Το 2015 ήταν το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί ποτέ, και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ήδη πλήττουν κοινότητες σε ολόκληρο τον κόσμο. Από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας έως τα κύματα καύσωνα και τις ακραίες καταιγίδες, η ανάγκη για ανάληψη δράσης δεν ήταν ποτέ τόσο επείγουσα. Σε αυτό προστίθεται η πρωτοφανής κρίση που αντιμετωπίζει η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων, η οποία γίνεται ήδη αντιληπτή από τις μαζικές αποεπενδύσεις και την κατάρρευση των τιμών.
Του Παύλου Γεωργιάδη
Το 2015 ήταν το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί ποτέ, και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ήδη πλήττουν κοινότητες σε ολόκληρο τον κόσμο. Από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας έως τα κύματα καύσωνα και τις ακραίες καταιγίδες, η ανάγκη για ανάληψη δράσης δεν ήταν ποτέ τόσο επείγουσα. Σε αυτό προστίθεται η πρωτοφανής κρίση που αντιμετωπίζει η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων, η οποία γίνεται ήδη αντιληπτή από τις μαζικές αποεπενδύσεις και την κατάρρευση των τιμών.
Οι συνθήκες για μία δίκαιη μετάβαση σε ένα καθαρό ενεργειακό σύστημα δεν ήταν ποτέ τόσο ώριμες, ιδίως μετά την Συμφωνία του Παρισιού. Η Συμφωνία αυτή καθαυτή αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός. Για πρώτη φορά, μετά την υπογραφή της Διακύρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου το 1948, τόσο πολλά έθνη δεσμεύονται για την ανάληψη δράσης για κάποιο θέμα. Στον απόηχό της, διεθνείς οργανισμοί, τοπικές κοινότητες και μεμονωμένοι πολίτες εντατικοποιούν την κινητικότητά τους σε ολόκληρο τον κόσμο, ασκώντας πίεση προς τους παρόχους ενέργειας, τις τοπικές και εθνικές κυβερνήσεις. Ζητούμενο είναι η ανάπτυξη πολιτικών και επιπλέον επενδύσεων για την αποδέσμευση της οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα.
Αυτό ακριβώς ήταν το αντικείμενο της εκστρατείας Break Free, που εξελίχθηκε τις προηγούμενες δύο εβδομάδες. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες συντονισμένες δράσεις ειρηνικής πολιτικής ανυπακοής στην ιστορία του περιβαλλοντικού κινήματος. Μέσα από μαζικές κινητοποιήσεις, χιλιάδες πολίτες απαίτησαν την αναβολή επικίνδυνων και ρυπογόνων ενεργειακών έργων υποδομής, και την αντικατάστασή τους από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), τώρα που αυτές είναι πιο οικονομικές και πιο διαδεδομένες από ποτέ.
Εδώ είναι μερικά από τα ζητήματα που απασχολούν το κλιματικό κίνημα στις χώρες που πραγματοποιήθηκαν δράσεις στο πλαίσιο της Break Free:
Πρόσφατες πολιτικές αλλαγές στην Μεγάλη Βρετανία αναμένεται να επηρρεάσουν σημαντικά την ανάπτυξη των ΑΠΕ, αν και η χώρα βρισκόταν σε τροχιά εκπλήρωσης των στόχων της. Σύμφωνα με μια πρόσφατη ανάλυση, το Υπουργείο Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής αναθεώρησε τις προβλέψεις του για το ενεργειακό δυναμικό των ανανεώσιμων πηγών, κατά περισσότερο από ένα τρίτο για την επόμενη δεκαετία.
Ο Καναδάς επένδυσε 11 εκατ. δολλάρια στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το 2014,. Ωστόσο, οι επενδύσεις αυτές μειώθηκαν κατά το ήμισυ το 2015, σύμφωνα με έκθεση της Clean Energy Canada. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι μια πλήρης στροφή προς τις ΑΠΕ είναι εφικτή για τη χώρα έως το 2035.
Στις ΗΠΑ, μια ολοκληρωμένη μελέτη του Εθνικού Εργαστηρίου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας του Υπουργείου Ενέργειας, δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να παραχθεί από ΑΠΕ μέχρι το 2050. Ένα από τα μέτρα που προτείνονται για αυτή την μετάβαση είναι ένας φόρος πετρελαίου της τάξης των 10 δολλαρίων ανά βαρέλι, ο οποίος θα πρέπει να καταβάλεται από τις εταιρείες πετρελαίου.
Σε άλλα έθνη, η μετάβαση προς το ανανεώσιμο ενεργειακό μοντέλο μπορεί να βοηθήσει στην αποδέσμευση τους από την ενεργειακή εξάρτηση από άλλες χώρες.
Στην Τουρκία, για παράδειγμα, αυτό απαιτεί αναστολή των πιο ρυπογόνων βιομηχανιών -όπως ο άνθρακας, ο λιγνίτης και το πετρέλαιο- και αξιοποίηση των δυναμικού που υπάρχει για την παραγωγή ενέργειας από ήλιο, αέρα και βιομάζα.
Για τη Νιγηρία, η ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι μια ευκαιρία για την παροχή πρόσβασης σε ενέργεια σε πολλούς πολίτες που εξακολουθούν να μην έχουν. Μπορεί, επίσης, να μειώσει την αναγκαιότητα ύπαρξης γεννητριών που λειτουργούν σε ολόκληρη την χώρα λόγω της αναξιοπιστίας του δικτύου, ενδυναμώνοντας συγχρόνως την τοπική ανάπτυξη σε απομακρυσμένες περιοχές.
Η Νότια Αφρική αποτελεί μοντέλο για να ακολουθήσουν και άλλες χώρες της περιοχής, όσον αφορά τις ΑΠΕ. Η ταχεία εφαρμογή ενός προγράμματος ενεργειακής μετάβασης φέρνει ηλεκτρική ενέργεια σε αγροτικές περιοχές, καθιστώντας την φθηνότερη, και αποκόπτωντας την πορεία του άνθρακα. Ωστόσο, η χώρα έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει.
Σε χώρες όπως οι Φιλιππίνες παρατηρείται μια αργή υιοθέτηση των ΑΠΕ, κυρίως λόγω του κόστους και πολιτικών συμφερόντων. Η γειτονική Ινδονησία προχωρά στη δημιουργία μίας κρατικής επιχείρησης ηλεκτροπαραγωγής η οποία θα βασίζεται αποκλειστικά στις ανανεώσιμες πηγές. Αυτό θα συνδυαστεί με επιδοτήσεις για την επίτευξη προσιτών τιμών για νέες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στοχεύοντας να υπερκεράσει την ανάπτυξη των ορυκτών καυσίμων.
Το μεγαλύτερο, ίσως, “αγκάθι” για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια είναι οι μεταφορές ανθρώπων και αγαθών, οι οποίες αποτελούν μία άλλη σημαντική πηγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Η Γερμανία θεωρείται πρότυπο όσον αφορά την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, η χώρα είναι ένας γίγαντας της αυτοκινητοβιομηχανίας, και θα αντιμετωπίσει πρόβλημα στην απανθρακοποίηση της οικονομίας της, αν δεν λάβει υπόψη τον τομέα των μεταφορών, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου το 30 τοις εκατό των συνολικών εκπομπών της.
Ομοίως, πρόσφατες εκθέσεις δείχνουν ότι η Αυστραλία πρέπει να βελτιώσει το σύστημα των δημόσιων μεταφορών της ώστε να πετύχει μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Μερικές από τις προτάσεις για την ενίσχυση του συστήματος μεταφορών της χώρας περιλαμβάνουν την βελτίωση της πολεοδομίας, την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης και την προώθηση τρόπων μεταφοράς που είναι φιλικοί προς το περιβάλλον.
Η Βραζιλία έχει να δείξει πολλά παραδείγματα, όπου οι δημόσιες μεταφορές συμβάλλουν στη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των αερίων του θερμοκηπίου. Εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις στις μεταφορές και καθιστώντας τις γραμμές πιο αποτελεσματικες, ο τομέας των μεταφορών της χώρας μπορεί στο μέλλον να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως και 55 τοις εκατό, κάτι που ισοδυναμεί με 200.000 τόνους ετησίως.
Στα 7 χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα, η κλιματική αλλαγή έχει απασχολήσει ελάχιστα την κοινή γνώμη, και καθόλου τον δημόσιο πολιτικό λόγο. Πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Heinrich-Böll, επισημαίνει την ανάγκη αποδέσμευσης της ηλεκτροπαραγωγής από τον λιγνίτη, η εξόρυξή του οποίου δεν είναι μόνο επικίνδυνη, αλλά και η ακριβότερη στην Ευρώπη.
Ο λιγνίτης είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα. Τον περασμένο Δεκέμβριο στο Παρίσι, ο Υπουργός Περιβάλλοντος δήλωνε ενάντια στον λιγνίτη. Εντούτις, η ΔΕΗ -με την πλήρη υποστήριξη της κυβέρνησης και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων- κάνει ό,τι μπορεί για να εξασφαλίσει τη διαιώνιση του. Έχει εκφράσει την επιθυμία για παράταση της λειτουργίας των παλιών λιγνιτικών μονάδων, ενώ έχει ανακοινώσει τα σχέδιά της για κατασκευή δύο νέων, την Πτολεμαΐδα-5 ισχύος 660mW και τη Μελίτη-2 ισχύος 450mW. Η πρώτη από αυτές ολοκλήρωσε πρόσφατα την αδειοδοτική διαδικασία και η κατασκευή της είναι έτοιμη να ξεκινήσει, με χρηματο- δότηση από την Γερμανική τράπεζα επενδύσεων kfW.
Θα περίμενε κανείς ότι σε μία γκρεμισμένη οικονομία θα υπήρχε κάποιος δομημένος διάλογος για την απεξάρτησή της από τα βαρίδια του παρελθόντος. Δυστυχώς, το κενό διακυβέρνησης για τα περιβαλλοντικά θέματα συνοδεύεται από μία ανησυχητική έλλειψη δημόσιας κατανόησης για τον κίνδυνο που ενέχει η κλιματική αλλαγή. Και αυτή, ίσως, να είναι η αιτία μίας ακόμη μεγαλύτερης και πιο δυσεπίλυτης κρίσης που κρύβεται κάπου στο (άμεσο;) μέλλον.
Via : www.thepressproject.gr