από τη αδυναμία προβλεψιμότητας, τον κίνδυνο, τη σκληρότητα, τη μοναξιά, και τη συνειδητοποίηση της απώλειας και του θανάτου. Σε ένα υγιές περιβάλλον, ο φαντασιωσικόςκόσμος του τραύματος μπορεί να οδηγήσει στην δημιουργική αυτο-έκφραση, καθώς και σε ευφάνταστες λύσεις απέναντι στις απειλές, αλλάζοντας, τόσο τους επιζώντες του τραύματος, όσο και τη συλλογικότητα τους.

Σε αντίθεση με την ατομοκεντρική κοσμοαντίληψη, που οδηγεί, αλλά και εκτρέφεται από τον  καπιταλισμό, κάθε απειλή για τον καθένα μας μπορεί να είναι μια απειλή για όλους μας. Εμμέσως, όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό είναι αλήθεια. Σαν ανθρώπινο είδος εξελιχθήκαμε για να μπορούμε να «διαβάσουμε» τα συναισθήματα και σ’ αυτά πρέπει να συμπεριλάβουμε τα σημάδια, τα σινιάλα, από τις ανείπωτες ιστορίες του Τραύματος μας. Μια οπτική αρκετά μακριά από μονοσύλλαβες απαντήσεις ή της αίσθησης ότι έχουμε αποξενωθεί από τις εσωτερικές ανησυχίες του απέναντι Άλλου. Ο φαντασιωσικός μεταβατικός κόσμος απαιτεί την ενέργεια και την προσοχή μας για να διατηρηθεί. Και το να αποτραβηχτεί κανείς από τη σύνδεση με τους άλλους, σημαίνει πως η απειλή ήταν συντριπτική, τόσο για την αντίληψη του ατόμου, όσο και για τη δυνατότητα της κοινότητας του να την απορροφήσει.

Σε κόσμους, σαν τον αρχαίο ελληνικό, που κατευθύνονταν από τους μύθους και τον κύκλιο τρόπο της ζωής, και όχι από την ψευδαίσθηση μιας αέναης γραμμικής προόδου, εκεί όπου το τραύμα ήταν ταυτόχρονα απειλή καταστροφής αλλά και η πηγή της δημιουργίας, εκεί ακριβώς, το τραύμα είναι μια δύναμη καταστροφική της ζωής, ναι, αλλά και ταυτόχρονα ένα από τα μεγαλύτερα κίνητρα, τόσο για την προσωπική, όσο και για την κοινωνική αλλαγή.

Η ψυχή, το σώμα μας, οι συλλογικότητες, όπως οι οικολογικές αιχμές από τις οποίες εξαρτώμεθα, είναι κύκλια, τόσο ως προς την ολοκλήρωση, όσο και ως προς την αποσύνθεση τους, είτε μας αρέσει είτε όχι. Αυτή η φυσική ροή έρχεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις του μοντέρνου πολιτισμού, όπου στόχος είναι η δημιουργία της ιστορίας, με την επικέντρωσή στη γραμμική προοδευτική εξέλιξη. Αλλά ξέρουμε πια, πως ό,τι έρχεται σε επαφή με την πρόοδο, συχνά καταδικάζεται στη σιγή, καταστέλλεται, αρνιέται ή αγνοείται. Ωστόσο, στις ζωντανές, κοινωνικά διασυνδεμένες και σε επαφή με τη φύση συλλογικότητες, το τραύμα δεν αποκλείεται, δεν εξοβελίζεται, ούτε μπαίνει κάτω από το χαλί μιας καψοχαράς. Είναι μέσα στη ζωή και στις πιθανότητες της. Μάλλον, όμως, αυτό είναι ένα Πολιτισμικό τρικ, ένα τέχνασμα, που έχει σαν συνέπεια την πολιτισμική αλλαγή, μαζί βέβαια με τις επιπτώσεις του τραύματος, αλλά και μαζί με τις ιστορίες που λέμε – και που δεν λέμε – για το πώς το Τραύμα μας αλλάζει.

Έχω μια διαίσθηση: Χωρίς το σώμα – και όσα υπαρξιακά ενσωματώνονται σε αυτό το τραύμα χάνει τις δυνητικά μετασχηματιστικές του πτυχές. Χωρίς το σώμα οι κινητήρες της αλλαγής, προσωπικής και συλλογικής, εξασθενούν. Υποψιάζομαι μάλιστα ό,τι ο σύγχρονος,  μεταμοντέρνος, πολιτισμός, ο πολιτισμός των «ασώματων υπερδιανοητικοποιημένωνκεφαλών», διαιωνίζει αυτό που ορίσαμε προηγούμενα ως μεταβατικό χώρο, αλλά με τα διασπαστικά του χαρακτηριστικά, σαν ένα στάσιμο ψυχολογικό χώρο διαφυγής, αντικαθιστώντας τον πιο εύπλαστο και παροδικό φαντασιωσικόκόσμο που διαμορφώνονταν στις παλαιότερες κοινωνίες του μύθου. Εκεί ακριβώς όπου ο μεταβατικός κόσμος-πεδίο, κατόρθωνε -στις κοινωνίες του μύθου-και προωθούσε την επανένταξη των αισθήσεων του σώματος και της επίγνωσης με την απόσχιση των τραυματικών αναμνήσεων, σήμερα παρατείνεται διαρκώς ένα βαλτώδες ψυχολογικό καταφύγιο.

Κι αυτό φαίνεται καθαρά, καθώς στη σύγχρονη εποχή, οι μεταβατικοί-διασπαστικοί χώροι είναι μέρος μιας μακράς ιστορίας  πρακτικών αφήγησης που αγνοούν σε μεγάλο βαθμό το σώμα και τη φωνή του. Αιώνες αποκλειστικής έγνοιας και ενασχόλησης με την πρόοδο και την καταστολή των επιπτώσεων τραύματος, πέταξαν την ίδια τη ζωή έξω από τις ιστορίες που διηγούμαστε. Όλο και περισσότερο, οι ιστορίες για το τραύμα αδυνατούν να κινηθούν στο πνεύμα του ακροατή, καθώς και ο ίδιος ο αφηγητής, αποτυγχάνει να ανακτήσει την αίσθηση της ψυχής και την επαφή με το συναίσθημα του. Μοιάζει πολύ με το κατακλυσμό των Twitter feeds, με τις ενημερώσεις στο Facebook, και τα αδρανή blogs που απλά μας κρατούν στο «ρεύμα», χωρίς να απαιτούν και πολύ την εμπλοκή μας. Οι προσπάθειές μας να εξιστορήσουμε το τραύμα με τρόπους που να μετασχηματίζουν τον εαυτό μας και την κοινωνία σκοντάφτουν συχνά σε μια συναισθηματική αποσύνδεση, αν όχι μια κόπωση της συμπόνιας μας, με τέτοιο τρόπο, ώστε μόνο τα πιο τρομακτικά και ιδιόμορφα τραύματα να απολαμβάνουν μια κάποια συναισθηματική αξία. Πρέπει να πνιγούν μερικές χιλιάδες άνθρωποι στη Μεσόγειο ή να μας “διατάξει” το Facebook «jesuisκάτι», για να αποδώσουμε μια κάποια συναισθηματική αξία στο γεγονός και αν.

Μπορούμε, τελικά, να θεραπεύσουμε το Μνημονιακό τραύμα; Μπορούμε να μάθουμε από αυτό; Μπορούμε να αλλάξουμε εξ’ αιτίας του; Και όλα αυτά είναι εφικτά χωρίς την επίγνωση για το πώς το ίδιο το σώμα μας υποφέρει από τις επιπτώσεις του;

Το σώμα είναι ανεξάντλητη πηγή για τα συναισθήματα και η αλεξιθυμία μας οφείλεται, σ’ ένα βαθμό, σε αυτή την αποσύνδεση από το ίδιο το σώμα μας. Για να ξεπεραστεί ο διασπαστικός-μεταβατικός χώρος, όταν ο αντίκτυπος του τραύματος απορρίπτεται ή αγνοείται, πρέπει ό,τι φανταζόμαστε και ό,τι θυμόμαστε να επανασυνδεθεί με τα έντονα συναισθήματα που οδήγησαν στην απόσχιση της μνήμης και στην αρχική υποχώρηση από την πραγματικότητα. Αλλά αυτό σημαίνει, επανασύνδεση με το σώμα μας. Όταν αγνοούμε το ρόλο του σώματος στην ψυχολογική απελπισία, κινδυνεύουμε να χάσουμε πανάρχαιες πρακτικές για τη μετατροπή της ταλαιπωρίας σε ουσιαστική αλλαγή και σε μια ανανεωμένη αίσθηση του ανήκειν. Αντί ο φαντασιωσικός-μεταβατικός κόσμος να γίνει καταλύτης για την προσωπική και συλλογική μας ανάπτυξη, κινδυνεύει να γίνει η συνήθης αναβολή της καταδίκης μας, που συνεχώς θα αμφιταλαντεύεται μεταξύ του συναισθηματικού συγκλονισμού και του συναισθηματικού ακρωτηριασμού. Βέβαια, πάντα στους διασπαστικούς-φαντασιωσικούς-μεταβατικούς κόσμους, υπάρχει μια κάποια δυνατότητα διαφυγής από τη δυστυχία. Το μεταβατικό πεδίο γίνεται μια «καβάντζα του κερατά». Αλλά, αυτό συμβαίνει επειδή εξ’ αρχής αμφιβάλλουμε για το κατά πόσο εφικτή είναι μια αλλαγή.

Κάπως έτσι, η παρατεταμένη φυγή στο μεταβατικό φαντασιωσικό πεδίο είναι πλέον μια σοβαρή απειλή για την ίδια την ικανότητά μας να αισθανόμαστε. Η απάθεια και ο φόβος απέναντι στην ελπίδα απειλεί να γίνει το νέο πρότυπο, μαζί με μια υποτίμηση της ζωής, της οποίας το σώμα είναι το πιο απτό σύμβολο. Μόνο που αυτό, είναι η κεντρική στόχευση του Συστήματος.

Υ.Γ. Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έστηναν έναν κυκλοτερό χορό, σώμα με σώμα, αγκαλιά με αγκαλιά, σε κάθε πλατεία της χώρας, σ’ ένα ελληνικό πανηγύρι, ενάντια στο Μνημονιακό Τραύμα, που θα διαρκούσε κάτι παραπάνω από μια 24ωρη απεργία…

# Το άρθρο στολίζει το έργο «The Trauma of Painting» τουAlberto Burri (1953)

# Κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Αντώνη Ανδρουλιδάκη με τίτλο «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΥΜΑ» από τις εκδόσεις «Νησίδες».

Via : www.thepressproject.gr