του Σταύρου Μαλιχούδη *
Ντόπιοι πολίτες, πιθανότατα γνήσιοι απόγονοι του Περικλή, που στις φλέβες τους μέσα πρέπει να ρέει, το δίχως άλλο, αίμα τόσο ελληνικό που και η παραμικρή- από κάποια απόσταση, έστω- συνύπαρξη με σκούρους παρακατιανούς, φοβούνταν πως θα μπορούσε να το αλλοιώσει, αποφάσισαν να μη μένουν άλλο άπραγοι: πήραν την τύχη στα χέρια τους.
Οι πιθανόν θρήσκοι κι ευσεβείς αλλά αποδεδειγμένα, πλέον, αθεόφοβοι προφανώς δεν αρκούνταν πια στο να περιφρονούν, να αρνούνται να προσφέρουν το περίφημο υστέρημά τους, να ανακυκλώνουν τα φυλετικά, υπεροπτικά τους σχόλια για τους μελαμψούς εισβολείς. Ένα βράδυ- φανταζόμαστε όσο τα παιδιά τους κοιμούνταν και η οθόνη έδειχνε γραφικούς τύπους να ωρύονται σε εκτοέβδομα κανάλια- πήγαν και έβαλαν φωτιά στο στρατόπεδο, όπου είχε ειπωθεί πως θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν άλλα παιδιά. Όταν τα πυροσβεστικά οχήματα προσπάθησαν να προσεγγίσουν το στρατόπεδο που είχε τυλιχθεί στις φλόγες, λέει το ρεπορτάζ, συνάντησαν δυσκολίες.
Η δημοτική Αρχή δηλώνει άγνοια, καταδικάζει την πράξη. Παρουσιάζεται, μάλιστα, πρόθυμη να αναλάβει τη φιλοξενία ακόμη και μεγαλύτερου αριθμού προσφύγων, σε άλλη τοποθεσία όμως. Την ίδια στιγμή, διαρρέει οπτικό υλικό: κατά τη διάρκεια δημοτικού συμβουλίου για το επίμαχο ζήτημα απεικονίζονται κάποιοι να προειδοποιούν για όσα επρόκειτο, λίγο αργότερα, να συμβούν.
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά την πράξη, για την οποία ακόμη αναζητούνται- στην πιο αισιόδοξη των περιπτώσεων- οι ένοχοι, είχαμε νέα απόπειρα εμπρησμού του δεύτερου στρατοπέδου, που προτάθηκε να αξιοποιηθεί. Μέχρι στιγμής, οι Αρχές τηρούν σιγή ιχθύος. Σε μια κοινωνία τόσο κλειστή, όμως, μάλλον το πώς και το ποιοι κυκλοφορεί ήδη και αποκρύπτεται- το γιατί είναι δυστυχώς γνωστό.
Ωστόσο, το εγκληματικό, βαθύτατα ανήθικο και ξεδιάντροπα απάνθρωπο χτύπημα δεν ήταν το μόνο.
Πιο ανατολικά, εκεί που δεν είναι το χώμα εκείνο που μυρίζεις αλλά το θαλασσινό αλάτι, στο Καστελόριζο, η συνέχεια. Αυτό-αναγορευμένα, και από τους ιδίους αναγνωρισμένα, εγγόνια του Δημοσθένη και αν μη τι άλλο ξαδερφάκια των προαναφερθέντων, θα πρέπει να ήταν εκείνοι που πυρπόλησαν την αποθήκη. Ή, τέλος πάντων, κάποιου άλλου ονόματος που στα αυτιά τους ηχεί αρκετά ωραία, ώστε να φουσκώνουν με δανεικό αέρα και περήφανα τα στήθη τους. Μέσα στην αποθήκη βρίσκονταν όσα είχε καταφέρει να συγκεντρώσει η συνείδηση, η ανιδιοτέλεια, η μεγαλοψυχία και εν τέλει η ανθρωπιά ορισμένων άλλων, υποτίθεται συνανθρώπων τους.
«Ο κόπος ο δικός μας και η δική σας μεγαλοψυχία φλέγονται αυτή τη στιγμή» ήταν η λεζάντα που επέλεξε ένας αποκαρδιωμένος ξένος εθελοντής, κοινοποιώντας διαδικτυακά το βίντεο που τράβηξε, όπου απαθανατίζεται η προοδευτική καταστροφή της αποθήκης.
Η ιδιαίτερη σημασία των δύο πράξεων αυτών, του απέραντου αίσχους και της πλήρους εκπροσώπησης του απάνθρωπου και της προσπάθειας για επιβολή αυτού σε ανθρώπους με τη βία, θα πρέπει να επισημανθεί.
Γνωρίζουμε πια, βεβαίως, καλά τον μανδύα υπό τον οποίον καλύπτονται, ώστε να δρουν το δυνατόν περισσότερο προστατευμένοι σε τέτοιου είδους πράξεις: εκείνον του δήθεν πατριωτισμού, της δήθεν ανησυχίας, της κάποιας εθνικής συνείδησης, ενός μεγάλου ιδανικού. Τους τελευταίους μήνες οι μανδύες αυτοί τυλίγουν τους σκοπούς πολλών, σε μέρη όπως τα Διαβατά και η Κως.
Αλλά, αν το σκεφτεί κανείς, τα δύο αυτά γεγονότα παρέχουν την ευκαιρία για τον εντοπισμό μιας ποιοτικής μετεξέλιξης: οι άνθρωποι αυτοί δεν στρέφονται πια απλώς απέναντι στους κακόμοιρους πρόσφυγες και μετανάστες που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο τους.
Συντονισμένα και με πλήρη σχεδιασμό ενεργούν εναντίον του κράτους, στην πρώτη περίπτωση και ενάντια στους ίδιους τους συνανθρώπους τους, στην δεύτερη. Δεν αρκούνται πια στο να αμφισβητούν τα, κατά τ’ άλλα, διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα των άτυχων που βρέθηκαν στην χώρα μας- δρουν και ενάντια στους γηγενείς, τους θεωρούμενους ως συμπολίτες τους και, κυριότερα, στο δικαίωμά τους να αποφασίζουν οι ίδιοι με ποιο τρόπο και τι είδους βοήθεια θα προσφέρουν και αν θα επιλέξουν να μείνουν ευαίσθητοι, άρα άνθρωποι, σε τέτοιους καιρούς.
Βεβαίως, οι πράξεις αυτές διατρανώνουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο, ξεκάθαρα, μια σύγχυση, μια σαφέστατη ανασφάλεια που νιώθουν τα άτομα αυτά. Εκφάνσεις της είχαμε τη θλιβερή ευκαιρία να δούμε και κατά το προηγούμενο διάστημα, θα δούμε και άλλες στο μέλλον. Ενδεικτικά, ας αναφέρουμε και πάλι τις εικόνες από την Κω: ντόπιοι να αγωνίζονται εναντίον των Hotspots, με την ελληνική σημαία να κυματίζει, υποτίθεται σκεπάζοντας τις αυτόκλητές τους πράξεις, και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο- λες και έχει καμία σχέση η φαντασίωση αυτή με το διακύβευμα. Δηλώνοντας στα Μέσα πως, αν χρειαστεί, θα πάρουν τα όπλα για την πατρίδα. Τέτοιου είδους σκηνές θα μπορούσαν να βρίσκονται στα πιο ξεκαρδιστικά αποσπάσματα της τρέχουσας δεκαετίας, εάν δεν ήταν τόσο θλιβερά και επικίνδυνα συνάμα.
Οι άνθρωποι αυτοί δίνουν μια μάχη, λένε, για την πατρίδα, απέναντι σε ανθρώπους που την πατρίδα τους στερήθηκαν και το δηλώνουν ξανά και ξανά, σε κάθε ευκαιρία: είθε να είμαστε περαστικοί από εδώ. Αν δει κανείς τις συνεντεύξεις των προσφύγων, σε κάθε νέο κύμα, αυτή είναι η απάντηση που κυριαρχεί. Η χώρα μας δεν είναι κήπος της Εδέμ όπως φαντασιώνονται κάποιοι και σκοπός των περισσοτέρων είναι να συνεχίσουν για τα βόρεια- γνωστό από μήνες. Το αποδεικνύουν έμπρακτα: συχνότατα αρνούνται την όποια βοήθεια και μεταγκατάσταση σε κέντρα προσωρινής φιλοξενίας, διαμαρτύρονται έντονα όταν δεν υπάρχουν λεωφορεία για να τους πάνε στα σύνορα, εσχάτως τους βλέπουμε να βαδίζουν για χιλιόμετρα με σκοπό να φτάσουν στην Ειδομένη, πασχίζουν να ρίξουν τον φράχτη ώστε να περάσουν στα Σκόπια.
Ενόσω συνεχίζουν τον αγώνα τους, πεισματικά και με θαυμαστή περηφάνια, σε πολλές περιπτώσεις πέφτοντας θύματα εκμετάλλευσης από ξεδιάντροπους που η Ιστορία δείχνει πως αρέσκονται, εξίσου, να φορούν το δημοφιλές καμουφλάζ του δήθεν πατριωτισμού, κάποιοι φοβούνται. Φωνάζουν, οργίζονται: θα μας μολύνουν, θα μας αλλοιώσουν, θα αναμειχθούν μαζί μας, στο τέλος θα γίνουν περισσότεροι από εμάς.
Οι ίδιοι, που εμφανίζονται βέβαιοι πως στις φλέβες τους ρέει το αίμα των Ελλήνων που έζησαν δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν, που περηφανεύονται πως δεν υπήρξε η παραμικρή αλλοίωση στους καιρούς του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας, φοβούνται εκείνους που με οργή και αγανάκτηση παρακαλούν: αφήστε μας να αδειάσουμε την ταλαιπωρημένη σας γωνίτσα. Εκείνους που πια γνωρίζουμε όλοι από τι κόλαση έρχονται και μόλις πριν λίγες ημέρες, δύο εξ αυτών, επιχείρησαν να αυτοκτονήσουν στη Βικτώρια, γιατί δεν τους επιτρεπόταν να συνεχίσουν την πορεία τους προς τον τόπο που ονόμασαν προορισμό και, ίσως, ανακούφιση- το ίδιο έκανε σήμερα στην Ειδομένη μια γυναίκα.
Κάποτε- σε ένα, σε πέντε, σε δέκα χρόνια- θα περάσει κι αυτή η μπόρα. Και όταν θα έχουν φύγει οι πρόσφυγες, να στοιβάξουν την δυστυχία τους σε άλλους τόπους, να δούμε εμείς πως θα τα βγάλουμε πέρα, με αυτούς που θα μας μείνουν γύρω μας.
*Ο Σταύρος Μαλιχούδης είναι δημοσιογράφος
Via : www.huffingtonpost.gr