Κάθε φορά που γίνονται εκλογές, λίγες ώρες αφού κλείσουν οι κάλπες και φανεί καθαρά ποιος κέρδισε, οι ηττημένοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν όσο πιο ευνοϊκά μπορούν το δυσάρεστο αποτέλεσμα προβάλλοντας επιχειρήματα τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά ή διογκώνοντας τα «θετικά» για το κόμμα τους.
Ολοι όμως αρχίζουν με την εξής δήλωση, σχεδόν επί λέξει: «Φυσικά σεβόμαστε την ετυμηγορία του ελληνικού λαού…». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζουν την πολιτική τους και προσχωρούν στο κόμμα των νικητών. Απλώς ελπίζουν ότι στις επόμενες εκλογές ο κυρίαρχος λαός θα τους προτιμήσει.
Οταν διάβασα την πρώτη αντίδραση από τον γενικό γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Λευτέρη Κρέτσο στην απόφαση του ΣτΕ για τον νόμο Παππά, ότι το αποτέλεσμα μας δεσμεύει αλλά δεν το σεβόμαστε, σκέφτηκα ότι πρόκειται μάλλον για ατυχή διατύπωση.
Διότι αν έμενε στο «εμείς διαφωνούμε», κανείς δεν θα τον επέκρινε. Το εν λόγω δικαίωμα είναι αυτονόητο. Στη συνέχεια όμως τα πράγματα πήραν διαφορετική και σαφέστατα ανησυχητική τροπή.
Αναφέρομαι στις δηλώσεις της Ολγας Γεροβασίλη. Περίμενα να μας εξηγήσει, με νομικά επιχειρήματα, γιατί ο συγκεκριμένος νόμος δεν αντιβαίνει στο Σύνταγμα, κατά την άποψη της κυβέρνησης.
Επέλεξε όμως να τον επικρίνει με βάση τις συνέπειες που η ίδια του απέδωσε. Οτι δηλαδή 15.000 χιλιάδες παιδιά θα μείνουν εκτός παιδικών σταθμών, 4.000 νοσηλευτές δεν θα προσληφθούν και ο προϋπολογισμός θα χάσει 225 εκατομμύρια.
Βάζοντας κατά μέρος την ένσταση ότι τα λεφτά θα πήγαιναν στην αποπληρωμή του χρέους, η κ. Γεροβασίλη και ο στενός κύκλος των συμβούλων που κατοικοεδρεύει στο Μαξίμου φαίνεται ότι αγνοούν κάτι που ακόμα και οι φοιτητές της Νομικής γνωρίζουν: ότι το ΣτΕ κλήθηκε να αποφανθεί αν ο νόμος Παππά είναι ή δεν είναι συνταγματικός.
Οχι αν είναι αριστερός ή δεξιός. Τόσο απλά.
Μέσα στην αντάρα της πολιτικής αντιπαράθεσης κυριαρχεί η τάση να εξαντλούμε την επιείκειά μας όταν πρόκειται για τους δικούς μας και την αυστηρότητά μας όταν πρόκειται για τους απέναντι. Ισως είναι το τίμημα που απαιτεί η ενασχόληση με τα κοινά.
Ετσι όμως προσδίδουμε στο κόμμα μια διάσταση μεταφυσική, όπως και στο ποδόσφαιρο, όπου η πίστη στην ομάδα είναι αρχική και απόλυτη. Και για να συνεχίσουμε με την ίδια μεταφορά, από το επίπεδο του φιλάθλου που αγαπάει το άθλημα, δηλαδή του πολιτικοποιημένου, κατεβαίνουμε στο επίπεδο του οπαδού, δηλαδή του κομματικά στρατευμένου, για να καταλήξουμε στον χούλιγκαν, το κομματικό μαντρόσκυλο.
Θα μπορούσαμε όμως, διατηρώντας τα πιστεύω μας, να προβληματιστούμε λίγο και, αντί να περιοριστούμε στην εύκολη καταδίκη, να καταβάλουμε έστω μια προσπάθεια να καταλάβουμε (άλλο κατανόηση και άλλο αποδοχή) τη στάση των αντιπάλων μας και, ακόμα πιο δύσκολο, να εντοπίσουμε τα τυφλά σημεία στη δική μας.
Επί του προκειμένου, να καταλάβουμε γιατί τόσοι άνθρωποι –δεν αναφέρομαι στους μεταστεγασμένους Πασόκους ή στα συνήθη αναρριχητικά– που επί χρόνια ήταν η μαγιά της Αριστεράς στην Ελλάδα φαίνονται σήμερα διατεθειμένοι να αποδεχτούν και να εκλογικεύσουν πράξεις που αντιβαίνουν τόσο στις δικές τους αρχές όσο και στην κοινή λογική.
Νομίζω ότι η στάση τους είναι απόρροια μιας πεποίθησης η οποία δεν δηλώνεται ρητά ή μάλλον παραμένει ανομολόγητη, αλλά διαμορφώνει και κατευθύνει τις αντιδράσεις τους.
Εννοώ το εξής: για λόγους που όλοι ξέρουμε, το γεγονός ότι η Αριστερά ανέλαβε την εξουσία κερδίζοντας τις εκλογές έχει αποκτήσει κολοσσιαίες διαστάσεις, για να μην πω μεταφυσικές, με αποτέλεσμα τα ερωτήματα για το πώς ασκεί την εξουσία όχι μόνο αποθαρρύνονται αλλά ενίοτε θεωρούνται εκ του πονηρού.
Σύμφωνα με τη λογική αυτή, η αποτίμηση της κριτικής που δέχεται η κυβέρνηση δεν γίνεται με κριτήριο το αν είναι ορθή ή λανθασμένη, αλλά το αν συμβάλλει ή δεν συμβάλλει στην προσπάθειά της να στρίψει αριστερά το τιμόνι της χώρας κατατροπώνοντας τη διαπλοκή που κάνει τα πάντα για να την υπονομεύσει και να μετατρέψει το μεγαλειώδες εγχείρημά της σε «αριστερή παρένθεση».
Ή αλλιώς, καλύτερα η Αριστερά του Μπεναρόγια, του Βελουχιώτη και του Μπελογιάννη να κάνει λάθη στην άσκηση της εξουσίας και να τα κουκουλώνουμε, παρά να χάσει τις επόμενες εκλογές. Το μείζον και το έλασσον.
Παραδέχομαι ότι ο συνδυασμός της υποστήριξης με την κριτική είναι κάτι αφάνταστα δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, και υπενθυμίζω ότι οι άλλοι, στα λεγόμενα «αστικά κόμματα», δεν διανοούνται καν να θέσουν στον εαυτό τους τέτοια ερωτήματα.
Εχω όμως κατά νου μόνο τους πραγματικά αριστερούς που ψηφίζουν το κόμμα, είναι στελέχη του ή ακόμα και υπουργοί και εξαιρώ τη μικρή ηγετική ομάδα γύρω από τον πρωθυπουργό με προεξάρχοντα τον Νίκο Παππά. Εδώ το σκηνικό αλλάζει.
Αν κρίνουμε από το πώς χειρίστηκαν το θέμα της τηλεόρασης, η στάση τους συνδυάζει την ατζαμοσύνη με τον τσαμπουκά και τον πολιτικό αμοραλισμό. Ατζαμοσύνη επειδή η αντισυνταγματικότητα του νόμου Παππά ήταν προφανέστατη.
Τσαμπουκά επειδή η επιθετικότητα της Ολγας Γεροβασίλη θύμιζε κακομαθημένο παιδί που δεν του έκαναν το χατίρι. Και πολιτικό αμοραλισμό επειδή τι άλλο ήταν η διαπόμπευση του δικαστή και η επιλογή Πολύδωρα, του ανθρώπου που, μεταξύ άλλων, εισηγήθηκε την προσέγγιση της Χρυσής Αυγής;
Μπορώ να φανταστώ τον αντίλογο: όλα αυτά έγιναν στο όνομα του υπέρτατου αγαθού που είναι η προάσπιση μιας αριστερής κυβέρνησης. Για την Αριστερά ρε γαμώτο!
Δεν μπορώ όμως να απαλλαγώ από την αίσθηση ότι οι φερέλπιδες ένοικοι του Μαξίμου μοιάζουν με τα καλόπαιδα της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Δεν τους αρέσει να χάνουν γιατί είναι winners.
Via : www.efsyn.gr