Εννιά στις δέκα φορές, αν όχι ενενήντα εννιά στις εκατό, όταν αναφέρουμε κάποια παροιμία ή γνωμικό, σπεύδουμε να προσθέσουμε το κλισέ «όπως λέει ο σοφός λαός». Φαινομενικά, χρησιμοποιούμε το στερεότυπο για να δώσουμε κύρος στα λεγόμενά μας, με την επίκληση μιας υπέρτερης, συλλογικής ευφυΐας, που οι γνώμες της έχουν δείξει αντοχή στον χρόνο. Δεν είναι όμως αμελητέα η πιθανότητα να επικαλούμαστε τον λαό για να τον κολακέψουμε βέβαια αλλά και, ταυτόχρονα, να διαχωρίσουμε τη θέση μας από αυτόν. Να αφήσουμε να φανεί ότι εμείς δεν είμαστε ένα από τα συνηθισμένα μέλη του, αλλά κάτι ξεχωριστό και ανώτερο. Γι’ αυτό άλλωστε και αρκετά συχνά τον αποκαλούμε «απλό», υπονοώντας ότι δεν διαθέτει τη δική μας συνθετότητα, το βάθος μας. Κατά συνέπεια, όσα λέει, με τον τρόπο της παροιμίας ή όποιον άλλον, δεν μας αφορούν, δεν μας περιορίζουν, δεν μας δεσμεύουν. Μπορεί να τα μνημονεύουμε, βερεσέ τ’ ακούμε όμως και βερεσέ τα λέμε.
Για παράδειγμα, το παροιμιακό «μη ζεύεις τ’ αλέτρι (ή το κάρο) πριν απ’ τα βόδια» επιμένουμε να το χρησιμοποιούμε όλοι μας, λαϊκοί και αριστοκρατίζοντες, είτε έχουμε δει αλέτρι στο χωράφι με τα ίδια μας τα μάτια, και ξέρουμε ποια η δουλειά του, είτε το έχουμε απλώς ακουστά ή το συναντήσαμε πρώτη και τελευταία φορά σε λαογραφική έκθεση ή σε ντοκιμαντέρ. Η επιδερμική σχέση με τα ονόματα εξηγεί εν μέρει τη λαθεμένη σχέση μας με τα πράγματα. Την επιμονή μας δηλαδή να ζεύουμε το αλέτρι μπροστά από τα βόδια, με την αγέρωχη πίστη ότι αρκεί η «πολιτική βούλησή» μας για να μπει σε αποδοτική λειτουργία το αταίριαστο σύμπλεγμά τους.
Αδικος κόπος. Το πιστοποιεί η υπόθεση της διαβόητης πια ρόδας του Συντάγματος. Ανακοινώσαμε αυτοδοξολογούμενοι την άμεση λειτουργία της, την εγκαταστήσαμε με πανηγυρικό ενθουσιασμό, χαροποιώντας άκαιρα την πιτσιρικαρία και τους γονείς, που πίστεψαν πως η δωρεάν χρήση της, έστω τις μέρες των γιορτών, θα προστάτευε ελαφρώς το ισχνό πορτοφόλι τους, και εκ των υστέρων διαπιστώσαμε πως δεν είχαμε κάνει ό,τι οφείλαμε να κάνουμε εξαρχής: να ρίξουμε γερά θεμέλια. Θεμέλια νομιμότητας, ασφάλειας, προστασίας του δημόσιου συμφέροντος από την πιθανή βουλιμία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που ίσως πρόσφερε το δώρο της τυλιγμένο με τα αγκάθια της υστεροβουλίας. Ολο το πολυδιαφημισμένο οικοδόμημα στον αέρα. Τον αέρα της ανοργανωσιάς, της προχειρότητας, της λογικής του εντυπωσιασμού, του «βλέποντας και κάνοντας», που μετασχηματίστηκε προ πολλού σε «βλέποντας και αδρανώντας».
Αν οι μέρες μας χρειάζονταν το αποκαλυπτικό σύμβολό τους, το βρήκαν. Βρήκαν μια ρόδα που θα ’δινε χαρά στα παιδιά, και τ’ άφησε με το παράπονο, αφήνοντας την ίδια στιγμή τους μεγάλους, τους ώριμους, να καβγαδίζουν για το ποιος έφταιξε λιγότερο. Ας ευχηθούμε, απλώς επειδή το καλούν οι μέρες, ότι τελικά δεν θα κληροδοτήσουμε στα παιδιά μια χώρα-ρόδα, πλουμισμένη πλην ακίνητη.
Via : www.kathimerini.gr