του Νίκου Γραικούση*
Ο δανεισμός είτε είναι Δημόσιος είτε είναι ιδιωτικός εμπεριέχει ένα και μόνο νόημα.
Την απορρόφηση πόρων από το μέλλον για την ικανοποίηση σημερινών αναγκών.
Η διαδικασία ξεκινά με το δανεισμό συσσωρευμένου και αποθηκευμένου κεφαλαίου, την κατανάλωσή του για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών σήμερα και τη μετάθεση των πληρωμών των τοκοχρεολυσίων στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον.
Και ενώ οι ιδιωτικές ανάγκες επαφίενται στις ανάγκες και στις αποφάσεις των ιδιωτών, οι Δημόσιες ανάγκες είναι γνωστές εκ των προτέρων, καταγεγραμμένες και υπολογισμένες στον προϋπολογισμό κάθε κράτους.
Η ανάγκη του δημόσιου δανεισμού προκύπτει μόνο όταν αποφασίσεις να ξοδέψεις περισσότερα από αυτά που μαζεύεις (έσοδα, φόρους κλπ)
Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τον Δημόσιο δανεισμό, τη λογική του και τις συνέπειές του.
Για ποιο λόγο αναγκάζεται ένα κράτος να δανειστεί;
Ο πρώτος λόγος είναι για να καλύψει καταναλωτικές ανάγκες (πληρωμή μισθών, συντάξεων, μέρους κοινωνικών δαπανών κλπ) και ο δεύτερος λόγος είναι για να προβεί σε επενδύσεις υλικών ή άυλων παγίων υποδομών.
Η χρησιμότητα του πρώτου λόγου δανεισμού είναι σαφώς αρνητική και δεν απαιτεί περεταίρω ανάλυση για να αντιληφθούμε την βλαπτικότητα της σε μια κοινωνία.
Ακόμα και στην περίπτωση εφαρμογής μιας πολιτικής ανάπτυξης μέσω της αύξηση της κατανάλωσης, δεν θέλει και πολύ να καταλάβουμε ότι κάτι τέτοιο είναι μια άκρως επικίνδυνη ιδέα. Μια τέτοια πολιτική πρέπει να συνεχίζεται επιτυχώς επ’ άπειρον, ενώ όσο διαρκεί τόσο μεγαλώνει και η ‘’φούσκα’’ που τη συνοδεύει!
Στην περίπτωση που θέλουμε να κάνουμε τον επικίνδυνο αυτόν οικονομικό ελιγμό, τότε πρέπει να προσφύγουμε στην νομισματική επέκταση μέσω έκδοσης νέου χρήματος από την κεντρική τράπεζα και να ελπίσουμε ότι δεν θα παγιδευτούμε στον φαύλο κύκλο του πληθωρισμού.
Ο δεύτερος λόγος δημόσιου δανεισμού είναι αυτός της ανάπτυξης μέσω των δημοσίων επενδύσεων, που είναι σαφώς πιο λογικός αλλά καθόλου πειστικός.
Οι δημόσιες επενδύσεις είναι βέβαιο ότι προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, αλλά κανείς μέχρι τώρα δεν έχει υπολογίσει με ακρίβεια το κόστος δανεισμού για αυτές, σε σχέση με την απόδοσή τους.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι οι δημόσιες επενδύσεις ποτέ δεν ‘’βγάζουν τα λεφτά τους’’ και για το λόγο αυτό το κόστος τους πληρώνεται από ολόκληρη την κοινωνία μέσω της φορολογίας. Αυτό ας το κρατήσουμε!
Μέχρι πόσο μπορεί να δανειστεί ένα κράτος; Η συνθήκη του Μάαστριχ επιβάλει ανώτατο όριο δημόσιου χρέους το 60% του ΑΕΠ για κάθε κράτος της ευρωζώνης.
Αν εξαιρέσουμε την τραγική περίπτωση της χώρας μας, ο μέσος όρος δημόσιου χρέους στη ΕΕ, αλλά και την ευρωζώνη είναι σήμερα περίπου το 100% του ΑΕΠ.
Ακόμα και στην περίπτωση που όλα αυτά τα λεφτά έχουν πάει σε δημόσιες επενδύσεις, (που δεν έχουν πάει), τότε η άμεση παραγωγή δημόσιων επενδύσεων μεταφράζεται σε έργα που αρχίζουν και τελειώνουν σήμερα, (αφαίρεση εργασίας), τα οποία αν χρηματοδοτούνταν από τα κράτη με ίδιους πόρους θα χρειαζόταν περίπου 15 έτη για να πραγματοποιηθούν.
Η υπόθεση αφορά το πραγματικό γεγονός ότι δημόσιες επενδύσεις και τοκοχρεολύσια αποπληρωμής παλαιών δανείων κρατών της ΕΕ, αντιστοιχούν σε 6,6% του ΑΕΠ τους κατά μέσο όρο.
Δηλαδή έχουμε βάλει το χέρι στο μέλλον, έχουμε πάρει πόρους από αυτό, έχουμε χρεώσει τους μελλοντικούς πολίτες της Ευρώπης με το παραπάνω ποσοστό του ΑΕΠ των κρατών τους, σε μια αέναη διαδικασία νέου δανεισμού για την αποπληρωμή παλαιών δανείων, μόνο και μόνο για να δημιουργήσουμε σήμερα έργα και υποδομές που σε αντίθετη περίπτωση και με τη μέθοδο της αυτοχρηματοδότησης θα χρειαζόμασταν περίπου 15 χρόνια για να τα πραγματοποιήσουμε.
Πολύ κακό για το τίποτα!
Φανταστείτε τη σημερινή Ευρώπη με τις υποδομές του έτους 2000 αλλά με μηδενικό δημόσιο χρέος των κρατών της και αναλογιστείτε τι πραγματικά συμφέρει να κάνουμε και ποια πολιτική να ακολουθήσουμε!
Αλλά ας δούμε τώρα τη ‘’λογική’’ του δημόσιου δανεισμού από μια άλλη οπτική γωνία.
Την οπτική γωνία αυτών που δανείζουν τα κράτη.
Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών σπάνια φτάνουν άμεσα στο να δανείζουν κράτη με τη μορφή ομολόγων. Τον πρώτο λόγο για τη δουλειά αυτή έχουν οι ‘’αγορές’’ μέσω των τραπεζών, των hedge funds, των ασφαλιστικών εταιρειών, των εταιρειών αμοιβαίων κεφαλαίων κλπ. Που τον πρώτο λόγο στα κεφάλαια αυτά έχουν οι μεγάλες περιουσίες.
Μέσω αυτών των ιδρυμάτων το παγκόσμιο συσσωρευμένο κεφάλαιο, το οποίο είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που μπορεί να επενδυθεί στην πραγματική οικονομία (νέες επενδύσεις ή αγορές μετοχών και ομολόγων ιδιωτικών εταιρειών), ‘’επενδύεται’’ με απόλυτη ασφάλεια με το να δανείζει κράτη και με αρκετά καλό επιτόκιο.
Η επιστροφή των χρημάτων αυτών είναι η πλέον σίγουρη γιατί πίσω από ένα δημόσιο χρέος υπάρχει πάντα ένας Λαός που δουλεύει για να το ξεπληρώσει και ηγεσίες πισθάγκωνα δεμένες που εξασφαλίζουν την ομαλή επιστροφή των δανεικών.
Ας σημειωθεί ότι το παγκόσμιο χρέος (Δημόσιο και ιδιωτικό) σήμερα αγγίζει τα 200 τρις δολάρια, το Δημόσιο παγκόσμιο χρέος προσεγγίζει τα 60 τρις, όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι λίγο κάτω από τα 70 τρις δολάρια!
Ένας Δημόσιος δανεισμός θα είχε νόημα μόνο αν το επιτόκιο δανεισμού ήταν χαμηλότερο ή ίσο με τον αναμενόμενο πληθωρισμό στην περίοδο αποπληρωμής του δανείου, στο νόμισμα όπου γίνονταν ο δανεισμός.
Ποιος όμως θα σε δάνειζε σε αυτήν την περίπτωση; Τα επιτόκια σήμερα και πάντα, τα ορίζουν ‘’οι αγορές’’ και όχι οι δανειζόμενοι!
Ακόμα και το επιχείρημα ότι αρκεί ο ρυθμός ανάπτυξης να είναι μεγαλύτερος από το επιτόκιο δανεισμού για να είναι ‘’επικερδής’’ ένας δημόσιος δανεισμός, είναι αίολο γιατί η ανάπτυξη και τα δημόσια έσοδα που αυτή δημιουργεί, είναι όροι μιας εξίσωσης όχι πάντα ανάλογοι και με όχι σίγουρα αποτελέσματα.
Εν κατακλείδι ένα δημόσιο χρέος εξοφλείται αποκλειστικά και μόνο με τρεις τρόπους.
Με τη φορολογία του κεφαλαίου, τον πληθωρισμό και τη λιτότητα.
Η άποψη ότι οι δανειστές θα δεχτούν ποτέ την εξόφλησή τους με έσοδα της ίδιας της φορολόγησης τους, είναι παιδαριώδης και στο πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας, τουλάχιστον όσο θα ζούμε σε περιβάλλον νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Ο πληθωρισμός, σε ομαλές περιόδους, είναι δεδομένος και προβλέψιμος και αντανακλάται πάντα στα επιτόκια δανεισμού των Κρατών από τις αγορές (Άλλωστε υπάρχουν και τα κυμαινόμενα επιτόκια).
Η λιτότητα η οποία είναι η επιβολή φορολογίας στο συντελεστή εργασία, δηλαδή η φορολογία σε εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις καθώς και η ονομαστική μείωσή τους, είναι ο συνήθης, παραδοσιακός και πατροπαράδοτος τρόπος εξόφλησης κάθε δημόσιου χρέους.
Η λογική που πρεσβεύω είναι αυτή που λέει ότι αντί να χρειαζόμαστε πρωτογενή πλεονάσματα για να πληρώνουμε τόκους και χρεολύσια στους δανειστές, ας δημιουργούμε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, αφού υπολογίσουμε ισόποσες δημόσιες επενδύσεις όσα τα τοκοχρεολύσια ή να δημιουργούμε ισόποσους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και το πλεόνασμα να κατευθύνεται στις δημόσιες επενδύσεις.
Μπορεί να έχουμε μια χρονική υστέρηση (περίπου 15 ετών) όσον αφορά τις δυνατότητες χρηματοδότησης των επενδύσεων που θέλουμε, αλλά τα οφέλη από ένα μηδενικό ή σχεδόν μηδενικό Δημόσιο χρέος είναι τεράστια τόσο σε οικονομικό αλλά κυρίως σε πολιτικό επίπεδο.
Αν μια συμπεριφορά όπως περιγράφεται πιο πάνω, συνειδητοποιηθεί και γίνει καθολική συμπεριφορά των Λαών και των Κρατών, τότε το πλεονάζον χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που δεν μπορεί να επανεπενδυθεί στην πραγματική οικονομία, δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Η επικίνδυνη φούσκα που κρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι της οικουμένης παύει να υφίσταται μια και καλή.
Αυτό που πρεσβεύουμε εμείς στο ‘’Δίκτυο της Ανανεωτικής Αριστεράς’’ είναι ότι υπάρχουν λύσεις απλές που σε βγάζουν από τα αδιέξοδα, αρκεί να συνειδητοποιήσεις ότι τίποτα δεν είναι μονόδρομος και ότι όλα εξαρτώνται από τη δική σου συμπεριφορά.
*Ο Νίκος Γραικούσης είναι μέλος του Δικτύου Ανανεωτικής Αριστεράς