του Δημήτρη Σούρδη

ΣΟΥΡΔΗΣ1

Οι σύγχρονες ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες διαμορφώθηκαν και καθορίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής, όχι μόνο σε επίπεδο παραγωγής αλλά και σε ζητήματα κοινωνικής οργάνωσης. Έτσι ακόμα και σήμερα που οι χώρες αυτές στηρίζονται ελάχιστα πλέον στην βιομηχανική παραγωγή, μπορούμε να τις χαρακτηρίζουμε ως «βιομηχανικές κοινωνίες».  Μεγάλο επίτευγμα αυτών θεωρήθηκε η παραγωγή πληθώρας αγαθών με  «φθηνό» κόστος.

Τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη, αυτός ο τρόπος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις οικολογικές και κοινωνικές ανάγκες, αφού στηρίζεται στην (μεταφυσική) παραδοχή, ότι ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον πλανήτη κατά βούληση και αποκλειστικά για τους σκοπούς του.  Χαρακτηριστικό αυτής της θεολογικής άποψης π.χ. είναι  και η ταξινόμηση ζώων και φυτών σε επιβλαβή και ωφέλιμα (εξυπακούεται για τον άνθρωπο και τους σκοπούς του) ή και της ανόργανης ύλης, ανάλογα με την χρησιμότητά της  σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής.

Το πλέον σημαντικό επακόλουθο αυτής της αντίληψης, είναι η αδυναμία ενταξής της σε οικολογικούς κύκλους με αποτέλεσμα να παράγει «απόβλητα»,  «απορρίματα», «μόλυνση». Βέβαια όλα αυτά δεν είναι τίποτε περισσότερο από υλικά που βρίσκονται σε λάθος χώρο (dirt is matter in the wrong place*) αλλά και αυτός ο «λάθος» χώρος είναι επίσης ένα δημιούργημα της  βιομηχανικής κοινωνίας. Το παράδοξο είναι, ότι με αυτήν την μέθοδο, τα απορρίματα και απόβλητα αυξάνονται  γεωμετρικά όσο αποδοτικότερα νομίζουμε ότι αξιοποιούμε τον φυσικό πλούτο και καταλήγουν να είναι το κύριο προϊόν της παραγωγής.  Επίσης ευθύνεται για την δημιουργία ενός άλλου είδους «απορριμάτων», ανθρώπινων αυτή την φορά, που στην καλλίτερη περίπτωση καταλήγουν στο περιθώριο ή που αντιμετωπίζονται επίσης βιομηχανικά με την μορφή της καταστολής, των γηροκομείων ή  με την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.

Ας επανέλθουμε όμως στο μεγάλο επίτευγμα, δηλαδή την παροχή «φθηνών αγαθών».  Τα αγαθά αυτά προσφέρονται πράγματι σε μία φθηνή αγοραία τιμή. Μια τιμή όμως που δεν περιλαμβάνει το σύνολο του κόστους αφού αφ’ ενός δεν λαμβάνονται υπ’ όψη είδη που διατίθενται δωρεάν (αέρας, νερό από γεωτρήσεις, υποδομές) και αφετέρου προκαλεί βλάβες  που είναι αδύνατον να αποτιμηθούν σε χρήμα. (Ποιο είναι το π.χ. το κόστος του κατεστραμένου Ασωπού  ή της διαταραχής των οικολογικών ισορροπιών;)  Αν π.χ μία κυβέρνηση υπολόγιζε το πραγματικό κόστος της ιδιωτικής αυτοκίνησης, συνυπολογίζοντας το κόστος των αποβλήτων, απορριμάτων και βλαβών (συμεριλαμβανομένων αυτών που καταλήγουν στα νοσοκομεία ή στα νεκροταφεία), των υποδομών, των οχλήσεων κ.λπ. και αποφάσιζε να το μετακυλίσει στους καταναλωτές, θα υπέγραφε το πολιτικό της τέλος.

Αδυνατώντας να ενταχθεί σε οικολογικούς κύκλους,  αυτός ο τρόπος παραγωγής εμπεριέχει αναγκαστικά και την κατάρρευσή του**. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν αυτό το σύστημα επιδέχεται επιδιορθώσεις, αλλά με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις από την κατάρρευσή του, να συμβάλλουμε στην αντιμετώπιση των αναπόφευκτων δεινών που θα την συνοδεύουν και να προσπαθήσουμε ήδη από τώρα για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας σε ανθρώπινο μέτρο με σεβασμό στο σύνολο αυτού που αποτελεί τον πλανήτη.

(*) Αποδίδεται στον  Lord  Palmerston

(**) Οικοδομημένος καθ’ υπέρβασιν του μέτρου, αποτελεί ύβριν και επιφέρει την νέμεσιν.