του Στάθη Λουκά «Αυγή 4-11-2016″
Θα περίμενε κανείς ότι, μετά από ένα Συνέδριο που προσπάθησε να αναζητήσει απάντηση – έστω και μερική – στα μεγάλα ερωτήματα που πάνω από μια εικοσαετία βασανίζουν την ελληνική Αριστερά (ριζοσπαστική και μεταρρυθμιστική): Πρώτον, ποιές είναι οι παράμετροι για μια ανάπτυξη ποιοτικά διαφορετική, και πιο «δίκαιη»; Δεύτερον, ποιές είναι οι αντιθέσεις πάνω στις οποίες η Αριστερά πρέπει να οικοδομήσει την οργάνωση της πολιτικής της για την επιδίωξη – ακόμη και σε κατάσταση «δεσμεύσεων» – της επιτυχίας, έστω σταδιακά, μιας τέτοιας διαφορετικότητας;
Θα περίμενε κανείς ότι μια παράμετρος θα ήταν εκείνη της εισαγωγής στοιχείων οκολογικής αναδιάρθρωσης και βιωσιμότητας, κύρια για συγκεκριμένους λόγους. Πρώτον, γιατί η η κρίση και το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι αλληλένδητοι με την οικολογική κρίση και το «οικολογικό έλλειμμα». Κι αυτό προκύπτει όχι μόνον από τις ριζοσπαστικές τοποθετήσεις παγκοσμίων θρησκευτικών ηγετών (Φραγκίσκος και Βαρθολομαίος), όσο περισσότερο από τις καταλήξεις της συνάντησης του Παρισιού Cop21. Δεύτερον, γιατί μια τέτοια αναδιάρθρωση εμπεριέχει το στοιχείον της κοινωνικής ισότητος.
Παράλληλα, είμαστε μέσα στο πέρασμα αλλαγής ιστορικής εποχής, που χαρακτηρίζεται – εκτός των άλλων – από την ήττα του εργατικού κινήματος, από τεράστιες τεχνολογικές αλλαγές, που επηρεάζουν την οργάνωση και την εξέλιξή του. Θα περίμενε κανείς να γινόταν μια βασανιστική προσπάθεια διερεύνησης, και στην ελληνική πραγματικότητα, της αδήριτης σχέσης μεταξύ της ταξικής και της οικολογικής αντίθεσης, από την αλληλεξάρτησή τους και τη σχέση τους με την εργασία, ώστε να δωθεί μια νέα ώθηση στον ιδιότυπο πολιτικό ρόλο του εργατικού κινήματος που μαραζώνει.
Φρούδες, όμως, οι ελπίδες, μια κα οι αυτοσχεδιασμοί, οι αυτοσυστάσεις και «οι αυταπάτες» συνεχίζονται. Ενδεικτικές είναι από αυτή τη σκοπιά:
Πρώτον, η νοσταλγία για το ξεπερασμένο πια ενεργειακό πρότυπο – που είναι σε κρίση μακράς διαρκείας – της ανακοίνωσης της ομάδας στήριξης του Υπουργού Ενέργειας. Παρ’όλο που ο εν λόγω κάνει προσπάθειες, έστω και αντιφατικές – και ποιοτικά διαφορετικές του προκατόχου του – για αναζήτηση διεξόδου από αυτό.
Δεύτερον, η καταγγελία, από τη μεριά προεξέχοντος Υπουργού, ότι, κατά κάποιον τρόπο, μόνο « η χώρα μας θα πληρώσει τις συνέπειες των κλιματικών αλλαγών». Αντί, αντίθετα, να αντικρισθεί και να χρησιμοποιηθεί η Cop21 σαν άνυσμα πλαγιοκόπησης και σχετικής αποδυνάμωσης μνημονιακών δεσμεύσεων.