Tου Στέφανου Κατσάρα
Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τι ακριβώς συμβαίνει με την ΕΕ καθώς και τι συνέβη – και συμβαίνει – με την Ελλάδα, θα πρέπει να πάρει απόσταση και να δει την μεγάλη εικόνα. Στις περισσότερες αναλύσεις παραγνωρίζεται το γεγονός της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Όμως είναι απολύτως πραγματικό. Η οικονομία είναι παγκοσμιοποιημένη. Ας το θεωρήσουμε δεδομένο και μάλλον μη αναστρέψιμο.
Το 2001 η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μετά από 15 χρόνια διαπραγματεύσεων γίνεται δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Με άλλα λόγια παύει να είναι μια κλειστή κομμουνιστική οικονομία και γίνεται ανοιχτή, παγκόσμια. Το δυτικό κεφάλαιο επωφελείται από τα εξαιρετικά χαμηλά κινέζικα ημερομίσθια (το 2001 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των Κινέζων ήταν περίπου 1000 δολάρια ΗΠΑ τον χρόνο) καθώς και από το εξαιρετικά χαμηλό κόστος κατασκευής εγκαταστάσεων (περίπου 5 ευρώ το τετραγωνικό) και σπεύδουν να επενδύσουν εκεί. Όμως, ενώ η παραγωγή κατευθυνόταν στην Κίνα (και άλλες φτωχές χώρες), η αγορά στόχος παρέμενε η Δύση. Με αυτόν τον τρόπο όμως σιγά – σιγά, στην αρχή, μεταφερόταν πλούτος από την Δύση στην Ανατολή και κυρίως χάνονταν θέσεις εργασίας στην Δύση.
Το σπουδαιότερο όμως ήταν άλλο. Αυτά τα δεκαπέντε χρόνια που η Δύση «ανακάλυψε» την Κίνα, οι Κινέζοι αθόρυβα αποκτούσαν, «έκλεβαν» θα έλεγε κανείς, από τους Δυτικούς, τεχνολογία και τεχνογνωσία, αυτά δηλαδή που τους έλειπαν. Έτσι μέσα σε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια έμαθαν να φτιάχνουν από πλαστικά ποτήρια και παντόφλες μέχρι υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικά και αεροπλάνα. Πλέον μπορούν να τα παράγουν και μόνοι τους. Χωρίς δηλαδή να έχουν καν την ανάγκη του δυτικού κεφαλαίου. Για να μην μακρηγορούμε, η Κίνα – κυρίως – κατέστη άμεσος ανταγωνιστής της Δύσης, όχι μόνο για το κεφάλαιο, αλλά και για τους δυτικούς καλοζωισμένους πολίτες.
Γινόμενη επικυρίαρχος της παγκόσμιας οικονομίας είναι λογικό να επιβάλει με διάφορους τρόπους το μοντέλο της. Άλλωστε πάντα έτσι γινόταν στην ιστορία, ο ισχυρός επέβαλε την δική του κουλτούρα. Εν προκειμένω μιλάμε ξεκάθαρα για τον ασιατικού τύπου καπιταλισμό. Όταν 1,5 δισεκατομμύριο κόσμος δέχεται, για παράδειγμα, να εργάζεται ατελείωτες ώρες με ένα – δύο (έστω πέντε) δολάρια την ημέρα, είναι λογικό να περιμένουμε ότι κάτι ανάλογο θα συμβεί και στην Δύση.
Η Γαλλία είναι η δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης και της ΕΕ γενικότερα και έχει εργατικά συνδικάτα με τεράστια δύναμη και παράδοση. Κι όμως, οι πιέσεις για μείωση των εργατικών δικαιωμάτων και απολαβών είναι τεράστιες. Κάτι τέτοιο γίνεται κατανοητό, αν λάβει κανείς υπόψη του τον ανταγωνισμό μιας γαλλικής εταιρείας και μιας αντίστοιχης κινεζικής. Αν, παραδείγματος χάριν, η γαλλική Renault πρέπει να καταβάλει μισθοδοσία Χ ευρώ και η αντίστοιχη κινεζική Χ/10 (ίσως ακόμα λιγότερα) και εφόσον τα κινεζικά προϊόντα είναι ή θα είναι πολύ σύντομα εξίσου ποιοτικά με τα γαλλικά, τότε ποια η θέση της γαλλικής Renault; Δεν έχει πολλές επιλογές. Ή θα κλείσει ή θα μετακομίσει στην Κίνα. Άλλες λύσεις δεν έχει. Θα είχε, αν μπορούσε να διαφοροποιηθεί ως προς την καινοτομία, για παράδειγμα, αλλά, όπως είπαμε, η Κίνα έχει πλέον την ίδια – τουλάχιστον – τεχνογνωσία.
Κατά συνέπεια πρέπει να κάνουμε μία παραδοχή και να προχωρήσουμε παρακάτω. Η παραδοχή που πρέπει να γίνει είναι ότι στον 15ετή οικονομικό ανταγωνισμό με την Κίνα, οι ηττημένοι είμαστε εμείς οι Δυτικοί (και μάλιστα με γηρασμένο πληθυσμό με ό,τι αυτό σημαίνει για τα συνταξιοδοτικά) και νικητές είναι οι Κινέζοι. Χάσαμε. Απλά χάσαμε με ευθύνη κυρίως της οικονομικής και πολιτικής ελίτ της ΕΕ η οποία πλέον δεν αποτελεί ισχυρό «παίκτη» στην παγκόσμια σκακιέρα. Και αφού χάσαμε, θα πληρώσουμε το τίμημα της ήττας, όχι όμως μόνο η ελίτ αλλά όλοι μαζί.
Είμαστε, λοιπόν, καταδικασμένοι σε κινεζοποίηση; Ίσως.
Και εδώ υπεισέρχεται ο παράγοντας της Γερμανίας, της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ, της κατεξοχήν βιομηχανικής χώρας και άρα του άμεσου ανταγωνιστή της Κίνας στα πλαίσια της ΕΕ. Η Γερμανία, αντιλαμβανόμενη την δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει αναφορικά με την ανταγωνιστικότητά της έναντι της Κίνας, επιχειρεί να φτιάξει μια μικρή «Κίνα» στα πόδια της για να γίνει ανταγωνιστική, εξαιρώντας όμως την ίδια που συνεχίζει να δίνει αυξήσεις. Εσείς, αν ήσασταν η Γερμανία, από πού θα ξεκινούσατε; Μα φυσικά από τον πιο αδύναμο και ξεχαρβαλωμένο (ας μου επιτραπεί η έκφραση) και θα συνεχίζατε στην περιφέρεια. Και αυτό ακριβώς κάνει. Ξεκίνησε με την Ελλάδα (φέρουμε μεγάλη ευθύνη εμείς οι ίδιοι γι’ αυτό) και συνέχισε με την υπόλοιπη Μεσόγειο, την πύλη προς τον Ατλαντικό (Ιρλανδία) και εσχάτως και με την Γαλλία.
Ερώτημα πρώτο. Είχε η Ελλάδα κανέναν λόγο να ανταγωνιστεί την Κίνα; Ασφαλώς όχι. Δεν είμαστε βιομηχανική χώρα. Αντιθέτως θα μπορούσαμε να είχαμε «πελάτες» (εντός και εκτός εισαγωγικών) τους Κινέζους – και συγκεκριμένα την ανερχόμενη αστική τάξη – ως τουρίστες και ως καταναλωτές υψηλής ποιότητας αγροτικών και διατροφικών προϊόντων. Για το ότι δεν συνέβη αυτό ευθυνόμαστε πρωτίστως οι ίδιοι και όχι η Γερμανία που σε τελική ανάλυση εξυπηρετεί τα συμφέροντά της και όχι τα δικά μας. Πιθανολογώ ότι ίσως θα μπορούσε να συμβεί έστω και τώρα και έστω με πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες από ό,τι το 2010.
Βλέποντας αυτά η Μεγάλη Βρετανία (οι πολίτες φυσικά πιθανόν δεν το αντιλαμβάνονται, αλλά ενστικτωδώς αντιδράσανε στην ηγεμονία της Γερμανίας και στην υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους) οδηγήθηκε εκτός ΕΕ προκειμένου να διαχειριστεί την κατάσταση η ίδια. Το δεύτερο ερώτημα, αν δηλαδή τελικά όντως οδηγηθεί εκτός ΕΕ και αν έπραξε καλά, θα απαντηθεί σύντομα από τις εξελίξεις.
Ερώτημα τρίτο και τελευταίο. Θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο; Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να γίνει είναι να πιέσει η ΕΕ για ραγδαία αύξηση του επιπέδου ζωής, των συνθηκών εργασίας και των δικαιωμάτων και άρα και των ημερομισθίων των Κινέζων εργαζόμενων ώστε ο ανταγωνισμός να ισορροπήσει προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω. Αυτό όμως θα σήμαινε την απώλεια κερδών του εγκαταστημένου στην Κίνα δυτικού κεφαλαίου, που άλλωστε, εν πολλοίς, είναι το ίδιο που έχει διατηρήσει και την όποια παραγωγή ακόμα στην ΕΕ. Δεν πιστεύω ότι θα γίνει κάτι τέτοιο.
*Ο Στέφανος Κατσάρας είναι ψυχολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην οικονομική ψυχολογία και υποψήφιος διδάκτωρ κλινικής ανάλυσης συμπεριφοράς.
Via : www.liberal.gr